Το 1899 μπαίνει το πρώτο λιθαράκι για τη δημιουργία της Τράπεζας των Κυπρίων, της Τράπεζας Κύπρου. Το νησί βρίσκεται υπό βρετανική κυριαρχία. Οι Κύπριοι, κυρίως αγρότες, παλεύουν για το καθημερινό μεροκάματο. Οι φορολογίες δυσβάστακτες, το “οθωμανικό δάνειο” πνίγει τις ελπίδες για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του νησιού. Οι κάτοικοι του νησιού, στην πλειονότητα τους αγρότες, παλεύουν με τη γη και τα καιρικά φαινόμενα, αλλά και εναντίον των τοκογλύφων που τους απομυζούν το βιος τους, τον κόπο και τον ιδρώτα τους.
Το όραμα που γίνεται πράξη
Μια ομάδα Κυπρίων οραματιστών και διορατικών ανθρώπων, με πρωτεργάτη τον Ιωάννη Οικονομίδη, πιστεύουν στην ιδέα της αποταμίευσης και του Συνεργατισμού και αποφασίζουν να προχωρήσουν σε ένα μεγάλο εγχείρημα.
Μια νέα εποχή αρχίζει την Πρωτοχρονιά του 1899. Ιδρύεται το Ταμιευτήριο “Η Λευκωσία” και το πρώτο γραφείο του λειτουργεί στον Κυπριακό Σύλλογο “ανά πάσαν Κυριακήν, Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην και ώραν 5-6 μ.μ”. Το κεφάλαιο του Ταμιευτηρίου συγκεντρώνεται εβδομαδιαίως και ο κάθε καταθέτης έχει τη δυνατότητα ν’ αγοράσει μία μετοχή καταθέτοντας ένα σελίνι την εβδομάδα για πέντε χρόνια, για κάθε μετοχή που θέλει να αποκτήσει.
Η πρώτη γενική συνέλευση του Ταμιευτηρίου “Η Λευκωσία” πραγματοποιείται τον Φεβρουάριο του 1900 και σύμφωνα με τη λογοδοσία του διευθυντή του Ταμιευτηρίου Ιωάννη Οικονομίδη, “… το ποσόν όπερ ανεγράφετο εν τοις βιβλίοις μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1899 ανήρχετο εις 3.004 λίρες 10 σελίνια και 6 3/4 γροσίων. Μέτοχοι του ταμιευτηρίου τούτου αναγράφονται 362 με 998 μετοχάς. Έκαστη δε μετοχή εκ 57 σελινίων απέφερε κατά το 1899 τόκον 2 σελινίων αλλά δέον να λεχθή ότι το ταμιευτήριον ελειτούργησε δι’ ολιγώτερον του έτους διάστημα, περιπλέον δε ότι ο τόκος, πρέπει να θεωρηθεί ως εξάμηνος αφού αι καταβολαί είναι εβδομαδιαίαι”. Η ιδέα της αποταμίευσης κερδίζει έδαφος και τα ταμιευτήρια δημιουργούνται σε πόλεις και χωριά. Τον Φεβρουάριο του 1912 οι μέτοχοι υπογράφουν συμβόλαιο σύμφωνα με το οποίο το “Ταμιευτήριο” μετατρέπεται σε “ανώνυμον εταιρείαν υπό την επωνυμία Τράπεζα Κύπρου με διάρκεια 30 ετών και με κεφάλαιο 200.000 λιρών διηρημένων εις 50.000 μετοχές αξίας 4 λιρών η καθεμία”.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1940) βρίσκει το νησί απομονωμένο από τις αγορές του εξωτερικού και με μια σοβαρή οικονομική κρίση η οποία οδηγεί σε εκροή καταθέσεων 98.000 λιρών σε οκτώ ημέρες. Ωστόσο, παρά τον αποκλεισμό από την αγοραπωλησία ξένου συναλλάγματος, η Τράπεζα αντεπεξέρχεται με ίδια μέσα, χωρίς να προσφύγει σε δανεισμό. Η πρώτη μεγάλη κρίση ξεπερνιέται.
Το “Κοινό Κυπρίων”
Το 1943 η Τράπεζα Κύπρου με σύνθημα “Η Κύπρος διά τους Κυπρίους” είναι αποφασισμένη να υποστηρίξει την κυπριακή οικονομία. Με μια πρωτοποριακή κίνηση επιτυγχάνει τη συγχώνευσή της με τραπεζικά ιδρύματα άλλων πόλεων, φέρνοντας εκ βάθρων αλλαγές στη δομή του κυπριακού τραπεζικού συστήματος. Το “Κοινό Κυπρίων” είναι πλέον γεγονός. Υιοθετεί ως έμβλημα το αρχαίο χάλκινο κυπριακό νόμισμα επί εποχής του Αυτοκράτορα Κλαυδίου (41-54 μ.Χ.) με την επιγραφή “Κοινό Κυπρίων” μέσα σε δάφνινο στεφάνι, το οποίο συμβολίζει την ένωση όλων των κατοίκων του νησιού, σε μία συνέλευση, με αντιπροσωπείες από όλες τις κυπριακές πόλεις.
Στις 25 Μαΐου 1944, αρχίζει τις εργασίες της, με κεφάλαιο 15.000 λιρών εξ ολοκλήρου κατατεθειμένο από την Τράπεζα Κύπρου, η Κτηματική Τράπεζα που δημιουργείται για να ικανοποιήσει τις ανάγκες για αστική ανάπτυξη.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1940 η Τράπεζα Κύπρου, παραχωρώντας τις περισσότερες εμπορικές χορηγήσεις, παρέχει διευκολύνσεις στον εμπορικό κόσμο. Ταυτόχρονα υιοθετεί στρατηγική σταθεροποίησης της αγοράς αποθαρρύνοντας κάθε πολιτική υπερδανεισμού.
Το πελατολόγιο διευρύνεται και τα ανοίγματα συνεχίζονται με νέα υποκαταστήματα στη Μόρφου και την Κερύνεια. To 1949 λειτουργεί το ιδιόκτητο κατάστημά της στη Λεμεσό.
Η επέκταση στην Κύπρο
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η Τράπεζα Κύπρου συμπληρώνει μισό αιώνα ζωής. Στεγάζεται σε ιδιόκτητους χώρους στη Λευκωσία, Λάρνακα, Λεμεσό, Μόρφου και Πάφο. Στην πρωτεύουσα αγοράζει το κτήμα δίπλα από το κεντρικό κτήριο στη Φανερωμένη, στην καρδιά της πόλης, και επεκτείνει τους χώρους της στεγάζοντας την Κτηματική Κύπρου και την Ασφαλιστικήν Εταιρείαν. Το νέο κτήριο είναι “εφοδιασμένον με κεντρικήν θέρμανσιν η οποία θα παρέχη κατά τους ψυχρούς μήνας του χειμώνος ευνοϊκούς όρους εις το προσωπικόν”.
Το προσωπικό αριθμεί 140 υπαλλήλους, 74 στη Λευκωσία, 21 στην Αμμόχωστο, 18 στη Λάρνακα, 17 στη Λεμεσό, 5 στην Πάφο, 3 στη Μόρφου και 2 στην Κερύνεια.
Τον Μάρτιο του 1951, στη γενική συνέλευση των μετόχων ο πρόεδρος του Δ.Σ. Συμβουλίου, Δημοσθένης Σεβέρης, ανακοινώνει την παραχώρηση μερίσματος 10%: “Αναπολώ με πραγματικήν υπερηφάνειαν αλλά και βαθύτατην συγκίνηση την εποχή της ιδρύσεως του Ταμιευτηρίου εκείνου ιδρύθη και συνετηρείτο με τα εβδομαδιαία σελίνια πτωχών κατά το πλείστον βιοπαλαιστών, είτε άνδρες ήσαν ούτοι είτε γυναίκες”.
Το 1955, η Τράπεζα Κύπρου επιχειρεί το μεγάλο της βήμα εκτός Κύπρου με το άνοιγμα καταστήματος στο Λονδίνο, ακολουθώντας τους Κυπρίους μετανάστες στην αποικιακή μητρόπολη. Μέχρι το τέλος του χρόνου ανοίγονται 420 λογαριασμοί που αντιπροσωπεύουν το ποσό των 80.000 χιλιάδων λιρών.
Το 1960, το έτος που ιδρύεται η Κυπριακή Δημοκρατία, βρίσκει την Τράπεζα Κύπρου να συνεχίζει να επενδύει στο μέλλον του τόπου. Ενθαρρύνει τους υπαλλήλους της να αποκτήσουν πανεπιστημιακούς τίτλους, ιδρύει τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως, στηρίζει την επιχειρηματικότητα, καλύπτει τις ανάγκες του κόσμου χρηματοδοτώντας την αγορά μηχανημάτων, αυτοκινήτων και άλλων αντικειμένων. Λειτουργεί τον “Ευλάμπιο”, τον πρώτο ηλεκτρονικό υπολογιστή, υιοθετώντας τις σύγχρονες τάσεις στη μηχανογράφηση και επεξεργασία στοιχείων. Ο “Ευλάμπιος” κρατά ένα ολόκληρο δωμάτιο και προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Cyta, την ΑΗΚ και τις Κυπριακές Αερογραμμές, εκτυπώνοντας τους λογαριασμούς τους οι οποίοι μέχρι τότε γράφονταν στο χέρι.
Αναδιοργάνωση και αυτοματοποίηση
Τη δεκαετία του 1970 το Συγκρότημα κινείται σε ρυθμούς αναδιοργάνωσης, με την ίδρυση της εταιρείας Τράπεζα Κύπρου (Επενδύσεις), η οποία εξαγοράζει τις μετοχές της Τράπεζας και όλων των εξαρτημένων εταιρειών της, επεκτείνοντας τις δραστηριότητές της και σε άλλους τομείς, εκτός από τραπεζικούς.
Την ίδια δεκαετία ο Οργανισμός “σέρνει τον χορό” σε κάθε καινοτομία στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Δημιουργεί την πρώτη Mobile Bank, την Αυτοκινητοτράπεζα, ένα λεωφορείο εποχής, που ταξιδεύει στα χωριά και εξυπηρετεί τον κόσμο της υπαίθρου. Εγκαθιστά τους Αυτόματους Ταμίες (ATM) στη Λευκωσία, τις πρώτες τρεις Μηχανές Αυτόματης Διανομής Χαρτονομισμάτων με διαφημιστικό σλόγκαν “Μετρητά 24 ώρες το 24ωρον”. Λειτουργεί το πρώτο drive in κατάστημα εξυπηρέτησης στη Λεμεσό, όπου το κοινό μπορεί να πραγματοποιεί τις συναλλαγές του χωρίς να κατεβαίνει από το αυτοκίνητό του.
Η τουρκική εισβολή του 1974 βρίσκει την Τράπεζα δίπλα στον κυπριακό λαό. Προσφέρει 50.000 λίρες στο Ταμείο Ανακουφίσεως Παθόντων, προχωρεί σε πλήρη απόσβεση χρεών και αποσύρει αγωγές που είχαν κινηθεί κατά πελατών της. Στηρίζει την οικονομία, χρηματοδοτεί επιχειρήσεις, υιοθετεί προσφυγικό δημοτικό σχολείο στην Πάφο και προσφέρει εξοπλισμό για να λειτουργήσουν οι Παιδικές Λέσχες στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Μοιράζει χριστουγεννιάτικα δέματα και παιχνίδια σε παιδιά. Επίσης, φροντίζει για το προσωπικό της που έχει πληγεί από την τουρκική εισβολή, παραχωρώντας βοήθημα σε 32 υπαλλήλους. Αν και έχει απώλειες, υποκαταστήματα και μετρητά στα κατεχόμενα, αποφασίζει να μη χαρακτηριστεί ως πληγείσα και να εξαιρεθεί από τον Νόμο 54, αποφεύγοντας την προσωρινή μείωση μισθών.
Ανοικοδόμηση της χώρας
Τη δεκαετία του 1980 η Τράπεζα Κύπρου διαδραματίζει ξανά τον ρόλο της, με κύρια αποστολή της την ανοικοδόμηση της χώρας και την ανάκαμψη της οικονομίας. Εξαγοράζει την Chartered Bank στην Κύπρο και δραστηριοποιεί όλους τους μηχανισμούς της οδηγώντας την οικονομία της χώρας στην ανάκαμψη. Το “οικονομικό θαύμα” επιτυγχάνεται λόγω των συνετών και συνεπών της αποφάσεων και ενεργειών.
To 1982 ιδρύει τον Κυπριακό Οργανισμό Επενδύσεων και Αξιών CISCO και την επόμενη χρονιά εντάσσει στο Συγκρότημά της την εταιρεία “Κέρμια”. Το 1983 εκδίδει τη CyCard πρωτοστατώντας στις συναλλαγές του πλαστικού χρήματος. Το 1988 με την υπηρεσία CYTEL φέρνει πραγματική επανάσταση στις συναλλαγές, παρέχοντας στους πελάτες της τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν ένα ευρύ φάσμα τραπεζικών υπηρεσιών μέσω τηλεφώνου.
Στα χρόνια που ακολουθούν επεκτείνει το δίκτυό της σε όλο τον κόσμο χτίζοντας ένα διεθνές προφίλ και ενδυναμώνοντας την ισχύ και την οικονομική της εμβέλεια. Αντιπροσωπεύεται με γραφεία στην Ελλάδα, την Αυστραλία, τη Νότιο Αφρική, τον Καναδά, τη Ρωσία και τη Ρουμανία. Από τη συνεργασία της με τη Manufacturers Life του Καναδά γεννιέται η ασφαλιστική εταιρεία EuroLife, με στόχο την πρωτιά στον ασφαλιστικό κλάδο ζωής.
Η επέκταση στην Ελλάδα
Το 1991 εγκαινιάζει το πρώτο της κατάστημα στην Ελλάδα και την επόμενη χρονιά ιδρύει την Τράπεζα Κύπρου Φάκτορς στην Κύπρο. Δύο χρόνια μετά, εκπλήσσει με το πρώτο Unman Branch στη Μακαρίου, όπου ο πελάτης εισέρχεται και πραγματοποιεί τις συναλλαγές του, χωρίς την ανθρώπινη παρουσία. Το 1996 επεκτείνεται μέχρι τις ακτές της Νορμανδίας, ως η πρώτη ελληνόφωνη υπεράκτια τράπεζα στο Guernsey, στα Channels Islands και το 1997 λειτουργεί το πρώτο κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Παράλληλα, αφήνει το κοινωνικό της αποτύπωμα στον Πολιτισμό και την Υγεία. Σταθμούς ορόσημο στην πορεία της αποτελούν η ίδρυση του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τράπεζας Κύπρου (1984) και του Ογκολογικού Κέντρου Τράπεζας Κύπρου (1996).
Το 1999 εφαρμόζει το Σχέδιο Αναδιάρθρωσης του Συγκροτήματος. Η Τράπεζα Κύπρου Λτδ γίνεται η ιθύνουσα εταιρεία αντί της Τράπεζας Κύπρου (Επενδύσεις) με παράλληλη αντικατάσταση των μετοχών. Η κίνηση αυτή συμπίπτει με τη χρονιά που η Τράπεζα γιορτάζει τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της. Με την ευκαιρία των εορτασμών καταβάλλεται στους μετόχους επιπλέον μέρισμα 3%. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς εκδίδονται 16 εκατομμύρια νέες μετοχές προς τους μετόχους, με αναλογία μία νέα μετοχή για κάθε οκτώ μετοχές που θα κατέχουν στην τιμή των 2,50 λιρών ανά μετοχή.
Την ίδια χρονιά δημιουργείται και ο θεσμός “Αλυσίδα Ζωής” με στόχο την ετήσια διοργάνωση διαφόρων εκδηλώσεων για την ενίσχυση του Αντικαρκινικού Συνδέσμου Κύπρου και της Πορείας Χριστοδούλας.
Ανοίγει φτερά στο εξωτερικό
Παραμονές του 21ου αιώνα βρίσκουν την Τράπεζα Κύπρου στο Χρηματιστήριο Αθηνών με την εισαγωγή της μετοχής της. Την ίδια χρονιά, το 2000, μετά από 12 χρόνια παρουσίας στην Αυστραλία με 4 Γραφεία Αντιπροσωπείας, ιδρύεται η Τράπεζα Κύπρου Αυστραλίας (Bank of Cyprus Australia Ply Ltd) και λειτουργεί τα πρώτα της καταστήματα.
Τέσσερα χρόνια μετά συγχωνεύονται οι εργασίες της θυγατρικής εταιρείας Τράπεζα Κύπρου (Λονδίνο) με εκείνες του καταστήματος της Τράπεζας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2007 εγκαινιάζονται οι εργασίες στη Ρωσία και τη Ρουμανία και το 2008 η Τράπεζα Κύπρου αρχίζει να παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες στην Ουκρανία εξαγοράζοντας την AvtoZAZbank. Επίσης, την ίδια χρονιά εξαγοράζει το 80% του κεφαλαίου της Uniastrum Bank στη Ρωσία και προετοιμάζεται για την Ινδία με Γραφείο Αντιπροσωπείας και το Ντουμπάι με τη δημιουργία τραπεζικής μονάδας.
Από την αρχή της δεκαετίας, η οικονομική κρίση αρχίζει να δείχνει τα σημάδια της. Η πώληση της Τράπεζας Κύπρου Αυστραλίας Λτδ το 2011 οριοθετεί το τέλος της εποχής της ανάπτυξης. Η οικονομική κρίση θα συνεχιστεί μέχρι το 2014.
Το “κούρεμα” του ελληνικού χρέους σε συνδυασμό με τις εγχώριες πολιτικοοικονομικές συνθήκες οδηγούν τις δυο μεγαλύτερες τράπεζες του νησιού σε αδιέξοδο.
Οι πιο δύσκολες εποχές
Τον Μάρτιο του 2013, μπροστά στη διπλή δημοσιονομική και τραπεζική κρίση, το Eurogroup αποφασίζει “διάσωση με ίδια μέσα” (bail-in), γνωστό ως κούρεμα καταθέσεων, με τη διαδικασία εξυγίανσης για την Τράπεζα Κύπρου να διαρκει μέχρι το τέλος Ιουλίου 2013. Οι μέτοχοι και οι καταθέτες της Τράπεζας επωμίζονται το κόστος της “ανακεφαλαιοποίησης με ίδια μέσα”, ενώ η πώληση των δανείων, καταθέσεων και ακινήτων του Συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα εξουδετερώνει πιθανόν συστημικό κίνδυνο μετάδοσης της ελληνικής κρίσης στο κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Με το κλείσιμο της Λαϊκής Τράπεζας τον Μάρτιο 2013, οι ασφαλισμένες καταθέσεις και η πλειονότητα των περιουσιακών της στοιχείων και δανείων μεταφέρονται στην Τράπεζα Κύπρου. Ωστόσο, η πλέον επώδυνη ρύθμιση αφορά στη μεταφορά ποσού €9 δισ. Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας (ELA) στην Τράπεζα Κύπρου.
Στη βάση του πλάνου εξυγίανσης που εκπονήθηκε, η Τράπεζα μεταφέρει συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού του υποκαταστήματος στη Ρουμανία, συμπεριλαμβανόμενων των πλείστων καταθέσεων πελατών της, συγκεκριμένων δανείων και σχετικών εξασφαλίσεων, στη Marfin Bank Romania. Ακολουθεί το 2014 η πώληση των δραστηριοτήτων του Συγκροτήματος στην Ουκρανία και της επένδυσης της Τράπεζας Κύπρου στην Banca Transilvania. H πώληση μέρους του δανειακού χαρτοφυλακίου στο Ηνωμένο Βασίλειο, που αποκτήθηκε από το Συγκρότημα στο πλαίσιο της απορρόφησης μέρους των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας τον Μάρτιο 2013, αποτελεί ένα ακόμη βήμα στην προσπάθεια για μείωση και βελτίωση του ισολογισμού της.
Η ανάκαμψη
Καθοριστική για την πορεία ανάκαμψης αποδεικνύεται η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας ύψους €1 δισ. το 2014 και η συμμετοχή ξένων επενδυτών στη μετοχική δομή του Συγκροτήματος, τη μεγαλύτερη ενιαία επένδυση στην ιστορία του χρηματοοικονομικού συστήματος της Κύπρου.
Τον Δεκέμβριο 2014 οι μετοχές εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Τον Απρίλιο 2015 ακολουθεί η πλήρης άρση των περιοριστικών μέτρων για διακίνηση κεφαλαίων (Capital Controls), που επιβλήθηκαν από τις Εποπτικές Αρχές τον Μάρτιο 2013. Ορόσημο στη στρατηγική απομόχλευσης μέσω της πώλησης μη κύριων δραστηριοτήτων του Συγκροτήματος και της στροφής σε κύριες δραστηριότητες και αγορές αποτελεί η πώληση της Uniastrum Bank στη Ρωσία το 2015.
Τον Ιανουάριο του 2017 οι προβολείς στρέφονται ξανά στην Τράπεζα με την πλήρη αποπληρωμή της χρηματοδότησης από τον ELA, εντός 4 χρόνων και σε ένα εξαιρετικά δύσκολο οικονομικό περιβάλλον. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αναφέρονται σε πραγματικό “οικονομικό επίτευγμα”. Τον ίδιο μήνα, η Τράπεζα επιστρέφει στις διεθνείς αγορές με την έκδοση Δευτεροβάθμιου Κεφαλαίου (Tier 2) ύψους €250 εκατ.
Η σημαντική πρόοδος, με τη συνεχή βελτίωση της ποιότητας του ισολογισμού που πιστοποιείται από τη συνεχή οργανική μείωση των ΜΕΔ για έντεκα –μέχρι τότε- διαδοχικά τρίμηνα, επιτρέπει την επιτυχή εισαγωγή και διαπραγμάτευση των μετοχών της Bank of Cyprus Holdings Public Limited Company στο Χρηματιστήριο Αξιών του Λονδίνου στις 19 Ιανουαρίου του 2017. Το 2018 η Τράπεζα πωλεί τη θυγατρική της Bank of Cyprus UK Ltd στη Cynergy Capital Ltd για επικέντρωση των δραστηριοτήτων της στην Κύπρο.
Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου
Το Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, χτίζει σταθερά γέφυρες και κανάλια ανοιχτής επικοινωνίας ανάμεσα στο κυπριακό κοινό και τον Πολιτισμό. Με επίκεντρο τα νέα παιδιά, τους πολίτες τού αύριο, διοργανώνει διαδραστικά προγράμματα, αθλοθετεί σχολικούς θεατρικούς και λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και ενισχύει τη συνδρομή του στην παιδεία του τόπου με δωρεές από τη σειρά των εκδόσεών του και των ηλεκτρονικών του παραγωγών.
Το Ίδρυμα επεκτείνει τη δραστηριότητά του και εκτός συνόρων, αναπτύσσοντας στενές σχέσεις συνεργασίας με σημαντικούς πολιτιστικούς, ερευνητικούς και ακαδημαϊκούς οργανισμούς και μουσεία του εξωτερικού. Πρωτοπορεί ως φορέας ερευνητικής αριστείας και ίδρυμα αναγνωρισμένης φήμης στον τομέα της έρευνας. Έχει εξασφαλίσει ως Ανάδοχος Φορέας χρηματοδοτήσεις από το Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο πλαίσιο του προγράμματος Ορίζοντας 2020, του μεγαλύτερου προγράμματος χρηματοδότησης έρευνας και καινοτομίας της Ε.Ε.) για ερευνητικά προγράμματα που αφορούν διάφορες πτυχές της πολιτιστικής κληρονομιάς. Συμμετέχει επίσης ως εταίρος σε ερευνητικά προγράμματα της Ε.Ε. που σχετίζονται με τον πολιτισμό.
Το Ίδρυμα διαφυλάσσει πέντε κυπρολογικές συλλογές: Νομισμάτων – Χαρτών – Σπάνιων Bιβλίων & Χειρογράφων, Χαρακτικών, Παλαιών Φωτογραφιών και Υδατογραφιών – Σύγχρονης Kυπριακής Tέχνης και Kυπριακών Aρχαιοτήτων. Διαχειρίζεται επίσης δύο Μουσεία, το Μουσείο Ιστορίας της Κυπριακής Νομισματοκοπίας και το Αρχαιολογικό Μουσείο της Συλλογής Γεωργίου και Νεφέλης Τζιάπρα Πιερίδη, δωρεά Κλειούς και Σόλωνα Τριανταφυλλίδη. Από τον Ιούνιο του 2013 το Ίδρυμα απορρόφησε το σύνολο των εργασιών και τις συλλογές του Πολιτιστικού Κέντρου της πρώην Λαϊκής Τράπεζας, το οποίο δημιουργήθηκε το 1983.
Ογκολογικό Κέντρο Τράπεζας Κύπρου
Το 1990 η οικονομία της χώρας ανθεί αλλά ο τομέας της υγείας ασθενεί. Η Τράπεζα Κύπρου ανακοινώνει δωρεά 3.000.000 εκατ. λιρών για τη δημιουργία Ογκολογικού Κέντρου. “Πιστεύουμε ότι η δωρεά αυτή είναι μια προσφορά προς τον κυπριακό λαό, στον οποίο η Τράπεζα Κύπρου οφείλει πολλά. Είναι ο κυπριακός λαός o οποίος τη στήριξε και τη στηρίζει και την περιβάλλει με την εμπιστοσύνη και την αγάπη του, θεωρώντάς την ως την Τράπεζά του, την Τράπεζα της Κύπρου”, επισημαίνει στη λογοδοσία του ο τότε πρόεδρος του Συγκροτήματος Σόλων Τριανταφυλλίδης.
Από το 1998 που πρωτολειτούργησε σε συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία και θεωρείται η πιο πετυχημένη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα προς όφελος των καρκινοπαθών αλλά και της κοινωνίας. Το Ογκολογικό Κέντρο Τράπεζας Κύπρου δέχθηκε για θεραπεία πέραν των 40.700 ασθενών, ενώ παρέχει θεραπεία περίπου στο 60% των περιπτώσεων που έχουν διαγνωσθεί με καρκίνο στην Κύπρο. Επίσης, είναι το πρώτο νοσοκομείο στην Κύπρο και την Ελλάδα που λαμβάνει την πιστοποίηση ποιότητας CHKS (Caspe Healthcare Knowledge Systems), του κορυφαίου οργανισμού διαπίστευσης νοσοκομείων στην Ευρώπη και κατατάσσεται μεταξύ των πλέον διακεκριμένων νοσοκομείων από άποψη λειτουργικών και ποιοτικών προτύπων.
Το Κέντρο έχει αποκτήσει ιδιαίτερη δυναμική και στον τομέα της έρευνας για την καταπολέμηση του καρκίνου, με τη συνομολόγηση μνημονίου συναντίληψης με την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου και το Καραϊσκάκειο Ίδρυμα για τη δημιουργία του Ινστιτούτου Έρευνας Καρκίνου Κύπρου. Στόχος να αξιοποιηθεί η εμπειρογνωμοσύνη και των τριών οργανισμών στη βασική έρευνα για τον καρκίνο.
# SupportCY – Ελπίδα κατά της πανδημίας
Στις 9 Μαρτίου 2020 ο Covid-19 εισβάλλει και στην Κύπρο. Η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο κόσμος κλείνεται στα σπίτια του, φορά μάσκες, αποστειρώνει τη ζωή του, παλεύει με τον ιό και την αβεβαιότητα. Κάποιοι βγαίνουν στην πρώτη γραμμή της μάχης και προτάσσουν το καθήκον.
Σε αυτές τις δύσκολες ώρες, η Τράπεζα Κύπρου διαδραματίζει τον ιστορικό της ρόλο και τιμά το “Κοινό Κυπρίων”. Αντιδρά με αμεσότητα, ευελιξία και υψηλό αίσθημα ευθύνης. Οι στόχοι ξεκάθαροι: Να προστατεύσει τη δημόσια υγεία και το προσωπικό της, να παρέχει ασφαλείς κι απρόσκοπτες υπηρεσίες στους πελάτες της και να στηρίξει την Πολιτεία και τους Θεσμούς προσφέροντας στο κοινωνικό σύνολο.
Η Τράπεζα Κύπρου από την πρώτη κιόλας στιγμή σε συνεργασία με τον Οργανισμό Reaction χτίζουν το δίκτυο ανθρωπιάς και αλληλεγγύης κατά του Covid-19 φέρνοντας κοντά επιχειρήσεις και οργανώσεις του τόπου, στο οποίο συμμετέχουν μέχρι σήμερα 86 εταιρείες. Έτσι, γεννιέται το Δίκτυο υποστήριξης #SupportCY, ένα κληροδότημα για την κυπριακή κοινωνία που αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη ότι οι ανθρώπινες σχέσεις και ανιδιοτελείς συνεργασίες γίνονται ελπίδα στις δύσκολες εποχές.
IDEA, Κέντρο Καινοτομίας
Το Κέντρο Καινοτομίας IDEA εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο, μη-κερδοσκοπικό, ολοκληρωμένης επιχειρηματικής στήριξης Κέντρο Καινοτομίας στην Κύπρο.
Έχει στηρίξει 58 νέες επιχειρήσεις, έχει δημιουργήσει πέραν των 80 θέσεων εργασίας και έχει εργαστεί με περισσότερους από 4.000 μαθητές, ενώ έχει συμβάλει στην καλλιέργεια κουλτούρας αφιλοκερδούς προσφοράς στον επιχειρηματικό κόσμο της Κύπρου.
Ως επιστέγασμα σημαντικών διεθνών και τοπικών διακρίσεων, το IDEA κατάφερε το 2019 να ξεχωρίσει ανάμεσα σε 29 χώρες στον ευρωπαϊκό διαγωνισμό του European Commission: European Enterprise Promotion Awards, κατακτώντας την πρώτη θέση στον τομέα προώθησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (‘Investing in Entrepreneurial Skills’ category) και τοποθετώντας την Κύπρο, στον ευρωπαϊκό και διεθνή χάρτη της καινοτομίας.
CYON και ψηφιακός μετασχηματισμός
Σ’ αυτήν τη νέα πορεία, τον δρόμο για νέες ψηφιακές αλλαγές, η Τράπεζα Κύπρου διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το φιλόδοξο και διαχρονικό όραμά της να οδηγεί τη χώρα μπροστά περνά μέσα από το Cyprus ON (CYON), μια φιλοσοφία και μια νέα προσέγγιση που δίνει ζωή στην ψηφιακή οικονομία της Κύπρου, δημιουργεί εξελίξεις και γίνεται ο φορέας για την ομαλή μετάβαση του Κοινού Κυπρίων στην ψηφιακή εποχή.
Ο οργανισμός, που συνδέεται με την ιστορία, τους αγώνες, τις μεγάλες κατακτήσεις του κυπριακού λαού, πρωτοστατεί στην προσφορά ψηφιακών υπηρεσιών και προϊόντων, όπως είναι η 1bank και BoCMobile Banking App, το Apple Pay, το BoC Wallet, το Garmin Pay και Fitbit pay και ακόμη την υπηρεσία QuickPay και το Settle App.
Επίσης, η Τράπεζα Κύπρου προχώρησε στην εισαγωγή νέων λύσεων οι οποίες απλοποιούν τη διαδικασία κατάθεσης μετρητών και επιταγών, ακόμη και κερμάτων. Ήδη, έχει ξεκινήσει η εγκατάσταση σύγχρονων μηχανών που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να πραγματοποιούν τις καταθέσεις τους (χαρτονομίσματα, κέρματα και επιταγές) γρήγορα, με ασφάλεια και χωρίς κόστος.
Η Τράπεζα ηγείται μιας πορείας αλλαγών και εξελίξεων, αναβαθμίζοντας και διευρύνοντας την γκάμα των ψηφιακών προϊόντων και υπηρεσιών της και καλλιεργώντας την ψηφιακή κουλτούρα ανάμεσα στο ανθρώπινο δυναμικό της και εκπαιδεύοντας ταυτόχρονα το κοινό της Κύπρου. Ένας νέος προσανατολισμός αλλά ταυτόχρονα και μια δέσμευση της Τράπεζας Κύπρου προς την κοινωνία για την κατάκτηση του ψηφιακού μέλλοντος.