Με το όνομα αυτό, εμφανίζονται σποραδικά ή σπάνια στις κυπριακές θάλασσες τρία τουλάχιστον είδη ψαριών της οικογένειας των Καραγκιδών (Carangidae), με κύριο χαρακτηριστικό τη «γαζωτή» πλευρική γραμμή τους. Στην Ελλάδα είναι γνωστά με το ίδιο όνομα.
α) Caranx ronchus, Geoffroy Saint - Hilaire. Αγγλική ονομασία: Yellow horse mackerel. Εμφανίζεται σπάνια. To συνηθισμένο μήκος του είναι 25 εκ., φθάνει όμως και τα 45 εκ. περίπου. Έχει σχετικά λεπτό, συμπιεσμένο και μακρουλό σώμα, μεγάλο στόμα, μικρά κοφτερά δόντια και σχετικά μεγάλα μάτια. Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιό του που έχει περίπου τριγωνικό σχήμα, αποτελείται από μυτερά αγκάθια και το δεύτερο που είναι πιο μακρύ, αποτελείται από μαλακές ακτίνες. Η ουρά του είναι διχαλωτή. Γενικά ο χρωματισμός του κυριαρχείται από ασημένιες και χρυσαφένιες ανταύγειες. Η πλευρική γραμμή του, από τη μέση του κορμού μέχρι την ουρά είναι κοκάλινη «γαζωτή». Ζει κοπαδιαστά σε μάλλον βαθιά νερά, όπου τρέφεται με μικρά ψάρια. Το κρέας του, που είναι καλό σε ποιότητα, τρώγεται τηγανητό. Ψαρεύεται με δίκτυα*, τράτες*, ψαρούδιν*, καθετή* και κάποτε με το παραγάδι*. Κάποτε το είδος αυτό συγχέεται με το σαφρίδιν*.
β) Caranx fusus, Geoffroy Saint - Hilaire, 1809. Αγγλική ονομασία: Mediterranean trevally. Εμφανίζεται σποραδικά. To συνηθισμένο μήκος του είναι 20 εκ., φθάνει όμως και τα 35 εκ. περίπου. Έχει συμπιεσμένο στα πλευρά και κάπως πλατύ σώμα, με πολύ μικρά λέπια, εμφανή μάτια, μεγάλο στόμα και μικρά κοφτερά δόντια. Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιό του αποτελείται από μυτερά αγκάθια και το δεύτερο, που είναι πιο μακρύ, αποτελείται από μαλακές ακτίνες. Η ουρά του είναι διχαλωτή. Το χρώμα της ράχης του είναι πρασινολαδί με μπρούντζινες και γαλάζιες αποχρώσεις, και στα πλευρά ασημένιο με χρυσαφένιες μπρούντζινες και πρασινογάλαζες αποχρώσεις. Η κοιλιά του είναι ασπριδερή με τις ίδιες περίπου αποχρώσεις. Η πλευρική γραμμή του αρχίζει με ορατή καμπύλη γραμμή και καταλήγει σε κοκάλινη «γαζωτή», με χρυσαφένιες αποχρώσεις. Ζει κοπαδιαστά σε μάλλον βαθιά νερά, όπου τρέφεται με μικρά ψάρια. Το κρέας του, που είναι αρκετά καλό σε ποιότητα, τρώγεται τηγανητό. Ψαρεύεται με δίκτυα, τράτες, ψαρούδιν, καθετή, και κάποτε με το παραγάδι. Συχνά το είδος αυτό συγχέεται με το μινέρι*.
γ) Caranx djedaba, (Forskal, 1775). Αγγλική ονομασία: Golden scad. Εμφανίζεται σποραδικά. Το συνηθισμένο μήκος του είναι 15 εκ., φθάνει όμως και τα 20 εκ. περίπου. Έχει σώμα συμπιεσμένο, πλατύ, με αυγοειδές σχήμα, και σχετικά μεγάλα μάτια. Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιό του, που έχει τριγωνικό σχήμα, αποτελείται από μυτερά αγκάθια και το δεύτερο, που είναι πιο μακρύ, αποτελείται από μαλακές ακτίνες. Η ουρά του είναι διχαλωτή. Γενικά ο χρωματισμός του κυριαρχείται από ασημένιες και χρυσαφένιες ανταύγειες. Η πλευρική γραμμή του αρχίζει με ορατή καμπύλη γραμμή και καταλήγει σε κοκάλινη «γαζωτή». Ζει κοπαδιαστά στο πέλαγος όπου τρέφεται με μικρά ψάρια. Το κρέας του, που είναι καλό σε ποιότητα, τρώγεται τηγανητό. Ψαρεύεται με δίχτυα, τράτες και καθετή.
δ) Caranx dentex. Εμφανίζεται σποραδικά στις κυπριακές θάλασσες. Αγγλική ονομασία: Guelly jack. To συνηθισμένο μήκος του φθάνει τα 40 εκατοστόμετρα περίπου. Το χρώμα του είναι πρασινομπλέ στη ράχη, και ασημένιο στο υπόλοιπο σώμα. Στα βραγχιακά επικαλύμματα φέρει μια μαύρη κηλίδα σε κάθε πλευρά. Χαρακτηρίζεται από την πλάγια γραμμή του σώματός του που καταλήγει σε κοκάλινη «γαζωτή». Ψαρεύεται κυρίως με δίχτυα. Τα κρέας του είναι νόστιμο σε ποιότητα.