Το λήμμα αυτό ασχολείται με τον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Κύπρο από την αρχή της εφαρμογής τους πριν από μισό και πλέον αιώνα μέχρι σήμερα που έχουν εξελιχθεί σε θεσμό ο οποίος καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων έναντι όλων των παραδοσιακών ασφαλιστικών κινδύνων.
Η περίοδος πριν από την ανεξαρτησία της Κύπρου: Ο τομέας της κοινωνικής ασφάλισης στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη κρατικής μέριμνας για τον εργαζόμενο πληθυσμό. Δεκάδες χιλιάδες εργάτες και οι οικογένειές τους ζούσαν κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες, η δε αξίωση για κρατικές κοινωνικές ασφαλίσεις είχε αρχίσει να προβάλλεται από την αρχή κιόλας της εμφάνισης του συνδικαλιστικού κινήματος στην Κύπρο στη δεκαετία του 1930.
Τα μόνα κληροδοτήματα της Κύπρου από την αποικιοκρατική κυβέρνηση στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής ήσαν ένα υποτυπώδες σύστημα αποζημιώσεων για εργατικά ατυχήματα που εφαρμόστηκε το 1944 και ένα ελλιπές Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων τόσο από απόψεως καλύψεως του πληθυσμού όσο και από απόψεως ωφελημάτων, που εφαρμόστηκε μόλις το 1957, λίγο δηλαδή πριν από τη λήξη της περιόδου της Αγγλοκρατίας.
Οι κοινωνικές ασφαλίσεις μετά την ανεξαρτησία: Με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960), της οποίας το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε πολίτη σε κοινωνική ασφάλιση, η κυβέρνηση καθόρισε ως πολιτική της την όσο το δυνατό πληρέστερη προστασία του εργαζόμενου πληθυσμού.
Το 1960 εφαρμόστηκε ο Νόμος περί Πνευμονοκονιάσεως που πρόβλεπε την παροχή συντάξεων στους πάσχοντες από την επαγγελματική νόσο της πνευμονοκονιάσεως. Το 1964 βελτιώθηκε σημαντικά το ελλιπές Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων του 1957, και επεκτάθηκε ώστε να καλύπτει και τη μεγάλη μάζα των γεωργικών εργατών και την τάξη των αυτοτελώς εργαζομένων. Παράλληλα το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανέλαβε την ευθύνη για την κάλυψη των εργατικών ατυχημάτων, καλύπτοντας προσωρινή ανικανότητα, μόνιμη ανικανότητα και θάνατο. Το Σχέδιο του 1964 θεωρείται ορόσημο στην εξέλιξη των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Κύπρο, όχι μόνο γιατί κάλυψε τον εργαζόμενο πληθυσμό από όλους σχεδόν τους οικονομικούς και βιολογικούς κινδύνους, αλλά και γιατί προνοούσε την πληρωμή συντάξεων ύστερα από ασφάλιση τριών χρόνων. Ο αριθμός των συνταξιούχων αυξήθηκε το 1967 σε 16.200 από 5.700 που ήταν το 1966, η δε δαπάνη για την πληρωμή των συντάξεων από £218.000 το 1966 έφθασε τα £2.250.000 το 1967 ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του νέου Σχεδίου.
Στη δεκαετία που ακολούθησε έγιναν και άλλες σημαντικές βελτιώσεις στο Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με αυξήσεις στις παροχές και με την εισαγωγή νέων ωφελημάτων, όπως η σύνταξη ανικανότητας, η επέκταση του επιδόματος ασθενείας και ανεργίας στις παντρεμένες, και η επέκταση του επιδόματος ασθενείας στην τάξη των αυτοτελώς εργαζομένων.
Ωστόσο, παρ' όλες τις βελτιώσεις, το Σχέδιο του 1964 δεν μπορούσε να ικανοποιήσει από απόψεως ύψους ωφελημάτων τις μεσαίες και τις ψηλότερες εισοδηματικές τάξεις του πληθυσμού, λόγω της διαρθρώσεως των εισφορών και των παροχών. Γι’ αυτό το λόγο καθορίστηκε ως κυβερνητικός στόχος η εισαγωγή Αναλογικού Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων όπου οι εισφορές και οι παροχές να είναι ανάλογες με τους μισθούς και τα εισοδήματα των ασφαλισμένων. Η εισαγωγή τέτοιου Σχεδίου είχε προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο του 1974, μεσολάβησε όμως η τουρκική εισβολή τον Ιούλιο του χρόνου αυτού που ματαίωσε την εφαρμογή, αλλά και δημιούργησε τέτοιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες οι οποίες απείλησαν και το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων με χρεωκοπία, λόγω του ότι είχε χάσει το 40% του εισοδήματός του και ταυτόχρονα κλήθηκε και πλήρωσε ανεργιακά επιδόματα στις χιλιάδες των ανέργων. Για τη διάσωση του Σχεδίου και την περιφρούρηση του θεσμού των κοινωνικών ασφαλίσεων, η κυβέρνηση, με τη σύμφωνη γνώμη των κοινωνικών της εταίρων, ανέστειλε την πληρωμή ορισμένων παροχών και μείωσε το ύψος των συντάξεων. Η αποκατάσταση του Σχεδίου στα προ της εισβολής επίπεδα έγινε το 1977. Το 1978 και το 1979 αυξήθηκε το ύψος των παροχών και εισήχθη το επίδομα αγνοουμένου για τους εξαρτώμενους αγνοουμένων λόγω της τουρκικής εισβολής.
Τον Οκτώβριο του 1980 κατέστη δυνατή η εισαγωγή του νέου Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων το οποίο θεωρήθηκε ως το σημαντικότερο μέτρο στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής που ελήφθη στην Κύπρο. Βάσει του Σχεδίου οι παροχές κοινωνικών ασφαλίσεων έγιναν αναλογικές, υπολογίζονται δηλαδή ως ποσοστό των εισοδημάτων των ασφαλισμένων από την εργασία τους. Λεπτομέρειες για το Σχέδιο αυτό βλέπεστο πιο κάτω κεφάλαιο Το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων του 1980.
Πέραν του Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, έχει θεσπισθεί (από το 1967) ο Νόμος περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών που εξασφαλίζει μια ελάχιστη περίοδο άδειας για όλους τους εργαζομένους. Η περίοδος αυτή ορίστηκε αρχικά στις 9 μέρες, και από 1.1.1987 σε τρεις εργάσιμες εβδομάδες. Με βάση τον Νόμο αυτό ιδρύθηκε το Κεντρικό Ταμείο Αδειών στο οποίο υποχρεούνται κατ' αρχήν να πληρώνουν εισφορές όλοι οι εργοδότες. Το Ταμείο, εκτός από τις πληρωμές απολαβών άδειας, επιχορηγεί τους εργοδοτουμένους για διαμονή σε ξενοδοχεία των ορεινών θέρετρων.
Άλλο μέτρο για προστασία των εργαζομένων είναι ο Νόμος περί Τερματισμού Απασχολήσεως που άρχισε να εφαρμόζεται από το 1968 και έχει τους πιο κάτω βασικούς σκοπούς:
α) Να προστατεύσει όλους τους εργοδοτουμένους από αδικαιολόγητες απολύσεις, με την πληρωμή αποζημιώσεων και να εξουδετερώσει τις συνέπειες του πλεονασμού με την καταβολή πληρωμών λόγω πλεονασμού. β) Να καθορίσει ελάχιστη περίοδο προειδοποιήσεως σε περιπτώσεις τερματισμού απασχολήσεως. γ) Να καθιδρύσει Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό στο οποίο οι εργοδότες καταβάλλουν εισφορές με σκοπό τη συλλογική ανάληψη των πληρωμών λόγω πλεονασμού.
Σημαντικό βήμα για την προστασία των εργοδοτουμένων αποτελεί και η νομοθεσία περί Ταμείων Προνοίας που ετέθη σε εφαρμογή το 1982. Σκοπός της είναι η εγγραφή και ο έλεγχος των Ταμείων Προνοίας, με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία τους, για να εξυπηρετούνται καλύτερα οι σκοποί της ίδρυσής τους και τα συμφέροντα των μελών των Ταμείων.
Το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων του 1980: Από τον Οκτώβριο του 1980 τέθηκε σ΄ εφαρμογή το νέο Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με την εφαρμογή του Σχεδίου, τόσο οι εισφορές όσο και οι παροχές κοινωνικών ασφαλίσεων έγιναν αναλογικές, δηλαδή υπολογίζονται ως ποσοστό των εισοδημάτων των ασφαλισμένων από την εργασία τους. Κύριο χαρακτηριστικό του Σχεδίου είναι η πρόβλεψη για τακτική ανατίμηση των ασφαλιστέων αποδοχών και αναπροσαρμογή των παροχών σύμφωνα με την κίνηση των μισθών και ημερομισθίων. Το Σχέδιο καλύπτει υποχρεωτικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλους τους μισθωτούς και αυτοτελώς εργαζομένους στην Κύπρο. Πρόσωπα που δεν απασχολούνται έχουν δικαίωμα, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να ασφαλιστούν πάνω σε προαιρετική βάση. Προαιρετικά δικαιούνται να ασφαλιστούν και οι Κύπριοι οι οποίοι απασχολούνται στην υπηρεσία Κύπριου εργοδότη στο εξωτερικό.
Στην περίπτωση των μισθωτών η εισφορά στο Σχέδιο είναι ίση με 16,6% των αποδοχών τους μέχρι ένα ανώτατο όριο το οποίο το 2006 είναι £425 την εβδομάδα ή £1.842 το μήνα. Από την ολική εισφορά του 16,6%, 6,3% πληρώνεται από τον ίδιο το μισθωτό, 6,3% από τον εργοδότη του και 4,0% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας. Η εισφορά για τους αυτοτελώς εργαζόμενους είναι ίση με 15,6% των εισοδημάτων τους, από το οποίο 11,6% πληρώνει ο ίδιος ο αυτοτελώς εργαζόμενος και 4,0% το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας. Η εισφορά για τους προαιρετικά ασφαλισμένους είναι ίση με 13,5% του ασφαλιστέου εισοδήματος τους, από το οποίο 10,0% πληρώνει ο προαιρετικά ασφαλισμένος και 3,5% το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας. Η εισφορά για τους προαιρετικά ασφαλισμένους οι οποίοι απασχολούνται στην υπηρεσία Κύπριου εργοδότη στο εξωτερικό είναι ίση με 16,6% των αποδοχών τους. Από την ολική εισφορά του 16,6%, 12,6% πληρώνει ο ίδιος ο προαιρετικά ασφαλισμένος και 4,0% το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας. Η νομοθεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων προβλέπει για ισότητα μεταχείρισης μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών. Οι αλλοδαποί έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με βάση το Σχέδιο όπως και οι ημεδαποί.
Οι παροχές του Σχεδίου είναι οι ακόλουθες: επίδομα μητρότητας, επίδομα ασθενείας, επίδομα ανεργίας, σύνταξη γήρατος, σύνταξη ανικανότητας, σύνταξη χηρείας, επίδομα ορφάνιας, επίδομα αγνοουμένου, βοήθημα κηδείας, βοήθημα τοκετού, βοήθημα γάμου και παροχές λόγω εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, δηλαδή επίδομα σωματικής βλάβης, παροχές αναπηρίας και παροχές θανάτου.
Οι μισθωτοί δικαιούνται όλες τις πιο πάνω παροχές, ενώ οι αυτοτελώς εργαζόμενοι δεν δικαιούνται επίδομα ανεργίας και παροχές λόγω εργατικών ατυχημάτων. Οι προαιρετικά ασφαλισμένοι δεν δικαιούνται επίδομα μητρότητας, επίδομα ασθενείας, επίδομα ανεργίας, σύνταξη ανικανότητας και παροχές λόγω εργατικών ατυχημάτων. Οι προαιρετικά ασφαλισμένοι που απασχολούνται στο εξωτερικό στην υπηρεσία Κύπριου εργοδότη, δικαιούνται όλες τις παροχές μισθωτών, εκτός από τις παροχές λόγω εργατικών ατυχημάτων.
Όλες οι παροχές, με εξαίρεση το βοήθημα γάμου, το βοήθημα τοκετού και το βοήθημα κηδείας αποτελούνται από δυο μέρη: το βασικό μέρος και το συμπληρωματικό μέρος. Το βασικό μέρος υπολογίζεται πάνω στο κατώτερο τμήμα αποδοχών, το οποίο περιλαμβάνει αποδοχές μέχρι σ΄ ένα ορισμένο ποσό, και το συμπληρωματικό μέρος το οποίο υπολογίζεται πάνω στις αποδοχές πέραν από το εν λόγω ποσό.
Ηχορήγηση των πιο πάνω παροχών, με εξαίρεση τις παροχές για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες καθώς και το επίδομα ορφάνιας, εξαρτάται από την ικανοποίηση ορισμένων προϋποθέσεων εισφοράς.
Επιπρόσθετα με τις πιο πάνω χρηματικές παροχές, το Σχέδιο παρέχει δωρεάν ιατρική περίθαλψη σε ασφαλισμένους οι οποίοι υφίστανται σωματική βλάβη λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας και σε δικαιούχους σύνταξης ανικανότητας.
Οι παροχές του Σχεδίου καταβάλλονται και εκτός Κύπρου με εξαίρεση το επίδομα μητρότητας, το επίδομα ανεργίας, το επίδομα ασθενείας και το επίδομα σωματικής βλάβης.
Το Σχέδιο καλύπτει 333.546 εργαζόμενους (183.187 ή 54,9% είναι άνδρες και 150.339 ή 45,1% είναι γυναίκες) από τους οποίους 298.074 είναι μισθωτοί, 34.351 είναι αυτοτελώς εργαζόμενοι και 1.121 περίπου είναι προαιρετικά ασφαλισμένοι. Οι συνταξιούχοι του Σχεδίου ξεπερνούν τις 100.000 που μαζί με τους εξαρτωμένους τους αποτελούν το 1/5 του κυπριακού πληθυσμού περίπου.
Κοινωνική σύνταξη: Την 1η Μαϊου 1995 τέθηκε σε εφαρμογή ο Νόμος που προβλέπει για τη χορήγηση κοινωνικής σύνταξης. Η σύνταξη αυτή καταβάλλεται σήμερα σ’ όλους τους κατοίκους της Κυπριακής Δημοκρατίας οι οποίοι, την 1.1.99 έχουν συμπληρώσει την ηλικία των 65, δεν δικαιούνται σύνταξης ή άλλης παρόμοιας πληρωμής από οποιαδήποτε πηγή, το ύψος της οποίας είναι ίσο ή μεγαλύτερο του ποσού της κοινωνικής σύνταξης και ικανοποιούν παράλληλα τις προϋποθέσεις διαμονής στην Κύπρο, όπως καθορίζονται από τον Νόμο.
Αύξηση εισφορών στο Τ.Κ.Α.:Για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω, κυρίως, της γήρανσης του πληθυσμού, η Βουλή ψήφισε τον Μάρτιο του 2009 νόμο με τον οποίο αυξάνονται οι εισφορές στο Ταμείο. Ο νέος νόμος προνοεί για τη σταδιακή αύξηση των εισφορών μέχρι το 2039. Πιο συγκεκριμένα, οι εισφορές θα αυξάνονται, αρχής γενομένης από τον Απρίλιο του 2009, κάθε πέντε χρόνια κατά 0,5% για τονεργαζόμενο, 0,5% για τον εργοδότη και 0,3% για το κράτος, ούτως ώστε το 2039 οι εισφορές να διαμορφωθούν σε 9,8%, 9,8% και 6,1% αντιστοίχως, δηλαδή θα ανέλθουν συνολικά σε 25,7%, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί η οικονομική ευρωστία του Ταμείου.