Άγγλος ύπατος αρμοστής της Κύπρου από τις 8 Ιανουαρίου 1915 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1918. Γεννήθηκε στην Αγγλία το 1866. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία Woolwich, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και στο Κολέγιο των Μηχανικών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1893. Το 1895 υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού και δυο χρόνια αργότερα γράφτηκε στη Νομική Σχολή Inner Temple. Σαν στρατιωτικός έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη του βασιλικού μηχανικού.
Το 1906 μεταπήδησε από τη στρατιωτική στην πολιτική υπηρεσία και διορίστηκε (στις 27 Οκτωβρίου 1906) αρχιγραμματέας στην κυβέρνηση της Κύπρου. Από τη σημαντική αυτή θέση, στην οποία υπηρέτησε για πέντε χρόνια, γνώρισε αρκετά καλά την Κύπρο και τα προβλήματα της διοίκησης σε μια ιδιαίτερα δύσκολη από οικονομική και πολιτική άποψη περίοδο. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη λύση που δόθηκε στο αρχιεπισκοπικό ζήτημα, που συγκλόνιζε την Κύπρο για μια δεκαετία. Τον Ιούνιο του 1911 μετετέθη στη Μάλτα στη θέση πάλι του αρχιγραμματέα. Από τη Μάλτα μετετέθη στην Κύπρο το Δεκέμβριο του 1914 σαν ύπατος αρμοστής σε αντικατάσταση του Sir Hamilton Goold - Adams. Στις 8 Ιανουαρίου 1915 ανέλαβε και επίσημα τα καθήκοντά του, αν και από την ημέρα της άφιξής του (28/11 Δεκεμβρίου 1914) είχε ορκιστεί και υπηρετούσε σαν ύπατος αρμοστής.
Ο Κλώσον είχε φθάσει στο λιμάνι της Αμμοχώστου και από εκεί ταξίδεψε σιδηροδρομικώς στη Λευκωσία, όπου του έγινε η επίσημη υποδοχή και ακολούθησε η ορκωμοσία του. Κατά την τελετή ο δήμαρχος Λευκωσίας και βουλευτής Αχιλλέας Λιασίδης θα απηύθυνε προς τον Κλώσον προσφώνηση, ύστερα από συμφωνία που είχε κάνει τόσο αυτός όσο και οι άλλοι Έλληνες επίσημοι με τον αρχιγραμματέα Ορρ ότι θα παρίσταντο στην τελετή με τον όρο να γίνει η προσφώνηση. Παρά τη συμφωνία ο Λιασίδης δεν μπόρεσε να απευθύνει την προσφώνηση, γιατί ο Κλώσον, πιθανότατα πληροφορημένος για το περιεχόμενο της προσφώνησης και μη θέλοντας να δώσει την ευκαιρία στους Έλληνες κατοίκους της Κύπρου να εκδηλώσουν τα αισθήματά τους, αποχώρησε αμέσως. Ο Λιασίδης διαμαρτυρήθηκε έντονα για την αθέτηση της συμφωνίας και έδωσε την προσφώνηση στον αρχιγραμματέα Ορρ. Την επομένη ο Κλώσον για να μην πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις το ζήτημα κάλεσε τον Λιασίδη στο αρμοστείο και δικαιολογήθηκε ότι δεν γνώριζε τη συμφωνία, δέχτηκε δε την προσφώνηση σαν να είχε γίνει.
Στην προσφώνησή του ο Λιασίδης ανάμεσα σ’ άλλα καλούσε τον Κλώσον να διαβιβάσει στην αγγλική κυβέρνηση «τά ὑπέρ τῆς ἑνώσεως μετά τοῦ ἑλληνικοῦ Βασιλείου αἰσθήματα τῆς μεγάλης πλειοψηφίας τοῦ κυπριακοῦ λαοῦ, ὅστις τήν συνεπείᾳ τῶν πολεμικῶν γεγονότων προσάρτησιν τῆς πατρίδος αὐτοῦ εἰς τό περίλαμπρον ἀγγλικόν Στέμμα ἐχαιρέτισεν ὡς τόν τελικόν μεταβατικόν σταθμόν καί ὡς μέσον διευκολυντικόν πρός τήν ταχεῖαν πλήρωσιν τῆς ἐθνικῆς αὐτοῦ ἀποκαταστάσεως». (Εφημ. Πατρίς, 4/17 Δεκ. 1914).
Στη συνάντησή του ο Λιασίδης, σαν δήμαρχος της Λευκωσίας, εξέθεσε προς τον Κλώσον και τα προβλήματα της Λευκωσίας που σχετίζονταν με την επίστρωση των δρόμων και την εξυγίανση και βελτίωση της πόλης, που, όπως πίστευε ο Λιασίδης, θα μπορούσε να γίνει με την κατεδάφιση των βενετικών τειχών. Ευτυχώς η εισήγηση εκείνη δεν πραγματοποιήθηκε.
Το επεισόδιο με την αποφυγή του Κλώσον να δεχτεί την εκφώνηση της προσφώνησης ενός Έλληνα βουλευτή και δημάρχου της πρωτεύουσας κατά την τελετή υποδοχής του ήταν αρκετά ενδεικτικό για την κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο και για τη στάση που θα τηρούσε τόσο ο ίδιος απέναντι στον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου, όσο και οι Έλληνες Κύπριοι έναντι της αγγλικής διοίκησης καθ’ όλη την περίοδο της αρμοστείας του. Ο Κλώσον ανέλαβε τη διοίκηση της Κύπρου σε μια περίοδο που το ενωτικό ζήτημα βρισκόταν σε ένταση εξαιτίας της προσάρτησης της Κύπρου από την Αγγλία στις 5 Νοεμβρίου1914 μετά την κήρυξη του πολέμου ανάμεσα στην Αγγλία και την Τουρκία. Με την προσάρτηση η προσωρινότητα της αγγλικής κατοχής της Κύπρου που προνοούσε η Αγγλοτουρκική σύμβαση της 4ης Ιουνίου 1878 είχε τερματιστεί με την ακύρωση της συμφωνίας εκείνης. Οι Κύπριοι θεώρησαν την αλλαγή αυτή σαν τον τελευταίο σταθμό για την εθνική τους αποκατάσταση. Ο ιστορικός και πολιτευτής Φιλίος Ζαννέτος διατύπωσε τη θεωρία της ταυτόχρονης συγκατάργησης της κυριαρχίας της Τουρκίας και της Αγγλίας πάνω στην Κύπρο με την έκρηξη του πολέμου και του δικαιώματος της Κύπρου να αποφασίσει για την τύχη της (βλ. Φ. Ζαννέτου, Ἡ Κύπρος κατά τόν αἰῶνα τῆς Παλιγγενεσίας, 1821 - 1930, Ἀθήνησιν, 1930, σ. 81-82, G. S. Georghallides, A Political and Administrative History of Cyprus, 1918 - 1926, Nicosia, 1979, σ. 225, σημ. 5).
To ενωτικό ζήτημα παραλίγο να εύρισκε την τελειωτική του διευθέτηση, και μάλιστα με πρωτοβουλία της Αγγλίας, τον Οκτώβριο του 1915. Η Αγγλία θέλοντας να ενισχύσει με άμεσο τρόπο τη Σερβία, η οποία υφίστατο επίθεση από τη Βουλγαρία και την Αυστρία, πρότεινε στη φιλοβασιλική ελληνική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κύπρου, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλα πλεονεκτήματα θα είχε στο τέλος του πολέμου. Επειδή η αγγλική κυβέρνηση φοβόταν ότι η ελληνική κυβέρνηση που βρισκόταν κάτω από την επιρροή του βασιλιά Κωνσταντίνου θα απέρριπτε την προσφορά αυτή, ο καθηγητής Ρόναλντ Μπάρροους, διευθυντής του King's College, ο οποίος συνδεόταν φιλικά με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, συνέλαβε ένα σχέδιο, που αν εφαρμοζόταν πιθανό να οδηγούσε στην έξοδο της Ελλάδας από την ουδετερότητά της. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, η πρόταση δεν θα απευθυνόταν πρώτα στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά θα ανακοινωνόταν στον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Β' και στους Έλληνες βουλευτές από τον κυβερνήτη της Κύπρου Κλώσον. Ο τελευταίος θα τους παραχωρούσε ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο για να τους μεταφέρει στην Ελλάδα, όπου θα ανακοίνωναν στον ελληνικό λαό, στη Βουλή και στο βασιλιά την αγγλική προσφορά που θα γινόταν για μια και μοναδική φορά και θα εξασκούσαν με την ξαφνική αυτή ανακοίνωση και την παρουσία τους καθώς και με το ξεσήκωμα της ελληνικής κοινής γνώμης τέτοια πίεση στην κυβέρνηση Ζαΐμη που είτε θα αποδεχόταν την αγγλική προσφορά είτε θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί και να σχηματίσει κυβέρνηση ο Βενιζέλος, ο οποίος και θα οδηγούσε την Ελλάδα στο πλευρό των συμμάχων ενώνοντας ταυτόχρονα την Κύπρο με την Ελλάδα.
Δυστυχώς η μοναδική και ανεπανάληπτη αυτή ευκαιρία χάθηκε, διότι το σχέδιο του Μπάρροους, παρόλο ότι υιοθετήθηκε από την αγγλική κυβέρνηση, για άγνωστους λόγους δεν εκτελέστηκε όπως σχεδιάστηκε. Ο Κλώσον ενημερώθηκε τηλεγραφικώς στις 16 Οκτωβρίου από τον υπουργό Αποικιών για την προσφορά που είχε γίνει και πήρε οδηγίες να ενημερώσει τον αρχιεπίσκοπο και τους Έλληνες βουλευτές και να τους παράσχει κάθε βοήθεια για να μεταβούν στην Ελλάδα. Ο Κλώσον απάντησε την επομένη διατυπώνοντας τις ανησυχίες του για το μέλλον των Μουσουλμάνων της Κύπρου και αναφέροντας πως το επόμενο δρομολόγιο του πλοίου της γραμμής θα πραγματοποιείτο στις 24 Οκτωβρίου. Στον Κλώσον δεν είχαν δοθεί οδηγίες να παραχωρήσει αγγλικό πολεμικό για τη μετάβαση της κυπριακής αντιπροσωπείας στην Ελλάδα. Άλλη ασυνέπεια στην εκτέλεση του σχεδίου του Μπάρροους ήταν ότι ταυτόχρονα με την ενημέρωση του Κλώσον — ο οποίος μάλιστα δεν ανακοίνωσε στους Κυπρίους ηγέτες την σχεδιαζόμενη προσφορά της Κύπρου στην Ελλάδα — είχε γίνει επίσημη προσφορά στην κυβέρνηση Ζαΐμη από τον Άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα Έλλιοτ στις 17 Οκτωβρίου. Ο Ζαΐμης, ύστερα από τρεις μέρες, αφού συμβουλεύτηκε το βασιλιά Κωνσταντίνο — ο οποίος σύμφωνα με τον Άγγλο πρωθυπουργό Λόυδ Τζορτζ ήταν σίγουρος για τη νίκη των Γερμανών — απέρριψε την αγγλική προσφορά. Σύμφωνα πάλι με τους Άγγλους, εκείνο που επιθυμούσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν ήταν η Κύπρος, που αποτελούσε μια σταγόνα στον ωκεανό, αλλά η Σμύρνη, η Θράκη και ίσως η Κωνσταντινούπολη. Όταν λίγο αργότερα, μετά το χωριστικό κίνημα του Βενιζέλου, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων στις 2 Ιανουαρίου 1917, η Αγγλία δεν επανέλαβε την προσφορά της.
Οι Κύπριοι πληροφορήθηκαν την προσφορά της Αγγλίας μετά την απόρριψή της με τηλεγράφημα από το Παρίσι στις 25 Οκτωβρίου και όπως ήταν φυσικό αισθάνθηκαν μεγάλη απογοήτευση. Τους ικανοποίησε όμως το γεγονός ότι η Αγγλία είχε αναγνωρίσει τους εθνικούς πόθους τους και έτρεφαν την ελπίδα ότι σύντομα θα δικαιώνονταν. Στις 26/8 Νοεμβρίου 1915 ο αρχιεπίσκοπος και οι βουλευτές συνέταξαν ένα υπόμνημα προς τον υπουργό Αποικιών, το οποίο επέδωσαν στον Κλώσον για να το διαβιβάσει προς την αγγλική κυβέρνηση. Στο υπόμνημα ανέφεραν ανάμεσα σ’ άλλα ότι ο ελληνικός κυπριακός λαός διακατεχόταν «ἀπό ἀνεκλάλητον χαράν» και «ζωηράν εὐγνωμοσύνην... διά τήν κατά τρόπον τόσον ἔμπρακτον καί γενναῖον ἀναγνώρισιν τῶν ἐθνικῶν αὐτοῦ δικαίων» και ότι το γεγονός αυτό της προσφοράς αποτελούσε το πιο ευχάριστο σημείο της ιστορίας μας και ταυτόχρονα «τόν τελευταῖον σταθμόν τῆς ἀπ' αἰώνων ἀναμενομένης ἐθνικῆς ἀποκαταστάσεως ἡμῶν» (Ν. Καταλάνου, Κυπριακόν Λεύκωμα «Ὁ Ζήνων», ἔτος Β' - 1918 σ. 76).
Ο Κλώσον παραλαμβάνοντας το υπόμνημα υπέδειξε στους Κυπρίους ηγέτες ότι η προσφορά αποσύρθηκε και έτσι το ενωτικό ζήτημα είχε κλείσει για πάντα. Οι βουλευτές απάντησαν πως γι’ αυτούς το ζήτημα της ένωσης δεν θα έκλεινε ποτέ και ότι είχαν έλθει στο αρμοστείο για να εκφράσουν τις ευχαριστίες τους για την αναγνώριση των εθνικών τους δικαίων. Ο Κλώσον τότε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του βουλευτή Νικ. Κλ. Λανίτη που παρευρισκόταν στη συνάντηση, ανέφερε τα εξής: «Εἶσθε ὑπήκοοι τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀγγλίας, ὁ Ἑλληνικός ὕμνος δέν θά ἀνακρούεται εἰς δημοσίας συγκεντρώσεις, οὔτε θά ὁμιλῆτε περί τοῦ Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων ὡς Βασιλέως ὑμῶν. Ἄν αἱ Ἀθῆναι εἶναι τό πνευματικόν σας κέντρον, πολιτικόν σας κέντρον εἶναι τό Λονδῖνον» (Νικ. Κλ. Λανίτη, Ὁ Ἀκρίτας τοῦ Ἑλληνικοῦ Νότου, Ἀθῆναι, 1945, σ. 50).
Ο ενωτικός αγώνας των Κυπρίων θα συνεχιζόταν με την ίδια πάντοτε ένταση και θα εκφραζόταν ως συνήθως με τη χρήση της ελληνικής σημαίας σε κάθε γιορτή και εκδήλωση, με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, με την υποβολή ψηφισμάτων για την ένωση σε κάθε σύνοδο του Νομοθετικού Συμβουλίου — που καταψηφίζονταν από τις ενωμένες ψήφους των Άγγλων και των Τούρκων —, με τις βαπτίσεις του δωδέκατου παιδιού ελληνοκυπριακών οικογενειών από τον Έλληνα πρόξενο στην Κύπρο σαν εκπρόσωπο του βασιλιά Κωνσταντίνου, με την υποβολή αλλεπάλληλων υπομνημάτων προς την αγγλική κυβέρνηση και με πολλούς άλλους τρόπους. Η είσοδος της Ελλάδας υπό το Βενιζέλο στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ αναζωπύρωσε τις ελπίδες των Κυπρίων για μια πολύ πιθανή παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα μόλις θα τέλειωνε ο πόλεμος.
Στις 16/29 Ιουλίου 1917 οι Έλληνες βουλευτές συνήλθαν στις Πλάτρες και συνέταξαν ένα υπόμνημα προς τον υπουργό Αποικιών, στο οποίο αναφέρονταν στην αναγνώριση των εθνικών αισθημάτων των Κυπρίων από την αγγλική κυβέρνηση με την προσφορά του 1915, στην απήχηση που είχε στον κυπριακό λαό η εκ μέρους της Αγγλίας και των συμμάχων της διακήρυξη του δικαίου των εθνοτήτων, και κατέληγαν με την έκκληση για απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα. Μετά την τυπική απάντηση του υπουργού Αποικιών (27 Οκτώβριου 1917), η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου συγκάλεσε στην Αρχιεπισκοπή παγκύπρια συνέλευση 64 κληρικών και λαϊκών που εξέδωσε ψήφισμα για την ένωση.
Με την κήρυξη της ανακωχής στις 11 Νοεμβρίου1918 οι Κύπριοι πολιτικοί ηγέτες αποφάσισαν να στείλουν μια πρεσβεία στο Λονδίνο, για να προωθήσει, σε συνεργασία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το Κυπριακό ζήτημα. Την πρεσβεία, που αναχώρησε στις 5 Δεκεμβρίου 1918, αποτελούσαν ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ' και οκτώ από τους εννιά Έλληνες βουλευτές. Πίστευαν ότι η συμμετοχή 13.000 Κυπρίων εθελοντών στο μακεδονικό μέτωπο, η παρουσία του Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο και οι στενές σχέσεις του με την αγγλική κυβέρνηση, οι διακηρύξεις της Αγγλίας και των συμμάχων της για την αρχή των εθνοτήτων, η αναγνώριση των εθνικών δικαίων της Κύπρου με την προσφορά του 1915 καθώς επίσης και διάφορες ειδήσεις προερχόμενες από κύκλους προσκείμενους στην αγγλική κυβέρνηση για πιθανή παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως η μέρα της τελικής δικαίωσης των Κυπρίων πλησίαζε. Δεν γνώριζαν όμως οι Κύπριοι ηγέτες ότι ταυτόχρονα άλλες δυνάμεις, παράγοντες και καταστάσεις επενεργούσαν για τη ματαίωση της επιθυμητής εκείνης εξέλιξης. Δεν γνώριζαν για παράδειγμα ότι στις 16 Μαϊου 1916 είχε υπογραφεί η συνθήκη Σάικς - Πικώ ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία που παραχωρούσε στη Γαλλία τη Συρία και περιοχές της νότιας Μ. Ασίας και που προνοούσε ότι η Αγγλία δεν θα άρχιζε διαπραγματεύσεις για την παραχώρηση της Κύπρου σε άλλη δύναμη χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση της Γαλλίας. Δεν γνώριζαν επίσης ότι Άγγλοι στρατιωτικοί και ναυτικοί εμπειρογνώμονες, αλλά και πολλοί πολιτικοί όπως ο Κέρζον*, αντιτίθεντο στην παραχώρηση της Κύπρου για στρατηγικούς λόγους και ότι η γνώμη τους θα βάρυνε αποφασιστικά στη χάραξη της τελικής αγγλικής πολιτικής για την Κύπρο.
Κατά την αρμοστεία του Κλώσον η Κύπρος πέρασε τέσσερα χρόνια στην περιφέρεια των μεγάλων γεγονότων του Α' Παγκοσμίου πολέμου. Αν και δεν επηρεάστηκε στο βαθμό που άλλες εμπόλεμες περιοχές είχαν επηρεαστεί, δεν απέφυγε τις αρνητικές επιδράσεις που ένας τέτοιος πόλεμος προκαλούσε. Με την κήρυξη του πολέμου επιβλήθηκε στην Κύπρο ο στρατιωτικός νόμος και η λογοκρισία στις εφημερίδες. Ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο περιπολούσε τακτικά στη βόρεια παραλία του νησιού ελέγχοντας τις κινήσεις προς την κατεύθυνση της εχθρικής Τουρκίας. Το λιμάνι της Αμμοχώστου παρουσίαζε συνεχή κίνηση με τη φόρτωση υποζυγίων, ξυλείας και άλλων προϊόντων για τις ανάγκες του αγγλικού εκστρατευτικού σώματος στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη καθώς και για άλλους προορισμούς. Παρατηρήθηκε στην Κύπρο έλλειψη τροφίμων και άλλων χρειωδών με την αραίωση των ατμοπλοϊκών συγκοινωνιών, υπερτίμηση των προϊόντων, μαύρη αγορά, ανεργία και οικονομική κρίση, που ανάγκαζε πολλούς να μεταναστεύουν στην Αμερική. Το μεταναστευτικό ρεύμα ανακόπηκε με απαγορευτικό κυβερνητικό διάταγμα για όσους ήσαν κατάλληλοι για στράτευση. Αυτό συντέλεσε ώστε να στρατολογηθούν αρκετοί Κύπριοι που στέλλονταν σε βοηθητικές υπηρεσίες (κυρίως σαν ημιονοδηγοί) στο μακεδονικό μέτωπο. Μετανάστευση και στρατολόγηση με τη σειρά τους συντέλεσαν στην απάμβλυνση της πείνας, που άρχισε να πλήττει ανησυχητικά, παρά τα κυβερνητικά μέτρα, τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις του πληθυσμού. Εχθρικά αεροπλάνα έκαμαν μερικές φορές την εμφάνισή τους πάνω από το λιμάνι της Αμμοχώστου, αλλά δεν προκάλεσαν ζημιές. Ένα μεγάλο στρατόπεδο Τούρκων αιχμαλώτων πολέμου εγκαθιδρύθηκε στην Αμμόχωστο και μια «λεγεώνα της Ανατολής» από Αρμένιους εθελοντές που στρατολόγησαν οι Γάλλοι στάθμευσε για ένα διάστημα στην επαρχία Αμμοχώστου. Λίγοι Μικρασιάτες πρόσφυγες έφθασαν στην Κύπρο.
Παρά τις δυσκολίες σημειώθηκαν μερικές βελτιώσεις στο εσωτερικό. Το 1915 άρχισε να λειτουργεί η προέκταση του σιδηροδρόμου μέχρι την Ευρύχου και μια αγγλική εταιρεία αυτοκινήτων έκαμε την εμφάνισή της. Την επόμενη χρονιά δυο κυπριακές εταιρείες αυτοκινήτων πραγματοποιούσαν δρομολόγια ανάμεσα στις κυριότερες πόλεις.
Ο Κλώσον, ο οποίος περιγράφεται από τους σύγχρονούς του Κυπρίους σαν πολύ δραστήριος, εργατικός, συντηρητικός και κλειστός χαρακτήρας, υπέφερε από το 1916 από φυματίωση. Η αρρώστια άρχισε να τον καταβάλλει, αλλά εκείνος συνέχισε να εργάζεται μέχρι τις 21 Νοεμβρίου 1918, οπότε δεν ήταν σε θέση να υπογράφει ούτε τα έγγραφα της υπηρεσίας του. Πήρε αναρρωτική άδεια έξι εβδομάδων. Πέθανε στο αρμοστείο στη Λευκωσία την τελευταία μέρα της άδειάς του στις 31 Δεκεμβρίου 1918 και κηδεύτηκε την επομένη, την πρωτοχρονιά του 1919, με στρατιωτικές τιμές στο αγγλικό κοιμητήριο Λευκωσίας. Ήταν ο πρώτος ύπατος αρμοστής της Κύπρου που πέθανε ενώ υπηρετούσε στην Κύπρο και που κηδεύτηκε στο νησί.
Η εφημερίδα Ἀλήθεια της Λεμεσού του Μ.Δ. Φραγκούδη στο φύλλο της 20/3 Ιανουαρίου 1919 χαρακτήρισε τον Κλώσον ως «εξαιρετικά γραφειοκράτην και συγκεντρωτικόν, ευσυνείδητον, ευθύν και αληθινόν gentleman», που αγαπούσε την Κύπρο και ποθούσε ειλικρινά να την αναπτύξει και που ιδιαίτερα έδειξε την μέριμνά του για την Κύπρο κατά τα χρόνια του πολέμου. Τόσο η εφημερίδα αυτή, όσο και η Ἐλευθερία (5/ 18 Ιανουαρίου 1919) διατύπωσαν την υπόθεση ότι ο Κλώσον θα ήταν ο τελευταίος Άγγλος αρμοστής στην Κύπρο. Η κυπριακή αντιπροσωπεία μόλις τότε άρχιζε τα διαβήματά της στο Παρίσι και στο Λονδίνο και όλοι αισιοδοξούσαν για την επιτυχία της. Οι ελπίδες τους όμως θα διαψεύδονταν από τη σκληρή πραγματικότητα των πολιτικών και στρατηγικών υπολογισμών και συμφερόντων.
Β. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ