Κύπριος άγιος, αναφερόμενος και ως επίσκοπος Τριμιθούντος. Μνημονεύεται στο «Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως» μαζί με τον Νέστορα, στις 7 Μαρτίου: Ἀρκαδίου καί Νέστορος ἐπισκόπων Τριμιθοῦντος τῆς Κύπρου.
Στον Λαυρεωτικόν Κώδικα (Ι, 70), ο Αρκάδιος κι ο Νέστωρ (ή Νεστόριος) συνεορτάζονται στις 7 Μαρτίου από την Ανατολική και την Δυτική Εκκλησία. Στον Κώδικα αναφέρεται ότι ο Αρκάδιος κι ο Νέστωρ, «οὗτοι οἱ καλοί καί θεοφόροι ποιμένες τῆς πόλεως Τριμιθοῦντος ἐπίσκοποι ἐν αὐτῇ γεγόνασιν. Καί κατείδωλον εὑρόντες τήν αὐτήν νῆσον Κύπρον καί εἲδωλα σεβομένην καί ἕτερα ξόανα ἂψυχα πλεῖστα, τόν Χριστόν Θεόν ἀληθῆ ἐκήρυττον, θαυματουργοῦντες παράδοξα καί σημεῖα καί τέρατα ἐπιδεικνόμενοι καί πολλούς ἀπό τῶν Ἑλλήνων ἐβάπτιζον... καί ἐν αὐτοῖς τοῖς πόνοις καί ἐξορίαις καί θλίψεσιν ἀνηκέστοις πρός Κύριον ἐξεδήμησαν».
Αδιευκρίνιστη κι απροσδιόριστη παραμένει η εποχή κατά την οποία ο Αρκάδιος κι ο Νέστωρ (διάδοχός του στην επισκοπική έδρα Τριμιθούντος) έζησαν κι άκμασαν. Όμως από την πιο πάνω αναφορά, σύμφωνα προς την οποία οι δυο αυτοί ιεράρχες βρήκαν την Κύπρο «κατείδωλον» και «είδωλα σεβομένην», δηλαδή ειδωλολατρική, συμπεραίνουμε ότι έζησαν κατά την πρώτη Χριστιανική περίοδο.