Φιλόσοφος, θεολόγος και συγγραφέας των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων. Ο Κλήμης, του οποίου το πλήρες όνομα ήταν Τίτος Φλάβιος Κλήμης, γεννήθηκε πιθανώς στην Αθήνα περί το 160 μ.Χ. και πέθανε το 215. Ονομάστηκε Αλεξανδρεύς γιατί το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αλεξάνδρεια. Γεννημένος «εθνικός» (=ειδωλολάτρης), ασπάσθηκε νωρίς τον Χριστιανισμό, χωρίς να παραμελήσει τη συστηματική μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας, από την οποία αγάπησε ιδιαίτερα τον πλατωνισμό και τον στωικισμό.
Στην Αλεξάνδρεια μαθήτευσε στο Χριστιανό φιλόσοφο Πάνταινο, τον οποίο διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Κατηχητικής Σχολής. Σ’ αυτήν είχε αργότερα κι ο ίδιος πολλούς μαθητές, ανάμεσα στους οποίους και τον Ωριγένη.
Εξαιτίας της φιλοσοφικής και θεολογικής του συγκρότησης, της ευρυμάθειας και της βαθιάς του σκέψης, ο Κλήμης αναδείχθηκε ένας από τους επιφανέστερους συγγραφείς της εποχής του. Έγραψε πολλά έργα, ανάμεσα στα οποία τα: Πρός Ἕλληνας Λόγος Προτρεπτικός, Παιδαγωγός, Στρωματεῖς, Κανών Ἐκκλησιαστικός και άλλα. Ο Προτρεπτικός αποτελεί επίθεση εναντίον της ειδωλολατρικής θρησκείας, ο Παιδαγωγός μια χριστιανική κατήχηση και οι Στρωματεῖς μια απόπειρα συμφιλίωσης της χριστιανικής πίστης με το λόγο της φιλοσοφίας.
Ο Κλήμης, με το συγγραφικό του έργο και τη φιλοσοφική του δράση, προσπάθησε να θέσει τη φιλοσοφία στην υπηρεσία του Χριστιανισμού, πιστεύοντας ότι πίστη και γνώση δεν είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Αντίθετα η γνώση φωτίζει τη συνείδηση του Χριστιανού και την προετοιμάζει να δεχθεί τη χριστιανική διδασκαλία.
Στην προσπάθειά του να ελέγξει τους «εθνικούς» για τις μυθολογικές τους δοξασίες, τις δεισιδαιμονίες τους, τις αισχρές τους τελετές, τις ανθρωποθυσίες και γενικά την πίστη τους στα είδωλα, προβαίνει συχνά σε πολυάριθμες αναφορές στον αρχαίο ειδωλολατρικό κόσμο. Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται και οι πολλές αναφορές του σε μυθικά και ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα σχετικά με την Κύπρο.
Γράφοντας για το μεγάλο βασιλιά και αρχιερέα της Κύπρου Κινύρα* αναφέρει τον μυθικό του πλούτο, που μαρτυρείται και από άλλες πηγές της Αρχαιότητας. Σχολιάζοντας το πάθος των αρχαίων θεαινών για ακολασία και πορνεία, γράφει για την Αφροδίτη ότι όταν η θεά αυτή έφυγε ντροπιασμένη από τον Όλυμπο εξαιτίας των σχέσεών της με τον Άρη, «έτρεξε στην αγκαλιά του Κινύρα» (Προτρ., 2,28), και αλλού την ονομάζει «φιλενάδα του Κινύρα». Για τον Κινύρα αναφέρει ακόμη ότι τόλμησε να μεταφέρει από τη νύχτα στην ημέρα τις οργιαστικές τελετές προς τιμήν της Αφροδίτης στην Πάφο (Προτρ., 2,12). Η πληροφορία αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τις μαρτυρίες άλλων συγγραφέων και σχολιαστών. Αντλώντας από τον Πτολεμαίο, γιο του Αγησάρχου, παραδίδει τη μαρτυρία ότι ο Κινύρας τάφηκε στο παφιακό ιερό της Αφροδίτης. Τον Κύπριο βασιλιά και αρχιερέα ο Κλήμης κατατάσσει επίσης ανάμεσα στους χρησμολόγους.
Στον Προτρεπτικό (4,51) κάνει λόγο και για τον παλαιότερο μυθικό βασιλιά της Πάφου Πυγμαλίωνα. Παίρνοντας την πληροφορία από το Περί Κύπρου έργο του Φιλοστέφανου* γράφει ότι ο Πυγμαλίων ερωτεύθηκε ελεφάντινο άγαλμα της Αφροδίτης με τόσο σφοδρό πάθος, ώστε ήρθε σε ερωτική σχέση μ’ αυτό. Σε άλλο έργο του (Στρωματεῖς, 1,16) ο Κλήμης καταγράφει την πληροφορία ότι οι πρώτοι που βρήκαν τον σίδηρο στην Κύπρο ήσαν οι Ιδαίοι Δάκτυλοι Κέλμις και Δαμναμενεύς. Απευθυνόμενος στους ειδωλολάτρες (Προτρ. 2,12-13) αναφέρεται στη λατρεία της Αφροδίτης στην Πάφο, τις σχετικές οργιαστικές τελετές και τα σύμβολα που χρησιμοποιούνταν σ' αυτές. Η μύηση στη λατρεία της αρχαίας θεάς, γράφει ο Κλήμης, ήταν στην πραγματικότητα μύηση στην τέχνη της πορνείας: «Οι τελετές αυτές είναι γεμάτες απάτη. Όταν το αποδείξω, μιλώντας φανερά για τα κρυφά αυτά μυστήρια, όσοι είστε μυημένοι θα γελάσετε μ’ αυτά τα παραμύθια, που ξεδιάντροπα τιμάτε, νομίζοντας πως είναι πράγματα αληθινά. Κοιτάξτε από ποια ασελγή γεννητικά όργανα [=τα κομμένα όργανα του Ουρανού] γεννήθηκε η Κυπρογέννητη Αφροδίτη. Κι επειδή ακριβώς γεννήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο μέσα στο αλμυρό θαλασσινό νερό, στις τελετές της προσφέρεται στους μυημένους ένας σβώλος αλατιού και ένα ομοίωμα του ανδρικού οργάνου. Και όσοι μυούνται εισφέρουν στην Αφροδίτη ένα νόμισμα όπως οι εραστές στις πόρνες».
Ο Κλήμης διασώζει επίσης δυο φράσεις - ρητά σχετικές με την «Κύπριν». Στις αναφορές αυτές η λέξη «Κύπρις» σημαίνει την ερωτική πράξη, που την προστατεύει η θεά. Η μια φράση, γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος (είναι γλυκειά η αγάπη της Κύπριδος [ο έρωτας] που γίνεται στα κλεφτά), είναι παρμένη από τον Πίνδαρο, ενώ η άλλη περιέχει άποψη των Καρποκρατιανών, οπαδών φιλοσοφικής αίρεσης της εποχής του, ἐν πλησμονῇ ἡ Κύπρις (τα ερωτικά έργα έρχονται ύστερα από το χορταστικό φαγητό).
Σχετικά με την αρχαία θρησκεία στην Κύπρο, ο Κλήμης αναφέρει επίσης ότι στο νησί ο Ζευς λατρευόταν και ως Ζευς Τιμωρός (παράλληλα προς τη λατρεία και του Διός Μειλιχίου, που μαρτυρείται από άλλες πηγές).
Πολλές είναι επίσης οι αναφορές του Κλήμη σε Κυπρίους συγγραφείς της Αρχαιότητας και στα έργα τους. Γράφοντας για τα Κύπρια Ἔπη* διασώζει δυο στίχους που αναφέρονται στον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, ενώ αλλού, αναφέροντας ως ποιητή του έργου τον Στασίνο*, παραθέτει τον στίχο: νήπιος ὅς πατέρα κτείνων, παίδας καταλείπει (είναι ανόητος όποιος, σκοτώνοντας τον πατέρα, αφήνει ζωντανά τα παιδιά του).
Λόγω της ιδιαίτερης αγάπης του προς τη στωική φιλοσοφία, ο Κλήμης κάνει συχνές αναφορές στον Κύπριο φιλόσοφο Ζήνωνα* τον Κιτιέα και τις φιλοσοφικές του απόψεις. Ο Ζήνων, λέγει ο Κλήμης, ήταν μαθητής του Κράτητος και δάσκαλος του Κλεάνθη, ο οποίος τον διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Στωικής Σχολής. Αναφέρει λόγους κωμικών ποιητών της εποχής του που παρέχουν πληροφορίες για τη φιλοσοφία του Ζήνωνος και τη σατιρίζουν, θέλοντας να τονίσει το βάθος της στωικής φιλοσοφίας, γράφει ότι μερικά έργα του Ζήνωνος οι στωικοί φιλόσοφοι επέτρεπαν στους μαθητές τους να τα διαβάζουν μόνο αν αποδείκνυαν προηγουμένως ότι φιλοσοφούσαν γνησίως.
Μερικές από τις απόψεις του Ζήνωνος που αναφέρει ο Κλήμης είναι οι ακόλουθες: Ο Ζήνων, παίρνοντας την ιδέα από τον Πλάτωνα, υποστήριζε ότι όλοι οι αγαθοί είναι φίλοι μεταξύ τους. Θέλοντας να τονίσει ότι η ισχυρότερη απόδειξη είναι η αυτοψία, έλεγε ότι θα προτιμούσε να δει έναν Ινδό να ψήνεται στη φωτιά, παρά να πληροφορηθεί θεωρητικά όλες τις αποδείξεις περί ανθρωπίνου πόνου. Ο Κλήμης, επικροτεί την άποψη αυτή του Ζήνωνος. Ενώ άλλοι συγγραφείς (Διογένης Λαέρτιος, Κικέρων, Φίλων Ιουδαίος) αποδίδουν στον Ζήνωνα το φιλοσοφικό δόγμα ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν (να ζει κάποιος σύμφωνα με τη φύση του) ως σκοπό της ανθρώπινης ζωής, ο Κλήμης το αποδίδει στον μαθητή του Ζήνωνος Κλεάνθη. Διασώζει επίσης ο Κλήμης το συλλογισμό του Ζήνωνος, με τον οποίο ο Κύπριος φιλόσοφος αποδείκνυε ότι δεν πρέπει να κτίζονται ναοί στους θεούς ούτε να κατασκευάζονται αγάλματά τους: «γιατί κανένα κατασκεύασμα κτιστών ή τεχνιτών δεν είναι άξιο των θεών, ούτε άγιο, ούτε άξιο μεγάλου σεβασμού» (Στρωματ., 5,12). Τέλος, στο έργο του Παιδαγωγός (3,11), περιγράφει την εικόνα του τέλειου νέου, όπως τον αντιλαμβανόταν και τον σκιαγραφούσε ο Ζήνων: ποια πρέπει να είναι η εμφάνισή του, οι κινήσεις του, οι τρόποι της ομιλίας του και οι συναναστροφές του.
Τρεις άλλοι Κύπριοι συγγραφείς, τους οποίους αναφέρει ο Κλήμης, είναι ο Κλέαρχος* ο Σολεύς, ο Νικάνωρ* ο Κύπριος και ο Άριστος* ο Σαλαμίνιος. Για τον Κλέαρχο κάνει απλή αναφορά ονομάζοντάς τον «περιπατητικό φιλόσοφο και μαθητή του Αριστοτέλη». Για τον Νικάνορα, φιλόσοφο του 4ου/3ου αιώνα π.Χ., γράφει ότι, αν και άθεος ειδωλολάτρης, ανήκει στους αρχαίους εκείνους φιλοσόφους που είδαν καθαρότερα από τους άλλους ανθρώπους την πλάνη για τους θεούς των Ελλήνων ˙ ανήκει σ’ εκείνους που υποπτεύθηκαν την πλάνη, έστω κι αν δεν είχαν γνωρίσει την ίδια την αλήθεια περί Θεού. Τον Άριστο τον Σαλαμίνιο αναφέρει ως συγγραφέα που έγραψε για τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ως πηγή για έναν μεταγενέστερο, τον γραμματικό Αλέξαρχο.
Τέλος, σε έξι μέρη του έργου του Στρωματεῖς, ο Κλήμης ασχολείται εκτενώς με την «Επιστολή» του Αποστόλου Βαρνάβα, η οποία από τον 3ο αιώνα μ.Χ. κρίθηκε νόθος και απορρίφθηκε από την Εκκλησία. Την επιστολή αυτή, απευθυνόμενη σε ανώνυμη χριστιανική κοινότητα, ο Κλήμης θεωρούσε γνήσια και πολλές φορές χρησιμοποίησε χωρία της προς ενίσχυση της δικής του θεολογικής επιχειρηματολογίας.