Κλεάνθους Κώστας

Αδελφέ μου Οσμάν (αποσπάσματα)

ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ ΟΣΜΑΝ (αποσπάσματα)

 

...Στη δουλειά, στο χωράφι μαζί και στ' αμπέλι

με βροχή με χιονιά, στο καυτό το λιοπύρι

με τον ίδρωτα τρώγαμε οι δυο το καρβέλι

στο μικρό τ' αργαστήρι.

 

Μα τον κάματο αλάφραινε Οσμάν τρυφερά

ή πατρίδα, αγάπης αστείρευτη βρύση

πού μας γέμιζε πίστη μαζί και φτερά

και μ' ελπίδες μελίσσι.

 

Με μια πίστη χωρίζαμε Οσμάν κάθε βράδυ

πως ο ήλιος για μας πιο λαμπρός θ' ανατείλει

και χανόμαστε ασήμαντοι μέσ' το σκοτάδι

μα μεγάλοι σαν φίλοι.

 

Μα χυμήξαν οι γύπες μια μέρα, κοπάδι

και μας διώξαν μακριά και παντέρημ ' η γη μας

έχει μείνει χωρίς των χεριών μας το χάδι

και χωρίς τη στοργή μας.

 

Μέσ ' τους κάμπους τ' αλέτρια απόμειναν τώρα

μοναχά, σκελετοί του χαμένου ονείρου

που η μανία το γκρέμισε κάτου κι η μπόρα

του πολέμου του στείρου.

 

Κι έχουν τώρα Οσμάν τις καρδιές μας μολύνει

με την έχθρα, τα μίση, κι η οχιά η διχόνοια

το νησί κατατρώει και σβήν' η γαλήνη

που στεριώσαμε χρόνια.

 

Κώστας Κλεάνθους