Λόγω της απαγόρευσης των ΄Αγγλων η συμμετοχή των Κύπριων εθελοντών στη Μικρασιατική Εκστρατεία δεν ήταν αριθμητικά μεγάλη. Η Κύπρος αρκέστηκε περισσότερο σε υλική βοήθεια.
Η Μικρασιατική καταστροφή που σήμανε στην πράξη την τραγική κατάρρευση του Μεγαλοϊδεατισμού, κυρίαρχου στοιχείου στην κυπριακή ενωτική ιδεολογία, συντάραξε την Κύπρο λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας και της εκρίζωσης του Ελληνισμού από τις πανάρχαιές του κοιτίδες, στα απέναντι παράλια του νησιού. Από αριθμητικής πλευράς, η κυπριακή συμμετοχή στη Μικρασιατική εκστρατεία ήταν σχετικά μικρή, με βασική αιτία την αυστηρή απαγόρευση της τοπικής κυβέρνησης (παρότι η Βρετανία ήταν σύμμαχος της Ελλάδας), που απέτρεψε μαζική έξοδο εθελοντών από το νησί, το καλοκαίρι του 1920 (επί κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου), τον Μάρτιο του 1921, αλλά και την υστάτη ώρα, τον Μάιο του 1922.
» Βλέπε λήμμα: Μικρά Ασία και Κύπρος
Διάταγμα των Βρετανών
Στην πρώτη περίπτωση, είχε προκληθεί παγκύπριος συναγερμός και στους σχετικούς καταλόγους είχαν γραφεί, μέχρι τον Ιούλιο του 1920, 10.000 εθελοντές. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η προσφορά δεκάδων Κυπρίων γυναικών ως νοσοκόμων. Τον Μάιο του 1922, όταν έγιναν προσπάθειες για την αποστολή κυπριακού εθελοντικού σώματος για ενίσχυση της Μικρασιατικής Άμυνας, διάταγμα του Αρμοστή που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης απαγόρευε την στρατολογίαν διά στρατιωτικήν και ναυτικήν υπηρεσίαν οιουδήποτε κράτους. Πάντως, παρά τα βρετανικά προσκόμματα, μερικές εκατοντάδες Κυπρίων εθελοντών (κυρίως παλαιοί στρατιώτες των Βαλκανικών πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου) πήραν μέρος στον Μικρασιατικό πόλεμο. Η σχετική έρευνα έχει εντοπίσει και καταγράψει τα ονόματα 145 Κυπρίων εθελοντών: 30 από αυτούς έχασαν τη ζωή τους σε διάφορες μάχες του πολέμου, ενώ άλλοι 22 τραυματίστηκαν. Αντίθετα, στη Μικρασία ήταν διακριτή η παρουσία Κυπρίων αξιωματικών του ελληνικού στρατού, αποφοίτων της Σχολής Ευελπίδων ή παλαιών υπαξιωματικών:
Ο υπίατρος Ιωάννης Μαρσέλλος, από τη Λάρνακα, που είχε πάρει μέρος και στην εκστρατεία στην Ουκρανία, το 1919, σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1922, κατά την ελληνική υποχώρηση, στη μάχη του Αλή Βεράν.
Ο επίλαρχος Ιωάννης Τσαγγαρίδης, από τη Λάπηθο της επαρχίας Κερύνειας, διακρίθηκε ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις της Προύσας ως επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού και τον Αύγουστο του 1921 τραυματίστηκε σοβαρά στην πολύνεκρη μάχη του Καλέ-Γκρότο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Άγκυρα.
Από τους νεότερους αξιωματικούς, τους πρώτους Κύπριους που είχαν εισαχθεί στη Σχολή Ευελπίδων στη δεκαετία του 1910, ξεχώρισαν ο υπολοχαγός Μενέλαος Παντελίδης, από την Αμμόχωστο (αργότερα πρώτος αρχηγός του στρατού της Κυπριακής Δημοκρατίας) και ο ανθυπολοχαγός Γεώργιος Γρίβας, από το Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου, ο κατοπινός στρατιωτικός αρχηγός της ΕΟΚΑ.
Βοήθεια
Στη διάρκεια του Μικρασιατικού πολέμου, η απαγόρευση αποστολής εθελοντών περιόρισε την κυπριακή συμπαράσταση σε υλικούς τρόπους βοήθειας, που εκδηλώθηκε με συχνούς εράνους που οργάνωναν η Εκκλησία και διάφοροι Σύλλογοι και Λέσχες σε όλη την Κύπρο. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η κυπριακή βοήθεια προς τους Μικρασιάτες πρόσφυγες υπήρξε μεγάλη και όσοι από αυτούς βρέθηκαν στην Κύπρο, κατανεμήθηκαν αναλογικά στις πόλεις που ανέλαβαν τη φιλοξενία και τη συντήρησή τους για πολλούς μήνες. Μετά την άφιξη των πρώτων εκατοντάδων Μικρασιατών, η ενδεχόμενη εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Ελλήνων προσφύγων ανησύχησε τη βρετανική διοίκηση, που εμπόδισε τη μαζική είσοδο στην Κύπρο, επιτρέποντας την αποβίβαση μόνον όσων είχαν κυπριακή καταγωγή, των Βρετανών υπηκόων και των Αρμενίων. Τον Οκτώβριο του 1922 για να επιτραπεί η είσοδος στην Κύπρο 500 προσφύγων που έφθασαν σε άθλια κατάσταση από τις απέναντι ακτές, η κυβέρνηση απαίτησε από τον Αρχιεπίσκοπο ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό, ως εγγύηση για «τη μη δημιουργία επεισοδίων» και στη συνέχεια απαγορεύτηκαν οριστικά οι αφίξεις. Παρά τις σφοδρές διαμαρτυρίες η απόφαση αυτή παρέμεινε αμετάκλητη, αφού κατά την τοπική κυβέρνηση οι Έλληνες πρόσφυγες έπρεπε να ζητήσουν καταφύγιο στην Ελλάδα. Συνολικά, μέχρι τα τέλη του 1922 είχαν αποβιβαστεί στην Κύπρο 2400 Μικρασιάτες πρόσφυγες: 200 Βρετανοί υπήκοοι, 800 Κύπριοι, 500 Αρμένιοι και 900 Έλληνες, μη κυπριακής καταγωγής.
Πηγές: