Η κλάππα ήταν απλή ξύλινη κατασκευή, από καμπυλωμένο κομμάτι ξύλου, που ετοποθετείτο στα πόδια των ζώων (βοδιών, γαϊδάρων, χοίρων κ.α.) για να μη μπορούν να πηδούν τις περιφράξεις και να δραπετεύουν ή να εισέρχονται σε ξένες περιουσίες. Η λέξη προέρχεται, πιθανώς, από την αρχ. κλάπη.
Το υποκοριστικό της κλάππας, που είναι το κλαππίν, σημαίνει μικρό μαντάλι ή μοχλό που στερεώνει τα παράθυρα των σπιτιών.
Από τη λέξη κλάππα προέρχεται και το ρήμα κλαππώνω, που σημαίνει δένω τα πόδια, αλλά και βάζω τρικλοποδιά. Εκείνος που βάζει κλάππαν λέγεται κλαππούρης.