Παραδοσιακά παιχνίδια ονομάζονται τα παιχνίδια που έπαιζαν οι παλαιότεροι και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά με προφορική περιγραφή ή επίδειξη των μεγαλύτερων προς τους μικρότερους. Τα παραδοσιακά παιχνίδια είναι κυρίως ομαδικά και παίζονταν έξω στη φύση στις αλάνες, στα γήπεδα και γενικά σε όλους του ανοικτούς χώρους. Αποτελούν μέρος της πολιτισμικής κληρονομιάς της Κύπρου, όπως και τα άλλα παρόμοια κληροδοτήματα, δηλαδή τα παραμύθια, τα τραγούδια, οι παροιμίες κ.τ.ό. Η δραστηριοποίηση με τα παραδοσιακά παιχνίδια και αθλήματα στην Κύπρο παρατηρείται έντονα την περίοδο του Πάσχα όταν οι χωριανοί μαζεύονται στις πλατείες για να παίξουν ή να παρακολουθήσουν παιχνίδια.
Βλέπε λήμμα: Πάσχα- Λαμπρή και Απόκριες
Αβκά – αβκά πουλώ τα: Τα παιδιά κάθονται στο πάτωμα και φτιάχνουν ένα κύκλο. Ένα παιδί μένει εκτός του κύκλου και κρατά στο χέρι του ένα μαντήλι, δεμένο κόμπο. Αρχίζει να γυρίζει γύρω γύρω από τα παιδιά, τα οποία του τραγουδούν «Αυκά – αυκά πουλώ τα, του θκειου μου του Κολόκα που κάμνει κολοκούθκια τζαι τρων τα κοπελλούδκια ούδκια, ούδκια κοπελλούδκια». Το παιδί που κρατά το μαντήλι συγχρόνως γυρίζει και περίπου με το τέλος του τραγουδιού αφήνει το μαντήλι πίσω από κάποιο παιδί. Μόλις το παιδί που κάθεται αντιληφθεί ότι το μαντήλι είναι πίσω του , σηκώνεται και αρχίζει να κυνηγά το άλλο παιδί. Αν το πιάσει , πριν το παιδί προλάβει να καθίσει στη θέση που είναι κενή , τότε αυτό το παιδί κάθεται στο κέντρο του κύκλου και είναι το «κολοκούι». Αν δεν το πιάσει και προλάβει να κάτσει στην κενή θέση, τότε το άλλο παιδί θα γυρίσει γύρω γύρω και η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι να παίξουν όλα τα παιδιά.
Αντρές, Αντρίν ή Αντρέζι: Παίζεται από δυο παιδιά. Σχημάτιζαν στο έδαφος ένα τετράγωνο. Ένωναν με ευθείες τα μέσα των πλευρών και τις γωνιές. Το κάθε παιδί είχε τα δικά του πετραδάκια διαφορετικού χρώματος από του άλλου παιδιού. Το ένα παιδί τοποθετούσε μια πέτρα σε όποιο σημείο της τομής ήθελε. Το ίδιο έκανε και το άλλο. Εξακολουθούσαν έτσι ώσπου να βάλουν και τις τρεις πέτρες τους. Ύστερα άρχιζαν με πολλή παρατηρητικότητα και σκέψη να μετακινούν μια το ένα και μια το άλλο τις πέτρες τους. Όποιο τα κατάφερνε πρώτο να φέρει τις πέτρες στην ίδια ευθεία κέρδιζε.
Αυγουλλοδρομίες: Οι παίχτες τρέχουν μια ορισμένη διαδρομή κρατώντας με το στόμα τους ένα κουτάλι στο οποίο τοποθετείται ένα (ψημένο) αυγό. Σκοπός είναι να φτάσουν στο τέρμα χωρίς να πέσει κάτω το αυγό.
Αππήησεν ο Κάμηλος: Οι παίχτες χωρίζονται σε δυο ομάδες των πέντε έως εφτά μελών. Ένας επιπλέον παίχτης αναλαμβάνει να διαδραματίσει, εκτός ομάδων, το σταθερό θεμέλιο του παιχνιδιού. Γίνεται κλήρωση μεταξύ των ομάδων για να κατανεμηθούν αρχικά οι δυο ρόλοι, του κάμηλου και του καμηλάρη. Ο παίχτης-θεμέλιο ακουμπά με την πλάτη σε σταθερό σημείο (τοίχο, στύλο κ.τ.ό.), με το κορμί του σε αμβλεία γωνία, με τρόπο που να μη γλιστρά, ή απλά κάθεται σε μια καρέκλα. Οι παίχτες της ομάδας που κληρώθηκε για καμηλάρης έρχονται και σχηματίζουν μια ράχη μπροστά από τον παίχτη-θεμέλιο. Δηλαδή, ο πρώτος ακουμπώντας το κεφάλι του στην κοιλιά του θεμέλιου σχηματίζει με το σώμα του ορθή γωνία με διεσταλμένα τα σκέλη του, ενώ με τα χέρια του κρατά γερά τη μέση του θεμέλιου, ο δεύτερος τοποθετεί το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλη του πρώτου και σχηματίζει επίσης ορθή γωνία και μεγάλο διασκελισμό, ενώ κρατιέται γερά αγκαλιάζοντας τα σκέλη του προηγούμενου, το ίδιο κάνουν και όλα τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Όταν σχηματιστεί και στερεωθεί ο καμηλάρης, τα μέλη της ομάδας του κάμηλου παίρνουν σειρά και με μεγάλα άλματα σκαρφαλώνουν στη ράχη του καμηλάρη αγκαλιάζοντας το σώμα του συμπαίχτη πάνω στον οποίο βρέθηκαν. Κάθε παίχτης οφείλει να παραμείνει εντελώς ακίνητος στο σημείο που σκαρφάλωσε. Δε δικαιούται να βελτιώσει με οποιοδήποτε τρόπο τη θέση του. Πρέπει, εξάλλου, να φροντίσουν να χωρέσουν όλοι. Για λόγους στρατηγικής μπορούν να συμφωνήσουν να σκαρφαλώσουν πολύ πυκνά ή πολύ αραιά, ανάλογα με τα αδύνατα σημεία του καμηλάρη. Όταν σκαρφαλώσει και ο τελευταίος μετρούν σε ρυθμό δευτερολέπτων ίσαμε το δέκα και κατεβαίνουν. Τα μέλη της ομάδας του καμηλάρη δικαιούνται να κινούν το σώμα τους, όχι όμως και να μετακινούν τα πόδια τους από την αρχική θέση που παίρνουν. Αν η ομάδα του καμηλάρη αντέξει το σκαρφάλωμα των άλλων στη ράχη που σχημάτισε και δε διαλυθεί και δε σωριαστεί κάτω, οπότε υποχρεούται να παραμείνει καμηλάρης, έχει πιθανότητα −εφόσον χάσει η καμήλα− να νικήσει και να μετατραπεί σε καμήλα, οπότε το παιχνίδι υποχρεωτικά επαναλαμβάνεται. Για να γίνει, όμως καμηλάρης η ομάδα που ήταν καμήλα, πρέπει ολόκληρη ή κάποιο μέλος της να πέσει από τη ράχη κατά τη διάρκεια του σκαρφαλώματος ή στα δέκα δευτερόλεπτα του μετρήματος. Αν με το πέρασμα και των δέκα δευτερολέπτων η καμήλα βρίσκεται ακόμα σκαρφαλωμένη, ο καμηλάρης θεωρείται ότι εξέπνευσε.
Βάτραχος: Για αυτό το παιχνίδι σχεδιάζεται ένας βάτραχος στο έδαφος και μπροστά από το βάτραχο σχεδιάζεται μια γραμμή. Το παιχνίδι αυτό παίζεται μόνο από άνδρες τόσο από ελεύθερους όσο και από παντρεμένους. Οι διαγωνιζόμενοι κάθονται σε στάση βατράχου και ένας-ένας από το σημείο της γραμμής κάνει το σάλτο του βατράχου. Εκείνος που θα καταφέρει να πάει πιο μακριά αναδεικνύεται και ο νικητής.
Βασιλιτζιά τζαι μυριτζιά: Πρόκειται για ένα θεαματικό και πολύ διασκεδαστικό παιγνίδι. Όσοι παίχτες μαζευτούν χωρίζονται σε δυο ισάριθμες ομάδες. Η καθεμιά μπορεί να περιλαμβάνει από δύο μέχρι δέκα παίχτες. Γίνεται κλήρωση για το ποια ομάδα θα αναλάβει το ρόλο της "βασιλιτζιάς", δηλαδή τα μέλη της θα "καβαλλικέψουν" στις πλάτες των μελών της άλλης. Ο ένας ανεβαίνει στην πλάτη του άλλου και ανυψώνοντας τα δάκτυλα του λέει: «Βάσιλιτζιά, τζιαι μετα πόσα της...». Ο άλλος που είναι από κάτω χωρίς να βλέπει πρέπε να μαντέψει πόσα είναι τα ανοικτά δάκτυλα. Αν η απάντηση είναι σωστή, τότε αλλάζουν θέσεις, αλλιώς συνεχίζουν μέχρι να δοθεί η σωστή απάντηση.
Γαουροδρομίες: Τα γαϊδούρια με τους αναβάτες τους τρέχουν από το σημείο εκκίνησης μέχρι το καθορισμένο τέρμα. Όποιος φτάσει πρώτος στο τέρμα είναι και ο τελικός νικητής.
Γέμισμα της στάμνας: Στο παιχνίδι αυτό συμμετέχουν μόνο κοπέλες οι οποίες μαζεύονταν περίπου 50-70 μέτρα μακρυά από το κεντρικό σημείο που γέμιζαν νερό, κάποιος έδινε το σύνθημα για να τρέξουν να γεμίσουν τις στάμνες, όποια τη γέμιζε πρώτη και επέστρεφε πίσω αυτή έπαιρνε και το βραβείο.
Ο γούμενος: Παιχνίδι που παιζόταν από αγόρια. Περιέχει διάλογο, πράγμα σχετικά ασυνήθιστο. Η διεξαγωγή του δεν επιβάλλει οπωσδήποτε την ανταλλαγή φράσεων και ήταν πολύ συνηθισμένο στα πανηγύρια. Όσοι έχουν διάθεση να συμμετάσχουν στο παιχνίδι μαζεύονται και εκλέγουν το «γούμενο», δηλαδή τον αφέντη, τον άρχοντα, τον οποίο εγκαθιστούν σε ένα «θρονίν», δηλαδή ένα πεζούλι ή ένα κάθισμα. Κληρώνουν, μετά, το «γαούριν», έναν παίχτη που παίρνει θέση μπροστά στο «γούμενο», μισοκαθισμένος και με τα χέρια του ακουμπισμένα στα γόνατα του «γούμενου». Οι υπόλοιποι παίχτες στέκονται σε σειρά δίπλα. Πλησιάζει ο πρώτος και ανοίγει διάλογο με το «γούμενο»:
-Καλησπέρ’, αφέντη γούμενε.
-Καλώς τοσ στραόν τογ καμμούμενον, απαντά ο «γούμενος».
-Διάς μου το γαούρισ σου να πάω στομ μύλον;
-Διώ σου το, αμμά κλωτσά.
-Εμ πειράζει· εγιώ ’μαι καλός τζιαι μερώνω το.
-Ε το τζιά χαμαί, τζιαί πιας το!
Τότε ο παίχτης πηδά στην πλάτη του συμπαίχτη του που παριστάνει το γαϊδούρι του ηγούμενου και πηλαλά σαν να τρέχει καβάλα, ενώ με τα χέρια του υποκρίνεται ότι κρατά (στον αέρα) τα χαλινάρια. Το «γαούριν» προσπαθεί με απότομες κινήσεις να τον ρίξει κάτω, χωρίς, όμως, να ξεκολλήσει τα χέρια του από τα γόνατα του «γούμενου». Αν τα καταφέρει, ο αναβάτης θα πάρει τη θέση του «γαουρκού» και το «γαούριν» θα μπει τελευταίος στη σειρά για να δοκιμάσει τις ικανότητές του ως αναβάτης. Αν η προσπάθεια δεν καρποφορήσει σε διάστημα που κατά την κρίση του «γούμενου» ήταν αρκετό για να αποδειχτεί η αδυναμία του, ο αναβάτης επιστρέφει στη σειρά και η διαδικασία επαναλαμβάνεται με τον επόμενο παίχτη.
Το παιχνίδι τελειώνει όταν ...βαρεθεί ο «γούμενος»!
Γυριλλίν: Το παιγνίδι αυτό αποβλέπει στο κέρδος και απευθύνεται σε αγόρια 9-12 χρόνων. Τα παιδιά σχηματίζουν στο έδαφος ένα κύκλο που τον λένε «γυριλλίν». Κάθε παίχτης πρέπει να τοποθετήσει στον κύκλο ένα δικό του αντικείμενο (π.χ. ένα μολύβι ή ένα ...κινητό τηλέφωνο), κατά προσέγγιση συμφωνημένης αξίας. Έξω από το «γυριλλίν», σε απόσταση μεγαλύτερη των 8 βημάτων, τοποθετούν μια πέτρα που τη λένε «σημάιν». Κάθε παιδί κρατά μια πέτρα πλακωτή (πλάκα) και αφού σχηματίσουν μια γραμμή που να απέχει από το «σημάιν» 8-10 βήματα, ρίχνουν όλα με τη σειρά την πλάκα τους προσπαθώντας να την πάρουν όσο πιο κοντά στο «σημάιν».
Αφού ρίξουν όλοι, παρατηρούν τις πλάκες τους και το παιδί που θα έχει καταφέρει να την ρίξει πιο κοντά στο «σημάιν» αποκτά το δικαίωμα να ανοίξει πρώτο τις ρίψεις προς το «γυριλλίν». Τα άλλα παιδιά ακολουθούν με τη σειρά εγγύτητας της πλάκας τους προς το «σημάιν».
Ρίχνουν, λοιπόν, την πλάκα τους ιστάμενοι πίσω από το «σημάιν», προς το «γυριλλίν» με σκοπό να περάσει η πλάκα μέσα από τον κύκλο και να παρασύρει έξω απ’ αυτόν κάποιο ή κάποια από τα αντικείμενα που τοποθετήθηκαν μέσα σ’ αυτόν. Ό,τι παρασυρθεί ανήκει πια στον τυχερό. Το μέγεθος του κύκλου και ο αριθμός των παιχτών καθορίζει και το βαθμό δυσκολίας του παιχνιδιού. Το παιχνίδι συνεχίζεται όσο υπάρχουν αντικείμενα στο «γυριλλίν».
Δακκαννούρα ή Αυκοτήρα: Αυτό το παιχνίδι παίζεται συνήθως τη νύχτα των Απόκρεων. Ο μεγαλύτερος, συνήθως ο παππούς πιάνει ένα ψημένο αυγό το περνά σε μια κλωστή και το κρεμάζει με ναι μακριά ράβδο από το ταβάνι. Αφού βάλει τα παιδιά να καθίσουν σε κύκλο πλησιάζει το αυγό στο στόμα του καθενός από τα παιδιά, τα οποία προσπαθούν να το δαγκώσουν χωρίς να το αγγίξουν με τα χέρια τους. Παλιότερα άλειφαν το αυγό και με ξινόγαλα. Οι αποτυχίες των παιδιών και το αλείψιμο με γάλα ήταν συνεχές και έτσι όλοι γελούσαν με την καρδιά τους.
Διτζιήμιν: Είναι ένα παιχνίδι για τους πιο δυνατούς άντρες του χωριού, που με τη σημερινή ορολογία θα μπορούσε να αντιστοιχεί στο αγώνισμα «της άρσης βαρών», και παίζονταν στο προαύλιο της εκκλησίας στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές και πανηγύρεις. Το «διτζιήμιν» ( από το αρχ. Δοκίμιον<δοκιμάζω = μέτρο δοκιμασίας της σωματικής δύναμης του καθενός που συμμετείχε στο παιχνίδι) ήταν μια μεγάλη πέτρα, βάρους 100 περίπου οκάδων, που προερχόταν ή από τον ποταμό ή από τα θραύσματα παλιάς μυλόπετρας , η οποία βρισκόταν ακουμπισμένη συνήθως στην αυλή της εκκλησιάς και χωρούσε στην αγκαλιά ενός γεροδεμένου άντρα. Στο παιχνίδι έπαιρναν μέρος όσοι ήθελαν. Κάθε παίχτης, ανάλογα με τη σειρά που θα κληρωνόταν, καλείτο να σηκώσει στην αγκαλιά του αυτή την πέτρα και κρατώντας την να κάνει όσα βήματα μπορούσε. Όποιος μετακινούσε την πέτρα μακρύτερα ήταν και ο νικητής του παιχνιδιού. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου αρκετά ρωμαλέοι άντρες σήκωναν το διτζιήμιν μέχρι το στήθος τους, το φόρτωναν στους ώμους τους και το έριχναν προς τα πίσω. Απ’ αυτή την κίνηση προήλθε η λαϊκή φράση «έσυρέν το του νώμου του».
Πρώτη ελιά: Είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι μικρής παρέας φίλων. Παίζεται συνήθως από εφήβους ή πολύ νεαρά άτομα. Στην αρχή ρίχνεται κλήρος για να βρεθεί ο "άτυχος" που θα αναλάβει το ρόλο της "ελιάς". Το παιδί που έχει κληρωθεί θα πρέπει να σκύψει κάθετα προς τη φορά της κίνησης για να πηδήσουν από πάνω του τα υπόλοιπα μέλη της παρέας με δεκαπέντε διαφορετικούς τρόπους! Τη θέση του θα πάρει ο παίχτης που τυχόν δε θα καταφέρει να εκτελέσει σωστά και με πλήρη ακρίβεια κάποιο άλμα.Όταν ο παίχτης που διαδραματίζει την ελιά απελευθερωθεί, πρέπει, πριν συνεχιστεί το παιχνίδι από το σημείο της αλλαγής, να εκτελέσει επιτυχώς όλα τα άλματα που πραγματοποίησαν οι άλλοι όσο αυτός ήταν ελιά. Αν κάπου αποτύχει, φυσικά ξαναγίνεται ελιά. Τα δεκαπέντε άλματα με τον τρόπο της εκτέλεσής τους είναι:
*Πρώτη ελιά (απλό άλμα πάνω από το σκυφτό συμπαίχτη με στήριξη των παλαμών των χεριών στην πλάτη του),
*Δεύτερη με τα κλωνιά (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι κατά την προσγείωση απαιτείται να σηκώσει ο παίχτης ψηλά και τα δυο του χέρια),
*Τρίτη τζ’ άλλη μια (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι ο παίχτης πρέπει μόλις προσγειωθεί να τρέξει χωρίς χρονοτριβή να ξαναμπεί στη σειρά του για το επόμενο άλμα),
*Τέταρτη καθιστή (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι ο παίχτης πρέπει καθώς κατεβαίνει να καθίσει ελαφρά στο πλευρό του σκυφτού),
*Πέμπτη τζ’ άντζιστη (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι ο παίχτης πρέπει να πάρει πολλή φόρα, έτσι που να περάσει χωρίς να ακουμπήσει σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος του σκυφτού, πέρα από την πλάτη με τις παλάμες του),
*Έκτη, κλωτσιά του Νικολή (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι ο παίχτης πρέπει καθώς κατεβαίνει να δώσει κλωτσιά με το πόδι του στους μηρούς του σκυφτού),
*Στρατιωτάκια (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι ο παίχτης πρέπει να πάρει πολλή φόρα, έτσι που να προσγειωθεί και να ακινητοποιηθεί αρκετά μακριά από το σκυφτό, ώστε να αφήσει περιθώριο να προσγειωθούν πίσω του όλοι οι επόμενοι),
*Αεροπλανάκια (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι ο παίχτης πρέπει να πάρει πολλή φόρα, έτσι που καθώς περνά πάνω από το σκυφτό να σηκώσει τη λεκάνη και τα σκέλη του, ώστε προς στιγμή να οριζοντιωθεί ο κορμός του),
*Μια ππάλα (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι ο παίχτης, αντί να ακουμπήσει με την παλάμη του δεξιού του χεριού στην πλάτη του σκυφτού, τον κτυπά με το πλευρό της στο αντίστοιχο σημείο),
*Θκιο ππάλες (άλμα όμοιο με το προηγούμενο με τη διαφορά ότι το κτύπημα γίνεται και με τα δυο χέρια ταυτοχρόνως),
*Μια ζυμωτή (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι ο παίχτης, αντί να ακουμπήσει με την παλάμη του δεξιού του χεριού στην πλάτη του σκυφτού, κλείνει τη γροθιά του και την κυλά στο αντίστοιχο σημείο σαν να ζυμώνει),
*Θκιο ζυμωτές (άλμα όμοιο με το προηγούμενο με τη διαφορά ότι το κύλισμα γίνεται και με τα δυο χέρια),
*Φούρνος (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι ο παίχτης, καθώς περνά πάνω από το σκυφτό, σηκώνει από την πλάτη του το δεξί του χέρι και παριστάνει πως σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπό του),
*Αγαλματάκια (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι ο παίχτης μόλις προσγειωθεί ακινητοποιείται ωσότου πηδήσουν όλοι οι συμπαίχτες του, στην οποιαδήποτε κατάσταση βρέθηκε όταν πάτησε στο έδαφος),
*Τι ώρα είναι κύριε Νίκο; (άλμα όμοιο με το πρώτο με τη διαφορά ότι ο παίχτης μόλις προσγειωθεί φωνάζει δυνατά τον επόμενο αριθμό εκείνου που είχε φωνάξει ο αμέσως προηγούμενος: ο πρώτος που περνά φωνάζει όποιον αριθμό θέλει από το ένα ίσαμε το πέντε).
Ζίζυρος με καπέλο: Το παιχνίδι παίζονταν από δυο παιδιά. Το ένα στεκόταν όρθιο βάζοντας την παλάμη του αριστερού χεριού του ανοιχτή στη δεξιά πλευρά του προσώπου του έτσι ώστε να κρύβει εντελώς το δεξί του μάτι και να μη βλέπει ό,τι ερχόταν από τα δεξιά ή από πίσω του. Το άλλο παιδί στέκονταν πίσω του και χτυπούσε με την παλάμη του δεξιού ή αριστερού του χεριού την παλάμη του συμπαίχτη του. Έπειτα εμφανιζόταν μπροστά από το πρώτο παιδί λέγοντας τη φράση «μπιζζζζζ!!!! ποιο χέρι σε χτύπησε;» και καλούσε το συμπαίχτη του να μαντέψει με ποιο χέρι τον χτύπησε, το δεξί ή το αριστερό. Αν το έβρισκε άλλαζαν ρόλους τους. Αν όχι, το πρώτο παιδί εξακολουθεί να δέχεται τα χτυπήματα για δεύτερη ή και τρίτη φορά και το παιχνίδι συνεχίζεται. Το παιχνίδι παραδίδεται και με άλλες παραλλαγές σε άλλα χωριά της Κύπρου.
Ζίζυρος: Ένας παίχτης στέκεται όρθιος με την αριστερή παλάμη ανοικτή κάτω από τη δεξιά μασχάλι καιμε το δεξί χέρι καλύπτει με την παλάμη το δεξί μάτι για να μη βλέπει πίσω. Οι άλλοι είναι πίσω του σε μικρή απόσταση και ένας από όλους τον κτυπά στην αριστερή παλάμη. Μετά το κτύπημα γυρίζει αμέσως πίσω με σκοπό να μαντέψει ποιός τον κτύπησε. Τότε όλοι μαζί για να τον παραπλανήσουν σηκώνουν το δεξί τους δείκτη κάνοντας τον γνωστό ήχο του ζίζυρου ζζζζζζζζ.... Αν τον βρει κάθεται στη θέση του διαφορετικά συνεχίζει το ίδιο μέχρι να τον βρει.
Καττόμουγια ή Τυφλόμυγα: Η τυφλόμυγα παίζεται από δύο παιδιά και πάνω. Στην αρχή όλοι τραβάνε έναν κλήρο για να δούνε ποιος θα τα φυλάει. Αυτός κλείνει τα μάτια του με ένα μαντήλι ώστε να μη βλέπει και οι υπόλοιποι τον περιφέρουν σε διάφορες κατευθύνσεις ώστε να χάσει τον προσανατολισμό του. Εντωμεταξύ τα παιδιά την ώρα που τον περιφέρουν αλλάζουν τη θέση που είχαν στην αρχή δηλαδή πριν κλείσει τα μάτια του. Μετά τον αφήνουν στο μέσο περίπου του χώρου που παίζουν και αρχίζουν να τον χτυπούν με το μαντηλάκι τους το οποίο από προηγουμένως έχουν δέσει κόμπο . ΄Όποιο παιδί πιάσει πρέπει να βρει πως το λένε δηλαδή ποιο είναι. Αν το αναγνωρίσει τότε αυτό το παιδί κάνει τη τυφλόμυγα. Και έτσι αυτό συνεχίζεται, μέχρι να παίξουν όλα τα παιδιά.
Καμίνι: Διασκεδαστικό παιχνίδι μεγάλης παρέας αγοριών. Δοκιμάζεται η ετοιμότητα, η αντοχή, η ευελιξία και η ταχύτητα.
Οι παίχτες οργανώνονται σε δυο ισάριθμες και κατά το δυνατό ισοδύναμες ομάδες των οκτώ έως δώδεκα μελών. Κάθε ομάδα εκλέγει το «φύλακά» της, και ρίχνουν κλήρο ποια θα διαδραματίσει πρώτη το ρόλο του «καμινιού».
Τα αγόρια της ομάδας που κληρώθηκε για «καμίνι» στέκουν το ένα δίπλα στο άλλο σε μακρά ευθεία, πιασμένα γερά από τα μπράτσα. Ο «φύλακας» της ομάδας, κρατώντας ένα κοντό (70 εκ.) σχοινί πηγαινοέρχεται πίσω από τη γραμμή της ομάδας του επιδιώκοντας να εμποδίσει τα μέλη της άλλης ομάδας να πραγματοποιήσουν το δικό τους στόχο.
Η δεύτερη ομάδα στέκει μπουλούκι δέκα μέτρα πιο πίσω. Τα μέλη της (εκτός του «φύλακα») αποβλέπουν να ξεγελάσουν το «φύλακα» του «καμινιού» και να καβαλήσουν στη ράχη οποιουδήποτε αγοριού από την άλλη ομάδα. Μόνο, όμως δυο μέλη της μπορούν συγχρόνως να προσπαθούν.
Ο «φύλακας» δικαιούται να συλλάβει όποιον παίχτη βρίσκεται στη διαδικασία της προσπάθειας. Δεν μπορεί να συλλάβει παίχτη που βρίσκεται στο μπουλούκι, ούτε παίχτη που είναι καβαλημένος στο «καμίνι». Η σύλληψη βεβαιώνεται με κτύπημα του παίχτη με το σχοινί. Παίχτης που καβάλησε και έπεσε από τη ράχη δικαιούται να ξαναπροσπαθήσει, αλλά κατά την προσπάθεια ο «φύλακας» μπορεί να τον συλλάβει.
Σύλληψη παίχτη της δεύτερης ομάδας συνιστά λόγο αλλαγής θέσης των δύο ομάδων.
Νικήτρια αναδείχνετε η ομάδα που όλα τα μέλη της θα βρεθούν "καβαλημένα" συγχρόνως στις ράχες των μελών της άλλης ομάδας.
Κοκκαλίν: Τα παιδιά παίζουν με ένα μικρό κόκαλο το οποίο παίρνουν από το κάτω μέρος του ποδιού του κατσικιού ή του προβάτου που σφαζόταν για τις ανάγκες τις οικογένειας. Κάθε μέρος του κόκαλου αυτού είχε και μια ονομασία. Βασιλιάς, βεζίρης, ψωμάς, κλέφτης, γάιδαρος. Τα παιδιά κάθονται καταγής γύρω γύρω και ρίχνουν το κοκκαλίν με τη σειρά. Ανάλογα με την πλευρά που φέρνει κάθε παιδί, πρέπει να κάνει κάτι. Γεια παράδειγμα αν έρεθι η πλευρά του βεζίρη παίρνει μια βέργα και εκτελεί τις διαταγές του βασιλιά αυτού δηλαδή που φέρνει ρίχνοντας το κόκαλο την πλευρά που είχε την ονομασία βασιλιάς. Αν ένα παιδί φέρει την πλευρά του ψωμά τότε δεν κάνει τίποτα. Αν φέρει την πλευρά του κλέφτη , τότε τιμωρείται με ραβδισμούς από το βεζίρη, κατόπιν σχετικής διαταγής του βασιλιά. Αν ένα παιδί ρίξει το κοκκαλίν από την πλευρά του γάιδαρου, έπρεπε να γκαρίσει. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να βαρεθούν τα παιδιά.
Κολοκυθιά: Οι παίχτες δοκιμάζονται στην ετοιμότητα, προσοχή, μνήμη, ενώ η αφηρημάδα τους τιμωρείται. Παίζεται από μικρούς και μεγάλους, κυρίως κατά ανιαρές τις νύχτες του καλοκαιριού. Ο αριθμός των παιχτών είναι απεριόριστος, και όσο πιο πολλοί είναι, τόσο πιο καλά παίζεται και αποκτά ενδιαφέρον το παιχνίδι. Όσοι παίρνουν μέρος στο παιχνίδι κάθονται μαζεμένοι σ’ ένα μέρος, όχι κατ’ ανάγκη κυκλικά, και παίρνουν όλοι από ένα αύξοντα αριθμό, από το 1 και εξής.
Κάποιος από την παρέα εκλέγεται για «κολοκυθιά», και κάθεται χωριστά από τους άλλους. Το παιχνίδι ξεκινά όταν η «κολοκυθιά» λέει:
«Εγέννησε η κολοκυθιά μου και έκαμε (π.χ.) τρία κολοκούθκια», έχοντας υπόψη ότι πρέπει να αναφέρει έναν αριθμό στο πλαίσιο που καταλαμβάνει η αρίθμηση των παιχτών.
Τότε εκείνος που έχει τον αριθμό που εκφωνήθηκε (στο παράδειγμα το 3), είναι υποχρεωμένος να αντιδράσει ρωτώντας:
«Και γιατί το τρία;»
«Αμέ πόσα;» ρωτά η «κολοκυθιά».
«Ας κάμει (π.χ.) πέντε», λέει εκείνος, παραπέμποντας σε συμπαίχτη του.
Τότε ο παίχτης που άκουσε τον αριθμό του πρέπει να πάρει το λόγο με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή
«Και γιατί το πέντε;»
«Αμέ πόσα;» τον ρωτά η «κολοκυθιά».
«Ας κάμει (π.χ.) οκτώ», λέει εκείνος.
Τότε πάλι ο παίχτης που άκουσε τον αριθμό του πρέπει να πάρει το λόγο με τον ίδιο τρόπο, και το παιχνίδι συνεχίζεται.
Κερδίζει εκείνος που θα απομείνει τελευταίος.
Κουρουπάτσιν: Το κουρουπάτσιν είναι ένα παιγνίδι το οποίο έχει τις ρίζες του στο χωριό Αναρίτα της Πάφου. Από τα πολύ παλιά χρόνια σ’ αυτό το χωριό οι γυναίκες όλων των ηλικιών, θεωρώντας το έναν πολύτιμο θησαυρό από την προγονική τους κληρονομιά, μαζεύονταν και έπαιζαν τις μέρες των γιορτών αυτό το παιγνίδι που χάριζε άφθονο γέλιο, τόσο στους θεατές όσο και στις παίχτριές του.
Το παιχνίδι παίζεται σε ανοιχτό χώρο με αυστηρά καθορισμένα όρια, ανάλογο με τον αριθμό των παιχτριών που συμμετέχουν (10 τ.μ. για κάθε παίχτρια είναι ικανοποιητική αναλογία).
Οι παίχτριες, 7,15,19,23,25... πάντα όμως σε μονό αριθμό, τρέχουν (απαγορεύεται να βαδίζουν) ελεύθερα μέσα στον καθορισμένο χώρο διαγράφοντας η καθεμιά ξεχωριστή διαδρομή μέχρι να εμφανιστεί η «κουρουπάτσενα».
Η παίχτρια αυτή, επιπλέον του αριθμού, έχει κληρωθεί εξαρχής και έχει εφοδιαστεί με το «κουρουπάτσιν», ένα «βρουλλίν» κατασκευασμένο από χοντρές λωρίδες υφασμάτων που στη μια του άκρη έχει σχηματιστεί μικρός κόμπος.
Με την εμφάνιση της κουρουπάτσενας οι παίχτριες, ενώ συνεχίζουν να τρέχουν, δημιουργούν ζευγάρια και ακολούθως μαζεύονται σε κύκλο που περιστρέφεται συνεχώς, αγκαλιασμένες και βλέποντας προς τα μέσα.
Η παίχτρια που φυσιολογικά περισσεύει -αφού ο αριθμός τους είναι μονός- μένει εκτεθειμένη στο κυνηγητό της κουρουπάτσενας που επιδιώκει να την κτυπήσει με το κουρουπάτσιν. Η κουρουπάτσενα δε δικαιούται να κυνηγήσει παίχτρια που έχει ζευγαρώσει. Αν τα καταφέρει να κτυπήσει την περισσευούμενη, αυτή παίρνει τη θέση της και το παιγνίδι ξαναρχίζει. Όμως, άν η παίχτρια κατορθώσει να μπει στον κύκλο που σχηματίζουν οι άλλες ζευγαρωμένες παίχτριες, γλιτώνει και το παιγνίδι ξαναρχίζει με την ίδια κουρουπάτσενα. Οι παίχτριες του κύκλου άλλοτε μπορούν να διευκολύνουν και άλλοτε να δυσκολεύουν την περισσευούμενη που θα προσπαθήσει να εισχωρήσει στον κύκλο, ανάλογα με τις διαθέσεις του κάθε ζευγαριού. Έτσι ή αλλιώς, όμως, σε κάθε επόμενο παιγνίδι απαγορεύεται να ζευγαρώσουν οι ίδιες με το προηγούμενο παίχτριες.
Εφόσον το παιγνίδι διαρκέσει, νικήτρια αναδεικνύεται εκείνη από τις παίχτριες που δε θα γίνει ποτέ κουρουπάτσενα.
Λιγκρίν: Είναι ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι που παίζεται από δύο ή περισσότερα άτομα, αρκετά διασκεδαστικό, κυρίως όσον αφορούσε την τιμωρία που επιβάλλονταν στους ηττημένους. Πήρε το όνομά του από το «λιγκρίν», που ήταν το κύριο μέσο με το οποίο παιζόταν το παιχνίδι. Παίρνει ένα κομμάτι γερό ξύλο, μήκους 30 εκατοστών και διαμέτρου 2-3 εκατ. και το τοποθετεί από τις άκρες του πάνω σε δυο ισοϋψείς πέτρες, ύψους 25 περίπου εκατοστών, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους 20 εκατοστά. Το ξύλο ονομάζεται λιγκρίν και οι πέτρες νήσκια, από τη νησκιά, δηλαδή την εστία, τον τόπο που άναβαν φωτιά στις αυλές των σπιτιών για να μαγειρέψουν το φαγητό και η οποία ήταν κατά την παράδοση το κέντρο της οικογενειακής εστίας. Στη συνέχεια οι διαγωνιζόμενοι μπαίνουν σε μια σειρά κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους ή κλήρου για το ποιος θα μπει πρώτος, δεύτερος κ.ο.κ. Έτσι άρχιζε το παιχνίδι από τον πρώτο που έβαζε τη λίγκρα κάτω από το λιγκρί και με ένα, όσο γινόταν πιο δυνατό κτύπημα, προσπαθούσε να πετάξει το λιγκρί όσο πιο μακριά μπορούσε. Όσο ακόμα το λιγκρίν βρισκόταν στον αέρα και πριν πέσει στο έδαφος, είχε το δικαίωμα να το στείλει πιο μακριά, αν μάλιστα τα κατάφερνε με ένα δεύτερο χτύπημα να το προωθήσει μακρύτερα. Αφού πια το λιγκρίν έπεφτε στο έδαφος μπορούσε ο παίχτης με ένα ακόμη χτύπημα στη μια του άκρη να το ξανασηκώσει στον αέρα και μ’ ένα δεύτερο χτύπημα να το στείλει ακόμα πιο μακριά, λέγοντας μάλιστα τη λέξη μιάτσας (δηλ. μια φορά). Όταν πάλι έπεφτε το λιγκρίν στο έδαφος είχε το δικαίωμα να το σηκώσει ακόμα μια φορά από το έδαφος λέγοντας τη λέξη θκιότσας (δηλ. δυο φορές) και ακόμα μια τρίτη με την ίδια διαδικασία λέγοντας τη λέξη τρίτσας. Στόχος ήταν να διώξει το λιγκρίν όσο πιο μακριά μπορούσε από την εστία. Μετά ακολουθούσε ο επόμενος παίχτης, μετά ο μεθεπόμενος κοκ. Τελικός νικητής ήταν αυτός που έστελνε το λιγκρίν όσο το δυνατόν πιο μακριά από την εστία.
Μαείραινα: Κατεξοχήν διασκεδαστικό παιχνίδι κοριτσιών. Η παρέα των κοριτσιών, όχι περισσότερες από δέκα, στέκουν σε κύκλο διαμέτρου σχεδόν τριών μέτρων με πρόσωπο προς τα μέσα. Στο κέντρο γράφεται στο δάπεδο κύκλος με διάμετρο ένα μέτρο. Η πιο μεγαλόσωμη προχωρά στο κέντρο του γραμμένου κύκλου και γίνεται η «μαείραινα». Οι κοπέλλες όλες μαζί την ρωτούν «Εν έτοιμον το φαϊν μαείραινα;». Αν αυτή διαπιστώνει ότι δεν ελέγχει την κατάσταση στον κύκλο των κοριτσιών απαντά «Όι» και το ερώτημα επαναλαμβάνεται όσες φορές δοθεί η αρνητική απάντηση. Εννοείται ότι αρνητική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί από τη μαείραινα περισσότερες από τρεις συνεχόμενες φορές.
Όταν οι μαείραινα διαπιστώσει ότι ελέγχει την κατάσταση, δηλαδή πιστεύει ότι θα μπορέσει να αντιδράσει αποτρεπτικά στην απόπειρα που θα κάμουν οι κοπέλλες του κύκλου, απαντά «Ναι». Τότε οι παίχτριες πραγματοποιούν, κατά κύματα των δυο-τριών το πολύ, την απόπειρα να της …"κλέψουν" το φαϊ, δηλαδή να την ακουμπήσουν συμβολικά με την παλάμη τους, και να απομακρυνθούν στην αρχική θέση τους στον κύκλο των κοριτσιών, χωρίς να προλάβει η μαείραινα να τις μπατσίσει. Αν κάποια το κατορθώσει, τότε δικαιούται το ρόλο της μαείραινας και παίρνει τη ζηλευτή θέση της στο κέντρο, οπότε το παιχνίδι συνεχίζεται υπό νέαν διεύθυνση! Αν φάει τον μπάτσο παραμένει …πεινασμένη και ξαναπροσπαθεί! Φυσικά, η μαείραινα μπορεί να κινηθεί μόνο στο χώρο που της επιτρέπει ο γραμμένος κύκλος.
Όμως, για να αντέχει η μαείραινα τις επιθέσεις, η έφοδος διακόπτεται υποχρεωτικά όταν αυτή το αποφασίσει, οπότε φωνάζει «Εκάηκεν το φαΐν». Αυτό το πλεονέκτημα μπορεί μια μαείραινα να το χρησιμοποιήσει μόνο τρεις φορές στη διάρκεια της θητείας της στο …μαειρκό, γιαυτό και μια καλή μαείραινα το χρησιμοποιεί με πολλή φειδώ και μόνο σε περίπτωση …έσχατης ανάγκης.
Το παιγνίδι αυτό διαρκεί όσο υπάρχει …χρόνος για φάγωμα, διάθεση για γέλιο στους παίχτες και τους θεατές και, οπωσδήποτε, πρόσωπα που δεν έχουν ανάψει από τους μπάτσους.
Μακριά Γαϊδούρα: Οι παίχτες χωρίζονται σε δύο ομάδες. Ο αρχηγός της πρώτης ομάδας στέκεται με την πλάτη στον τοίχο και κρατάει από τους ώμους έναν παίχτη της ομάδας του, ο οποίος είναι σκυμμένος με το πρόσωπο προς τον αρχηγό. Οι υπόλοιποι παίχτες της ομάδας κάθονται σκυμμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο, πίσω από τον πρώτο παίχτη, και κρατιούνται γερά από τη μέση. Ο αρχηγός της άλλης ομάδας παίρνει φόρα και πηδάει καβαλικευτά όλη την ομάδα, προσπαθώντας να κάτσει όσο το δυνατόν πιο κοντά στον αρχηγό, έτσι ώστε να υπάρχει χώρος για όλους τους παίχτες της ομάδας του. Οι υπόλοιποι παίχτες κάνουν το ίδιο. Αν χωρέσουν όλοι και κανένας δεν ακουμπήσει το πόδι του κάτω, όσο είναι καθισμένοι στην πλάτη της άλλης ομάδας, τότε κερδίζουν. Μετά το παιχνίδι επαναλαμβάνεται με την άλλη ομάδα να κάνει τη “γαϊδούρα”.
Μαντήλι: Δέκα έως δεκαπέντε παιδιά κάθονται σε κύκλο κατά γης, με το πρόσωπο προς το εσωτερικό του κύκλου. Ένα παιδί, ο «αυκατζής», κρατά ένα μαντήλι με κόμπο στη μια άκρη, και κάνει συνεχώς το γύρο του κύκλου επαναλαμβάνοντας τη φράση «Εγιώ τ’ αυκά ’γοράζω τα, κάθουμαι ξιπουλιάζω τα, πουλώ τα, πουλώ τα του θκειού μου του Κολόκα που κάμνει κολοκούθκια που τρων τα κοπελλούθκια τζιαί κάμνουν κολοκούθκια».
Όποτε το αποφασίσει ρίχνει κρυφά το μαντήλι πίσω από κάποιο παιδί, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από μισό μέτρο. Τα παιδιά που κάθονται ψάχνουν διαρκώς με τα χέρια τους να βρουν το μαντήλι που ενδεχομένως έχει αφεθεί πίσω τους· δεν επιτρέπεται να σρέψουν πίσω το κεφάλι τους.
Όταν κάποιο παιδί ανακαλύψει πίσω του το μαντήλι, το αρπάζει και καταδιώκει τον «αυκατζή» γύρω από τον κύκλο. Αν καταφέρει να τον κτυπήσει με το μαντήλι τον βγάζει από το παιγνίδι, ο κύκλος στενεύει και γίνεται αυτός «αυκατζής». Αν δεν τον προλάβει, και προφτάσει να καθίσει στο κενό που άφησε το παιδί που τον κυνήγησε, παραμένει στο παιγνίδι στη θέση του καινούριου «αυκατζή».
Για να γίνεται το παιχνίδι πιο διασκεδαστικό -ιδίως γι’ αυτούς που το παρακολουθούν- ο εκάστοτε «αυκατζής» προσποιείται ότι δεν αποφασίζει να αφήσει το μαντήλι, έτσι που τα παιδιά του κύκλου, και ιδίως το θύμα, να παραμένουν αμέριμνοι. Με έξυπνους χειρισμούς το παιχνίδι μπορεί να διαρκέσει πολλή ώρα.
Μέλισσα: Πρόκειται για ένα διασκεδαστικό παιχνίδι με ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Οι παίχτες έχουν την ευκαιρία να ασκηθούν στην ετοιμότητα και τη συνεργασία. Στο παιχνίδι αυτό λαμβάνουν μέρος μέχρι 30 παιδιά, αγόρια και κορίτσια που χωρίζονται σε δυο ισάριθμες και κατά το δυνατό ισοδύναμες ομάδες. Για να επιτευχθεί αυτό εκλέγονται πρώτα οι δυο αρχηγοί των ομάδων. Αυτοί στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο, «τάσσουν» για το ποιος θα ξεκινήσει πρώτος, και μετά ξεκινούν να καλούν εναλλάξ ο καθένας στην ομάδα του ένα παίχτη. Διαδοχικά εντάσσονται όλα τα παιδιά και απαρτίζονται οι δυο ομάδες.
Τα παιδιά κάθε ομάδας ενώνουν τα χέρια τους («πιάννουν σιερκές»), και στέκουν αντικριστά, η μια ομάδα απέναντι στην άλλη, σε απόσταση 10 βημάτων.
Ο πρώτος αρχηγός φωνάζει: «Μέλισσα, μέλισσα!». Ο δεύτερος αρχηγός αποκρίνεται: «Ορίστε, τι θέλεις;». Αμέσως ο πρώτος αρχηγός δίνει εντολή φωναχτά σε ένα από τα μέλη της ομάδας του να γίνει μέλισσα. Το παιδί αυτό βγαίνει από τη θέση του και τρέχει με ορμή προς τον κλοιό της άλλης ομάδας, σε όποιο σημείο θέλει (προφανώς επιλέγει ένα κατά τη γνώμη του αδύνατο σημείο), προσπαθώντας να σπάσει την «αλυσίδα». Αν το πετύχει αυτό, δηλαδή αν διασπαστούν οι «σιερκές» στο σημείο που επέδραμε, δικαιούται να πάρει ως αιχμάλωτο της ομάδας του όποιο παίχτη από τους αντιπάλους θέλει, πλην του αρχηγού. Τον οδηγεί πίσω από τη δική του αλυσίδα και επανέρχεται στη θέση του μέσα στην ομάδα του. Αν δεν τα καταφέρει μένει αυτός αιχμάλωτος της ομάδας που άντεξε το ...κέντρισμά του.
Σειρά του δεύτερου αρχηγού, και το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι η μια ομάδα να αιχμαλωτίσει όλους τους παίχτες της άλλης, αφήνοντας μόνο του τον αρχηγό της. Αν οι ομάδες είναι πραγματικά ισοδύναμες, στην πολλή ώρα το παιχνίδι διακόπτεται και νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που κρατά τους περισσότερους αιχμαλώτους.
Μυλωνάς τζαι μυλωνού: Είναι ένα πολύ ευχάριστο παιγνίδι συντροφιάς, που προσφέρει πολύπλευρη εξάσκηση και χαρούμενη ψυχαγωγία. Οι παίχτες, εκτός από το άφθονο γέλιο, έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν την ευστροφία τους και την ετοιμότητά τους να ανταποκρίνονται με ταχύτητα και ακρίβεια στις προκλήσεις.
Οι παίχτες, αφού επιλέξουν αμοιβαία το σύντροφό τους (προτιμάται, η δυάδα να αποτελείται από ένα αγόρι και ένα κορίτσι), στέκονται σε κύκλο κατά ζευγάρια με πρόσωπο προς τα μέσα και αλληλοενημερώνονται για τα ονόματά τους. Ένα από τα ζευγάρια, αυτό συνήθως που οι άλλοι του αναγνωρίζουν τη μεγαλύτερη πείρα στο παιχνίδι, είναι ο μυλωνάς και η μυλωνού.
Ο μυλωνάς ανοίγει το παιχνίδι με μια αυτοσχέδια φράση όπως «Αλωνίζω, κοσσινίζω, το σιτάρι στο μύλο να πάει να το πάρει ο Παναής» ή «Θερίζω, αλωνίζω. Για να κάμω αλεύρι να φέρει το σιτάρι στο μύλο η Αντρούλλα» αναφέροντας, προφανώς, το όνομα κάποιου από τους υπόλοιπους παίχτες πλην της μυλωνούς, δηλαδή της δικής του συντρόφου.
Αμέσως το ταίρι, σύντροφος ή συντρόφισσα αυτού που αναφέρθηκε το όνομά του, πρέπει να σπεύσει να αποποιηθεί την αγγαρεία προβάλλοντας μια δικαιολογία και προτείνοντας κάποιον άλλον από τους παίχτες.Το ταίρι του παίχτη που αναφέρθηκε το όνομά του και αγγαρεύτηκε πρέπει πάλι να σπεύσει με τον ίδιο τρόπο να φορτώσει την αγγαρεία αλλού κ.ού.κ.
Αν ο παίχτης που πρέπει να απαντήσει κάθε φορά δεν αντιληφθεί ότι πρέπει να απαντήσει ή καθυστερήσει περισσότερο από 3 δευτερόλεπτα να ξεκινήσει να απαντά τιμωρείται αυτός και το ταίρι του με τιμωρία που επιβάλλουν με συμφωνία τους ο μυλωνάς, η μυλωνού και το ζευγάρι που προκάλεσε εκείνον που έχασε (π.χ. «Να αγκαλιαστείτε και να φιληθείτε» ή «Να βουρήσετε πέντε γυρούς γυρόν που τον κύκλο μας»).
Αν αυτός που χάνει είναι ο ίδιος ο μυλωνάς ή η μυλωνού, τότε παύονται από το αξίωμά τους. Τη θέση τους παίρνει το ζευγάρι που τους προκάλεσε και αρχίζει νέος γύρος του παιγνιδιού.
Ξεροπόταμος ή ποταμός: Είναι ένα ομαδικό παιγχνίδι χωρίς στοιχεία συναγωνισμού, χωρίς νικητές και ηττημένους. Μάλλον πρόκειται για παιγνίδι γυμναστικής με διασκεδαστικό περιεχόμενο. Παιζόταν κυρίως στα πανηγύρια. Όλα τα μέλη της παρέας μπαίνουν στη σειρά με μέτωπο προς τα έξω, απέχοντας δυο ώς τρία μέτρα μεταξύ τους. Σκύβουν, έτσι που το κορμί τους να σχηματίζει γωνία, στερεώνουν τα χέρια με τις παλάμες στα γόνατα και χαμηλώνουν όσο γίνεται το κεφάλι.
Όταν όλοι είναι έτοιμοι, ο τελευταίος σηκώνεται, τρέχει και πηδά με το κατάλληλο άλμα εφαλτηρίου πάνω από τους συμπαίχτες του μέχρι και τον τελευταίο. Αμέσως ξανασκύβει στην επόμενη θέση με τον ίδιο όπως στην αρχή τρόπο.
Στο μεταξύ ο δεύτερος, μόλις πηδήσει από πάνω του ο πρώτος, σηκώνεται και αυτός και πηδώντας πάνω από τους συμπαίχτες του τον ακολουθεί, πηδώντας τώρα αυτός και πάνω από τον προηγούμενο που έχει στο μεταξύ σκύψει, και σκύβει και αυτός παίρνοντας την κατάλληλη θέση. Εννοείται ότι η πορεία του «ξεροπόταμου» που σχηματίζεται από τους παίχτες ακολουθεί τη διαμόρφωση του χώρου μέσα στον οποίο οργανώνεται το παιγνίδι και είναι δυνατό σχηματίζοντας κύκλο να επανέρχεται στην πρώτη του …κοίτη. Φυσικά ο τρίτος ακολουθεί το δεύτερο, ο τέταρτος τον τρίτο κ.ού.κ. μέχρι να ξαναπηδήσει ο πρώτος, σε ατέρμονα σειρά.
Το παιχνίδι τελειώνει μόνο με πρωτοβουλία εκείνου που έχει σειρά να πηδήσει πάνω από τους άλλους. Αν αυτός παραιτηθεί από το …δικαίωμά του, το παιχνίδι ολοκληρώνεται, χωρίς, βέβαια να αποκλείεται η επανέναρξή του με ελλιπή ή νέα σύνθεση της παρέας.
Πεντόβολα: Το παιχνίδι αυτό παίζεται με πέντε βόλους ή πέτρες (πεντόβολα), σε διάφορα μέρη. Στην αρχή παίρνεις έναν βόλο ή πέτρα, τον πετάς στον αέρα, παίρνεις έναν βόλο από κάτω και πιάνεις και τον βόλο που είχες πετάξει στον αέρα πριν πέσει κάτω. Μετά αυτούς τους δύο που κρατάς, τους πετάς στον αέρα, παίρνεις έναν από κάτω και πιάνεις και τους άλλους δύο που είχες πετάξει στον αέρα. Έτσι συνεχίζεις ως τον πέμπτο βόλο. Στην συνέχεια υπάρχουν άλλοι πέντε γύροι με διαφορετικό όνομα ο καθένας. Τα πεντόβολα λέγονται και αλλιώς : πεντάλιθα.
Πουν’ το δαχτυλίδι: Στήνονται τα παιδιά σε σειρά. Κάποιο από τα παιδιά κρύβει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι, ψεύτικο ή αληθινό. Έπειτα προσπαθεί να αφήσει στα χέρια κάποιου από τα παιδιά που είναι στη σειρά το δαχτυλίδι, λέγοντας το τραγουδάκι:
Πουν’ το, πουν’ το
το δαχτυλίδι,
ψάξε, ψάξε
δεν θα το βρεις!
δεν θα το βρεις,
δεν θα το βρεις,
το δαχτυλίδι που ζητείς.
Το καθένα από τα παιδιά έχει μια ευκαιρία να μαντέψει ποιος έχει το δαχτυλίδι. Όποιος μαντέψει σωστά παίρνει το δαχτυλίδι και το ρίχνει στο επόμενο παιδί. Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο.
Σιύλλος τζιαι κόκκαλο: Οι παίκτες χωρίζονται σε δύο ομάδες με ίσο αριθμό παιχτών. Ένας άλλος κρατά το κουρουπάτσι (το κόκκαλο-μαντήλι) στην μέση του χώρου που είχε αποφασισθεί ότι θα γίνει το παιχνίδι. Αυτός που κρατά το μαντήλι δεν μετακινείται και φωνάζει ένα- ένα αριθμό. Στις δύο ομάδες ο κάθε παίχτης έχει τον αριθμό του. Ο σκοπός του κάθε παίχτη είναι, όταν ακούσει τον αριθμό του, να τρέξει για να πάρει το μαντήλι και να επιστρέψει πίσω από την γραμμή της ομάδας του, πριν προλάβει ο αντίπαλος του να το πάρει ή να τον αγγίξει, καθώς τρέχει με το κουρουπάτσι. Όποιος καταφέρει να πιάσει το μαντήλι κερδίζει βαθμό για την ομάδα του.
Σακκουλοδρομίες: Ο κάθε παίκτης παίρνει μια σακούλα και βάζει μέσα τα πόδια του. Κρατά τη σακούλα στο πάνω μέρος της και στέκεται μπροστά στη γραμμή αφετηρίας. Σκοπός είναι να φτάσεις πρώτος στη γραμμή τερματισμού πηδώντας μέσα στη σακούλα. Είναι πολύ εύκολο να χάσει κάποιος την ισορροπία του, αλλά το παιχνίδι προσφέρει πολλή διασκέδαση στους διαγωνιζόμενους και στο κοινό. Όταν δοθεί το σύνθημα, συνήθως με ένα σφύριγμα, αρχίζουν όλοι οι παίκτες να πηδάνε προς το τέρμα. Οι πρώτοι τρεις συνήθως διαγωνίζονται ξανά για να βγουν οι τρεις καλύτεροι από όλες τις διαδρομές. Το παιχνίδι αυτό μπορεί να διεξαχθεί με τουλάχιστον δυο παίκτες. Ο ιδανικός αριθμός διαγωνιζομένους είναι από δέκα έως δεκαπέντε. Οι περισσότεροι παίκτες αυξάνουν την αγωνία, τον ανταγωνισμό και κυρίως το κέφι.
Σκατούλλικα: Είναι ένα καθαρά διασκεδαστικό παιχνίδι χωρίς σχεδόν καθόλου ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Σ’ ένα κεντρικό σημείο του χωριού ή σε μια αλάνα μαζεύονταν τα παιδιά και οι φίλοι τους ή και όσοι είχαν διάθεση να διασκεδάσουν. Οι συμμετέχοντες έπαιρναν 8-10 πέτρες τα λεγόμενα σκατούλλικα, σχετικά επίπεδες, με μέγεθος μικρότερο από την παλάμη ενός ενήλικα, και τις τοποθετούσαν τη μια πάνω στην άλλη. Από την ομάδα των παιχτών επιλέγονταν ένας, με κλήρο ή με συμφωνία, ο λεγόμενος σκατάς που θα είχε ως έργο να φυλάει τις πέτρες, ώστε να διατηρούνται όρθιες κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ακολούθως, οι παίχτες, που δεν έπρεπε να ξεπερνούν τους δέκα, στέκονταν μπροστά στο σωρό από τις πέτρες, σε απόσταση πέντε με δέκα μέτρων, σε μια γραμμή, κρατώντας ο καθένας από μια πλάκα στο χέρι. Καθεμιά από αυτές τις πλάκες έπρεπε να έχει κάποια διακριτικά σημάδια, ώστε να ξεχωρίζει από την πλάκα του άλλου. Το παιχνίδι άρχιζε και καθένας ρίχνοντας τη δική του πλάκα επεδίωκε να διαλύσει το σωρό απ’ τις πέτρες. Έριχνε ο πρώτος και αν κατάφερνε να ρίξει κάτω όλες τις πέτρες ήταν ο νικητής. Αν έριχνε μόνο 3-4 και έμεναν κι άλλες ακόμα στο σωρό, αυτό σήμαινε αποτυχία. Έτσι ακολουθούσε ο επόμενος, ο μεθεπόμενος κοκ. Καθένας που έριχνε την πέτρα του έπρεπε να την αφήσει στο σημείο όπου έπεσε, για να τη μαζέψει μετά και να επιστρέψει στην γραμμή με τους υπόλοιπους παίκτες, περιμένοντας κάποιος από τους επόμενους να ρίξει κάτω όλες τις πέτρες. Όταν ένας από τους παίχτες ρίξει κάτω όλα τα σκατούλλικα, ο σκατάς έπρεπε γρήγορα να επανατοποθετήσει τις πέτρες τη μια πάνω στην άλλη κι αμέσως να τρέξει να συλλάβει κάποιον από τους παίχτες για να γίνει αυτός, «ο συλληφθείς», ο σκατάς για τον επόμενο γύρο. Εν τω μεταξύ, παίρνοντας ο καθένας την πλάκα του, οι παίχτες έτρεχαν κι απομακρύνονταν για να μην τους πιάσει ο σκατάς που τους κυνηγούσε με αγωνία. Αν ο σκατάς δεν κατάφερνε να συλλάβει κανέναν, τότε ήταν αναγκασμένος να διατηρήσει ο ίδιος τον ρόλο αυτόν και στον επόμενο γύρο. Στην περίπτωση που κανένας από τους παίχτες δεν κατόρθωνε να ρίξει κάτω τα σκατούλλικα, τότε οι παίχτες επιλέγουν άλλον νέο σκατά και το παιχνίδι συνεχίζεται προσφέροντας αρκετή διασκέδαση σε συμμετέχοντες και παρευρισκόμενους.
Σούσα: Στο παιχνίδι αυτό συμμετέχουν οι ελεύθεροι και οι ελεύθερες του χωριού ανά ζευγάρια. Μια κοπέλα κάθεται στη σούσα και ένας νέος κουνά τη σούσα και λέει τσιαττιστό. Υπάρχει επιτροπή που αναδεικνύει το καλύτερο τσιαττιστό.
Σκούπα ή σαρκά: Το παιχνίδι αυτό παίζεται τόσο από ελεύθερες όσο και από παντρεμένες κοπέλες με σκοπό να αναδείξει την καλύτερη νοικοκυρά. Γίνεται ένας κύκλος από τις κοπέλες και η πρώτη κοπέλα κρατάει μια σκούπα, όταν ξεκινήσει να παίζει η παραδοσιακή μουσική δίνουν γρήγορα η μία στη άλλη τη σκούπα μέχρις ότου σταματήσει να παίζει η μουσική. Τότε η κοπέλα που κρατάει την σκούπα χάνει και επαναλαμβάνεται το παιχνίδι μέχρι να μείνει η τελευταία κοπέλα στο κύκλο. Εκείνη που κερδίζει εκτός από το έπαθλο παίρνει και την σκούπα.
Πλάκα: Διασκεδαστικό ομαδικό παιχνίδι που παιζόταν από τους άντρες, και αναδείχνει την ευστοχία και τον αυτοέλεγχο του παίχτη.
Σε ανοιχτό, καθαρό γήπεδο καρφώνεται στο έδαφος ένα μεγάλο ξύλινο καρφί (π.χ. σκουπόξυλο), το «κηζί», που θα χρησιμεύσει ως σημάδι. Σε απόσταση δέκα μέτρων χαράσσεται στο έδαφος μια ευθεία γραμμή μήκους δύο μέτρων.
Πίσω από τη γραμμή, σε δυο σειρές, παρατάσσονται οι παίχτες χωρισμένοι σε δυό ισάριθμες ομάδες των 7-8 μελών. Από τη θέση ακριβώς πίσω από τη γραμμή ένας ένας οι παίχτες, εναλλάξ από κάθε ομάδα, ρίχνουν την «πλάκα» τους, δηλαδή σημαδεμένη επίπεδη πέτρα μεγέθους κάπως μικρότερου από τη παλάμη του άντρα, με σκοπό να φτάσει όσο πιο κοντά στο «κηζί».
Αφού ρίξουν οι δυο πρώτοι επιτρέπεται οι άλλοι παίχτες εκτός από του να προσπαθούν να προσεγγίσουν το «κηζί», να κτυπούν τις πλάκες των προηγούμενων παιχτών, ώστε των μεν αντιπάλων να τις απομακρύνουν από το «κηζί», των δε δικών να τις σπρώξουν κοντύτερα.
Όταν ολοκληρώσουν την προσπάθειά τους όλοι οι παίχτες, νικήτρια αναδείχνεται η ομάδα της οποίας θα βρεθεί πλάκα πλησιέστερα στο «κηζί». Η διαδικασία επαναλαμβάνεται σε πέντε γύρους και το βραβείο κερδίζει η ομάδα με τις περισσότερες νίκες
Ωραίος τρόπος να ρίχνει κανείς πέτρες και να εκτονώνεται από το άγχος και την ένταση χωρίς να ...παρεξηγείται!
Τριστέλλια: Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από τους νεαρούς την Κυριακή του Πάσχα, μετά τη Λιτή, και τη Δευτέρα της Λαμπρής στο χωριό Μαραθόβουνο. Οι παίχτες χωρίζονται σε δυο ή τρεις ομάδες των έξη ή οκτώ μελών. Τρεις ή τέσσερις νέοι από κάθε ομάδα τοποθετούνται κυκλικά με τα πρόσωπα γυρισμένα στο εσωτερικό του κύκλου, αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο, και κάθονται στα γόνατα.
Οι άλλοι τρεις ή τέσσερις παίχτες της ίδιας ομάδας ανεβαίνουν στους ώμους εκείνων που κάθονται στα γόνατα και πιάνουν κι αυτοί «σιερκές», όπως οι πρώτοι. Οι παίχτες που είναι από κάτω σηκώνονται σιγά σιγά, ενώ οι από πάνω προσπαθούν να κρατήσουν ισορροπία
Μόλις η ομάδα σηκωθεί, οι από κάτω περπατούν όπως μπορούν πιο ισορροπημένα, κάποιος πλάγια, κάποιος ανάποδα, αλλά με προσοχή ώστε να διατηρούνται σταθεροί οι όρθιοι. Το «τριστέλλι» μετακινείται και προχωρεί σε προκαθορισμένη διαδρομή που μπορεί να περιλαμβάνει και σκαλοπάτια ή άλλα εμπόδια.
Στόχος της κάθε ομάδας είναι φτάσει πρώτη στο τέρμα της διαδρομής χωρίς την παραμικρή πτώση. Αν πέσει έστω και ένας παίχτης από τους έξη ή οχτώ της ομάδας η ομάδα χάνει. Μια παραλλαγή στόχου δεν καθορίζει τέρμα, αλλά οι ομάδες εκτελούν κυκλική διαδρομή, οπότε νικά εκείνη της οποίας οι παίχτες θα παραμείνουν στις θέσεις του τελευταίοι. Αμοιβή για τους νικητές ήταν συνήθως ένα πασχαλινό τραπέζι από τους ηττημένους.
Σχοινί: Το παιχνίδι παίζεται με δύο ομάδες. Το σχοινί σημαδεύεται στη μέση και η κάθε ομάδα παίρνει μία άκρη του σχοινιού. Με το σύνθημα έναρξης του παιχνιδιού η κάθε ομάδα προσπαθεί να τραβήξει προς το μέρος της την άλλη ομάδα. Νικήτρια είναι η ομάδα που θα τραβήξει την άλλη ομάδα προς το μέρος της πέρα από ένα καθορισμένο σημείο.
Συτζιά: Το παιχνίδι αφορά κυρίως τα κορίτσια. Έδεναν ένα σχοινί στον κορμό ενός δέντρου με το ελεύθερο τμήμα του να έχει μήκος 1,5-2 μέτρα. Ένα από τα κορίτσια, κρατώντας, την άκρη του σχοινιού προσπαθούσε να ακουμπήσει κάποιο από τα υπόλοιπα. Οι υπόλοιπες παίκτριες προσπαθούσαν να ακουμπήσουν στην πλάτη το κορίτσι που τα «κυνηγούσε», πριν προλάβει εκείνο να τα ακουμπήσει. Έτσι συνεχιζόταν το παιχνίδι έως ότου το πρώτο κορίτσι να καταφέρει να ακουμπήσει κάποιο από την παρέα, οπότε αυτό θα έπαιρνε ύστερα τη θέση της και θα κυνηγούσε τα υπόλοιπα παιδιά. Θαυμάζει λοιπόν κανείς τον απλοϊκό τρόπο και τα πενιχρά μέσα με τα οποία τα παιδιά του χωριού διασκέδαζαν και έπαιζαν στις ελεύθερες ώρες τους.
Τρεις έντεκα τρείς δώδεκα: Οι παίκτες χωρίζονται σε δύο ομάδες και στην κάθε μια ορίζεται ένας αρχηγός. Ο αρχηγός κάθεται σε μία καρέκλα και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας σκύβουν μπροστά του, ο ένας πίσω από τον άλλο, με την πλάτη σε οριζόντια θέση. Πρέπει να κρατούν ο ένας τον άλλο από τα πόδια και να τοποθετήσουν το κεφάλι τους όσο πιο χαμηλά μπορούν. Οι παίκτες της δεύτερης ομάδας πηδούν όλοι με την σειρά και κάθονται στις πλάτες των αντιπάλων. Όταν όλοι καβαλικέψουν, ο αρχηγός λέει «τρεις έντεκα τρεις δώδεκα, τρεις πίττες τζαι λουκάνικα, αυκά, αυκά καθαριστά, στο καλάθι κρεμαστά αππίησεν ο κοτζινόκκαττος τζιαι εν άφησεν τον έναν», ενώ οι κάτω παίκτες προσπαθούν με διάφορες κινήσεις να ρίξουν τους αντιπάλους κάτω. Αν τα καταφέρουν αλλάζουν θέσεις, αν όχι, ο αρχηγός των καβαλάρηδων λέει «κίρκιλον κάτω», όλοι πηδούν κάτω και επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία.
Φαρατζής: Ο Φαρατζής, που επιλέγεται από την ομάδα, ορίζει σε κάποιον να σταθεί με τις παλάμες των χεριών του να στηρίζονται στα γόνατα του (και παριστάνει το άλογο) και ο ίδιος ο φαρατζής πηδά από πάνω του. Στο σημείο όπου προσγειώνεται, πάει και παίρνει την θέση του το άλογο. Οι υπόλοιποι παίκτες στέκονται πίσω από μια γραμμή και προσπαθούν να πηδήσουν πάνω από το άλογο, παίρνοντας φόρα. Η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι κάποιος να μην μπορεί να πηδήσει και εκείνος τότε παίρνει την θέση του αλόγου.
Χαλασμένο τηλέφωνο: Το χαλασμένο τηλέφωνο αποτελείται από μια ομάδα παιδιών που πρέπει να είναι πάνω από δύο. Τότε ο πρώτος από τη σειρά λέει γρήγορα μια δύσκολη λέξη στον διπλανό του. Μετά αυτός τη λέει στο αυτί του άλλου παιδιού κ.λ.π. Ο τελευταίος θα πει τη λέξη δυνατά και αν τη πει σωστά το πρώτο παιδί έχει κερδίσει.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
Κυπριακή Εθνική Επιτροπή ΟΥΝΕΣΚΟ
Παραδοσιακά παιγνίδια της Κύπρου
Βιβλιογραφία
Γιάγκου, Α., Νικολάου-Κονναρή, Α., Κωνσταντίνου, Κ., Ξενοφώντος Α. 2012. Από την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Κύπρου. Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών & Κυπριακή Εθνική Επιτροπή UNESCO.