Οι διακοινοτικές σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων κατά την
αποικιακή περίοδο ορίζεται από τις αντιπαραθετικές πολιτικές διεκδικήσεις των δύο Κοινοτήτων. Μία αντιπαράθεση η οποία έχει ως διακύβευμα το τελικό καθεστώς της νήσου και πιο συγκεκριμένα την ευόδωση ή όχι των προσπαθειών των Ελληνοκυπρίων για επίτευξη της
Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Εξυπαρχής το διακύβευμα για τους Τουρκοκύπριους υπήρξε η καταβαράθρωση της Ένωσης. Και επιπλέον, η αποτροπή κάθε πολιτικής ή συνταγματικής εξέλιξης που θα συνέβαλλε στην κατάργηση της κοινοτικής τους ύπαρξης και στη διολίσθηση τους σε καθεστώς μειονότητας. Οι Τουρκοκύπριοι αντιτάχθηκαν σε κάθε διευθέτηση η οποία θα εδραζόταν στην αρχή της βούλησης της πλειοψηφίας διεκδικώντας ισότιμο ρόλο και λόγο στις συζητήσεις για το μέλλον της Κύπρου.
Είναι, ως εκ τούτου, σημαντικό να επισημανθεί ότι είναι εξόχως προβληματικές οι ιστορικές προσεγγίσεις που ερμηνεύουν την αντιπαλότητα και εν τέλει τη διάρρηξη των διακοινοτικών σχέσεων υπό το πρίσμα, αποκλειστικά και μόνο, της βρετανικής πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε» και της αναθεωρητικής/επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας. Όπως προβληματική είναι και η ετεροχρονισμένη πρόταξη μιας ειδυλλιακής εικόνας των διακοινοτικών σχέσεων στην αποικιακή περίοδο η οποία επιχειρεί να υποβαθμίσει ή μάλλον να αποσιωπήσει τη διακοινοτική αντιπαλότητα, γύρω από την Ένωση, ως μια βασική αιτία που συνέβαλε στην εμφάνιση αλλά και στην ιστορική εξέλιξη του Κυπριακού Ζητήματος.
Στην πραγματικότητα οι αλληλοσυγκρουόμενες διεκδικήσεις των δύο Κοινοτήτων υπήρξαν ένας καθοριστικός παράγοντας που δεν επέτρεψε να αμβλυνθούν οι διακοινοτικοί διαχωρισμοί που είχαν κληρονομηθεί από την
οθωμανική περίοδο, καθώς και ο βασικότερος λόγος για να μην διαμορφωθούν συνθήκες «απρόσκοπτης» ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.
Οφείλουμε, αρχικά, να επισημάνουμε το αυτονόητο σε σχέση με την περίοδο έως το 1878. Ότι στην οθωμανική περίοδο οι κύπριοι – μουσουλμάνοι αποτελούσαν την κυρίαρχη εθνοθρησκευτική Κοινότητα και ότι η οθωμανική - κυπριακή κοινωνία ήταν μια κοινωνία με θεσμοθετημένες «εθνοτικές» διακρίσεις, με κυρίαρχους και υποτελείς.
Διολίσθηση
Όταν η εν λόγω εξουσιαστική διάρθρωση θα παύσει να ισχύει με την υπαγωγή του νησιού στη διοίκηση της βρετανικής αυτοκρατορίας η τ/κ Κοινότητα μετατρέπεται, εν μία νυκτί, από άρχουσα κοινότητα της Κύπρου σε υποτελές στοιχείο της νέας εξουσίας. Η κοινωνικοοικονομική και θεσμική διολίσθηση των Τουρκοκυπρίων υπήρξε, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, συνεχής με αποτέλεσμα να καταστούν, σταδιακά, μία μειονότητα με περιορισμένη επίδραση στο κυπριακό γίγνεσθαι. Στην ίδια περίοδο οι Ελληνοκύπριοι αποκτούν ηγεμονικό ρόλο σε οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο, κυριάρχησαν στις αιρετές αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης και αρχίζουν να διεκδικούν με αυτοπεποίθηση και δυναμισμό την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο φόβος της κοινοτικής περιθωριοποίησης άλλα και μίας αναπάντεχης εξέλιξης που θα οδηγούσε την Ένωση, όπως ήταν η βρετανική, προς την Ελλάδα, προσφορά του 1915, υποχρεώνει τους Τουρκοκυπρίους στην επιλογή της στρατηγικής συμπόρευσης με την αποικιακή εξουσία. Θέτοντας ως βασική στόχευση τη διατήρηση του status quo, ως την μόνη επιλογή που θα απέτρεπε την Ένωση και θα διασφάλιζε την κοινοτική τους υπόσταση στην Κύπρο. Οι Βρετανοί εργαλειοποίησαν συνειδητά τις υπαρξιακές ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων, τόσο για την αναχαίτηση της Ένωσης αλλά όσο και για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της αποικίας.
Οι μεταβολές στην Αν. Μεσόγειο, αρχές του 20ου αιώνα, καθιστούσαν την συμπόρευση των Τουρκοκυπρίων με την αποικιακή εξουσία μονόδρομο, αφού οι αναδυόμενοι
βαλκανικοί εθνικισμοί είχαν επιτείνει τη διαδικασία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Τουρκοκύπριοι βίωσαν κατά τρόπο τραυματικό και επώδυνο την εδαφική συρρίκνωση του «εθνικού κέντρου», με τις εξελίξεις, ειδικότερα, στο ελληνοτουρκικό μέτωπο να τροφοδοτούν κλίμα έντασης και αντιπαλότητας ανάμεσα στα μέλη των δύο Κοινοτήτων. Σε αυτό το περιβάλλον η προοπτική της Ένωσης υπέθαλπε τον υπαρξιακό φόβο ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους, δεδομένης της εμπειρίας των διώξεων που υπέστησαν άλλοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί σε περιοχές που προσαρτούσε το ελληνικό κράτος. Υπήρξαν, μάλιστα, μεμονωμένες περιπτώσεις όπου ο απόηχος της σύγκρουσης των «Μητέρων Πατρίδων» οδήγησε σε διακοινοτικά επεισόδια, με το κλίμα καχυποψίας να διαμορφώνει, συν το χρόνω, τετελεσμένα και επί του εδάφους. Από 346 που ήταν τα μεικτά χωριά το 1891, θα περιοριστούν σε 252 το 1931.
Η εξέλιξη αντανακλούσε τις διαχωριστικές δυναμικές που παρήγαν οι αντιπαραθετικές επιδιώξεις των δύο κοινοτήτων. Θα ήταν, ωστόσο, υπερβολικό να λεχθεί πως η ρήξη και η σύγκρουση υπήρξαν ο κανόνας στις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Στους εργασιακούς χώρους αλλά και σε οικονομικό επίπεδο δημιουργήθηκαν συνέργειες, ενώ οι ανθρώπινες σχέσεις παρέμειναν, κατά κανόνα, καλές ενόσω σε αυτές δεν υπεισέρχονται ζητήματα πολιτικής φύσεως, όπως ήταν η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση ή το ζήτημα της Ένωσης.
Λοζάνης Συνθήκη
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 30’ η τ/κ Κοινότητα είχε περιέλθει σε πλήρη μαρασμό με την πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων στο κοινωνικό περιθώριο. Το σκηνικό «απελπισίας» για την τ/κ ηγεσία συμπλήρωνε η δημογραφική της ανασφάλεια από τη συντριπτική ελληνοκυπριακή πληθυσμιακή υπεροχή, καθώς και η άνιση και ετεροχρονισμένη εισαγωγή της νεωτερικότητας, που αποτυπώθηκε με την οικονομική, κοινωνική και μορφωτική υστέρηση έναντι των Ελληνοκυπρίων. Στην εμπέδωση αυτής της πεποίθησης είχαν συμβάλει και οι πρόνοιες που περιλάμβανε η
Συνθήκη της Λοζάνης. Η Κύπρος γινόταν οριστικά βρετανική αποικία, οι Τουρκοκύπριοι αποκόπηκαν από την «Μητέρα Πατρίδα», ενώ η διέξοδος της μετανάστευσης στην Τουρκία, που τους παραχωρήθηκε στο πλαίσιο της Συνθήκης συνέβαλλε, ακόμη περισσότερο, στην δημογραφική τους αποψίλωση και στην διάβρωση της κοινοτικής τους υπόστασης.
Από την άλλη η προσπάθεια των Ελληνοκυπρίων για διασφάλιση της Ένωσης, λαμβάνει με το πέρας της
Παλμεροκρατίας και την έναρξη του
Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, περαιτέρω δυναμική. Η ε/κ κοινότητα θεωρούσε ότι, ως η κυρίαρχη πλειοψηφία, διέθετε πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση να διεκδικήσει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ωστόσο, αυτή η βαθιά εμπεδωμένη πεποίθηση συνέβαλε ώστε το ελληνοκυπριακό εθνικό κίνημα να συγκροτηθεί έχοντας ως δομική διάσταση την σχεδόν απόλυτη παραγνώριση της τ/κ παραμέτρου ως εν δυνάμει απειλής για τις ε/κ στοχεύσεις. Η αυτοπεποίθηση, μάλιστα, που προσέδιδε στους Ελληνοκυπρίους η πληθυσμιακή και οικονομική τους υπεροχή, συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας υπεροπτικής στάσης έναντι του σύνοικου στοιχείου και στην πλήρη απαξίωση της τουρκοκυπριακής «βούλησης».
Η εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων προβολή πολιτικών διεκδικήσεων ήταν αδιανόητη. Το αίτημα για διατήρηση του status quo ή ακόμη περισσότερο το τ/κ αίτημα για επάνοδο της Κύπρου στην Τουρκία στο ενδεχόμενο μιας μεταβολής του καθεστώτος του νησιού αντιμετώπιζε τον χλευασμό των Ελληνοκυπρίων. Η κυρίαρχη ε/κ «οπτική» αντικρύζει τους Τουρκοκυπρίους ως κοινωνικοί παρίες, οι οποίοι δεν θεωρούνται καν αυτόχθονες κάτοικοι της Κύπρου και επομένως δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν διεκδικήσεις για το μέλλον του νησιού. Οι Ελληνοκύπριοι πίστευαν ότι η εκπλήρωση των εθνικών τους οραματισμών ήταν νομοτελειακή που δεν μπορούσε να αποτρέψει καμιά αντίδραση, πόσο μάλλον η τουρκοκυπριακή. Αντίστοιχη ήταν και η «οπτική» της ε/κ Αριστεράς. Ριζωμένη κουλτούρα απαξίωσης, και ανεδαφικές απόπειρες να εμπλακούν οι μάζες των Τουρκοκυπρίων στον αγώνα για την Ένωση.
Η ελληνοκυπριακή ανάλυση υπήρξε κατά κανόνα επιφανειακή και αγνοούσε ή μάλλον αδιαφορούσε για τις ιδεολογικές ζυμώσεις στο εσωτερικό της τ/κ Κοινότητας. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση των πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών θα ανέτρεπε, χωρίς αμφιβολία, την εικόνα της «παραιτημένης κοινότητας» που οι Ελληνοκύπριοι είχαν για το σύνοικο στοιχείο.
Φαζίλ -Ντενκτάς
Αρχές της δεκαετίας του 40’ οι Τουρκοκύπριοι αρχίζουν να αντιδρούν πιο συντεταγμένα αναβαθμίζοντας την πολιτική και θεσμική τους οργάνωση. Με μια εντεινόμενη αμφισημία έναντι των βρετανικών προθέσεων την οποία καλλιεργεί συστηματικά η νεόκοπη τ/κ εθνικιστική ηγεσία, υπό τους
Φαζίλ Κουτσιούκ και
Ραούφ Ντενκτάς, και θορυβημένοι από τη δυναμική δραστηριότητα των Ελληνοκυπρίων θα αναζητήσουν την ενεργότερη εμπλοκή της Τουρκίας. Ευελπιστώντας, ότι η ανάμιξη της γεωπολιτικά ισχυρής Τουρκίας θα τους επέτρεπε να βραχυκυκλώσουν τις ενωτικές φιλοδοξίες των Ελληνοκυπρίων. Ωστόσο, την τουρκική στάση στο Κυπριακό χαρακτήριζε, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940, η αδράνεια. Η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση με την
Σοβιετική Ένωση δεν άφηνε περιθώρια για επιπόλαιους πολιτικούς ακροβατισμούς που, αναπόφευκτα, θα οδηγούσε σε ρήξη με δύο νατοϊκούς συμμάχους. Δεδομένου, ειδικότερα, ότι η Άγκυρα αξιολογούσε ως απίθανη την εγκατάλειψη της Κύπρου από την Βρετανία. Αυτή στάση θα μεταβληθεί ως αποτέλεσμα δύο παραγόντων:
Πρώτον, λόγω της ριζοσπαστικοποίησης του ε/κ εθνικού κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του 40’ η οποία οδήγησε, εν τέλει, και στο
ενωτικό δημοψήφισμα του Γενάρη του 1950΄. Μία εξέλιξη η οποία προσέδωσε νέα δυναμική στη διεκδίκηση της Ένωσης. Η έντονη αντίδραση και κινητοποίηση των Τουρκοκυπρίων, σε Κύπρο και Τουρκία, στα τέλη της δεκαετίας του 40’, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος του τουρκικού Τύπου και στην ανάδειξη της Ένωσης, ως μείζονος θέματος, στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Η τουρκική κοινωνία, επηρεασμένη από την ψυχροπολεμική αντιπαλότητα της εποχής, διαπίστωνε αίφνης πως μια σημαντική τουρκική μειονότητα κινδύνευε να υπαχθεί σε μια πλειοψηφία όχι απλά ελληνική αλλά, δεδομένης της ενωτικής πολιτικής του εκλογικά πανίσχυρου
ΑΚΕΛ, και κομμουνιστικής.
Η δεύτερη εξέλιξη προκύπτει το Φθινόπωρο του 1954 όταν η ελληνική κυβέρνηση, κατόπιν της αφόρητης πίεσης των Ελληνοκυπρίων και ελλαδικών πολιτικών δυνάμεων, προσφεύγει στον
ΟΗΕ με αίτημα την εξασφάλιση αυτοδιάθεσης για τους Κυπρίους. Η επίσημη ελλαδική ανάμιξη διεθνοποίησε το Κυπριακό, αλλά εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ αφού ενεργοποίησε την αντίστοιχη επίσημη εμπλοκή της Τουρκίας, ενεργοποίησε τα εθνικιστικά αντανακλαστικά στην τουρκική κοινωνία και συνέβαλε στην στρατηγική συμπόρευση του Λονδίνου με την τουρκική κυβέρνηση. Η «ανίσχυρη» τ/κ Κοινότητα αποκτούσε, παραμονές της έναρξης του
αγώνα της ΕΟΚΑ, την σθεναρή υποστήριξη Τουρκίας και Βρετανίας στην προσπάθεια για κατακρήμνιση της Ένωσης.
Η ε/κ ηγεσία έντονα πικραμένη από το δυσμενές αποτέλεσμα της προσφυγής στον ΟΗΕ, αδυνατούσε να αναγνώσει ορθολογικά τα νέα δεδομένα. Σε αυτό το περιβάλλον μια πιο μετριοπαθής επαναξιολόγηση της κατάστασης, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη, και η καταφυγή στην αυτόνομη μαχητική διεκδίκηση της Ένωσης, προέκυψε ως η αναπόδραστη κατάληξη των πολιτικών αδιεξόδων στα οποία περιήλθε η ε/κ ηγεσία.
Η έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ έφερε σε οριακό σημείο τις διακοινοτικές σχέσεις. Η ε/κ ηγεσία, ενώ είχε σαφή επίγνωση της ανάγκης να μην εμπλακεί το αντάρτικο της ΕΟΚΑ σε οποιαδήποτε αντιπαράθεση με την τ/κ κοινότητα, αφού μια ενδεχόμενη διακοινοτική ρήξη θα ακύρωνε την Ένωση από μία αντιαποικιακή διεκδίκηση, είτε απέτυχε να προβλέψει είτε υποτίμησε την επίδραση, των βρετανικών μεθοδεύσεων, επί των εξελίξεων. Με την επιλογή της ένοπλης δράσης η ΕΟΚΑ θα ερχόταν, αναπόφευκτα, σε αντιπαράθεση με την αποικιακή αστυνομία, η οποία σε μεγάλο βαθμό είχε στελεχωθεί από Τουρκοκυπρίους, εξέλιξη που εκλαμβανόταν ή προσχηματικά ερμηνευόταν, από την τ/κ ηγεσία ως συλλογική επίθεση κατά των Τουρκοκυπρίων. Η τ/κ ηγεσία θα αποκτούσε το απαραίτητο προπαγανδιστικό υλικό για την κινητοποίηση των τ/κ μαζών και για την προώθηση των πολιτικών της επιδιώξεων.
Η Βρετανία θα χρησιμοποιούσε το τουρκικό «χαρτί» σε όλα τα επίπεδα. Λίγους μήνες αργότερα, στην
Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου, αλλά και στις συζητήσεις που θα ακολουθούσαν, η Άγκυρα καθίσταται ισότιμο μέρος στην κυπριακή διένεξη με την τουρκική θέση στο Κυπριακό να λαμβάνει για πρώτη φορά συγκεκριμένη κατεύθυνση. Είτε status quo με ισοτιμία των δύο Κοινοτήτων - με εισήγηση για πρώτη φορά ακόμη και ιδεών για μοντέλο ομοσπονδιακής συνταγματικής διάρθρωσης - είτε διακριτή εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης εάν η αποχώρηση των Βρετανών ήταν αναπόφευκτη.
Εντούτοις, οι αφελείς εκτιμήσεις και η απαξίωση των τ/κ ενστάσεων, παρά την τροπή που έπαιρναν οι εξελίξεις, εξακολουθούσαν να κυριαρχούν στην ελληνοκυπριακή «οπτική». Απόλυτη παραγνώριση των Τουρκοκυπρίων και των επιδιώξεων τους, αδυναμία να προβλεφθεί η ακραία ριζοσπαστικοποίηση της αντίδρασης τους.
Οι μεθοδεύσεις για την οριστική αποτροπή της Ένωσης θα λάβουν συγκεκριμένη κατεύθυνση, το Φθινόπωρο του 1956, όταν η βρετανική εργαλειοποίηση της
διχοτόμησης ως πιθανής λύσης διαμόρφωσε για την τ/κ πλευρά ένα πολιτικό πρόγραμμα, που διαπνεόταν από το πνεύμα της χωριστής
αυτοδιάθεσης. Η αρχική αμφιταλάντευση της τ/κ ηγεσίας, η οποία είχε περιστασιακά υιοθετήσει την θέση για επάνοδο ολόκληρης της Κύπρου στην Τουρκία, γρήγορα θα μεταβληθεί και η διχοτόμηση θα προταχθεί ως το νέο εθνικό όραμα. Η προοπτική της διχοτόμησης η οποία ενέτασσε, για πρώτη φορά, τις τ/κ διεκδικήσεις σε ένα διακριτό πλαίσιο, με βάση νομιμοποίησης μια στρεβλή ερμηνεία του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, καθιστούσε την υλοποίησή τους μια ρεαλιστική προοπτική.
Σε αντίθεση, όμως, με τη βρετανική πλευρά, που αντίκριζε τη διχοτόμηση ως ένα αντιπερισπασμό στην Ένωση, η τ/κ ηγεσία και η Τουρκία είχαν εισέλθει «αμετάκλητα» στον δρόμο του «Ταξίμ». Η ε/κ Κοινότητα ενώ κατέκρινε με σφοδρότητα τις βρετανικές «μηχανορραφίες» δεν συνυπολόγισε ορθά, μέχρι και το καλοκαίρι του 1958, την ένταση των τ/κ αντιδράσεων ούτε και τις μεταβολές που προκαλούσε στην εξίσωση ισχύος η εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό.
Επιπλέον, οι Ελληνοκύπριοι απέτυχαν να διαγνώσουν ότι η υιοθέτηση της διχοτόμησης δεν εκφράστηκε απλά ως μια κάθετη εναντίωση στην Ένωση, αλλά και ως ρήξη με την αποικιακή εξουσία την οποία οι Τουρκοκύπριοι, διαχρονικά, θεωρούσαν υπαίτια για την θεσμική τους αποψίλωση και την κοινωνικοοικονομική τους υστέρηση. Τη διετία 1957 – 58’ το ιδεολογικό αφήγημα που διατυπώνουν η ΤΜΤ και η τ/κ ηγεσία δεν περιορίζεται σε μια ανθελληνική και αντικομουνιστική υστερία, αλλά και στη έκφραση μιας ακραίας αντιβρετανικής ρητορικής. Είναι ενδεικτικό ότι στην τουρκική και στην τ/κ κοινωνία θα επικαιροποιηθεί η
Συνθήκη των Σεβρών και η καθοριστική στάση της Βρετανίας στη διαδικασία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Με την προβοκάτσια της 7ης Ιουνίου 1958, στο Τουρκικό Γραφείο Πληροφοριών στη Λευκωσία, και τα βίαια διακοινοτικά επεισόδια που θα ακολουθούσαν η ελληνοκυπριακή ηγεσία συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά και κατά τρόπο τραυματικό πως οι τ/κ ενστάσεις δεν ήταν επιφανειακές αλλά συνιστούσαν την έκφραση μιας βαθιά ριζωμένης και μονολιθικής εναντίωσης σε λύσεις που θα επέβαλλαν την ελληνική κυριαρχία.
Στο πλαίσιο αυτής της συνειδητοποίησης θα πρέπει να ερμηνευθεί η άτακτη υποχώρηση
Μακαρίου και η στροφή στην πολιτική της ανεξαρτησίας. Η αναβάθμιση, ωστόσο, των Τουρκοκυπρίων σε ισότιμο μέρος στην Κύπρο ήταν, πλέον, μία μη αναστρέψιμη εξέλιξη. Όταν η πίεση για εξεύρεση μιας συμβιβαστικής διευθέτησης στο Κυπριακό, που επιβλήθηκε και από ευρύτερες γεωστρατηγικές συγκυρίες, οδήγησε στις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου αυτές ενσωμάτωσαν σειρά διαιρετικών στοιχείων και πληθώρα ασφαλιστικών δικλείδων που καθιστούσαν την τ/κ Κοινότητα συγκυρίαρχη στην Κύπρο.
Οι Τουρκοκύπριοι μια ασήμαντη μειονότητα στις αρχές του 20ου αιώνα αξιοποιώντας το γεωπολιτικό «βάρος» της Τουρκίας, την βρετανική «συνδρομή», καθώς και την άτεγκτη προσήλωση των Ελληνοκυπρίων στην άμεση και ολοκληρωτική ευόδωση των εθνικών τους επιδιώξεων κατάφεραν, εν τέλει, να καταβαραθρώσουν την Ένωση και να αναγνωριστούν ως μια ισότιμη και διακριτή Κοινότητα στην Κύπρο.
Πηγή:
- Σώτος Κτωρής: Παρέμβαση στο συνέδριο που διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Μελετών, Πολιτικής κι Δημοκρατίας με θέμα: Οι Τουρκοκύπριοι και εμείς. Μια ελληνοκυπριακή «οπτική»