Περιτύλιγμα της κεφαλής, είδος τουρμπανιού ή σαρικιού, που φορούσαν οι αρχαίοι Κύπριοι. Εκείνοι που φορούσαν τέτοια περιτυλίγματα στα κεφάλια τους, λέγονταν κίτταροι.
Τα παραπάνω παραδίδει ο Ησύχιος, που γράφει: κίτταρις˙ διάδημα, ὅ φοροῦσι Κύπριοι˙ οἱ δε τά διαδήματα φοροῦντες κίτταροι λέγονται.
Ο Φώτιος (Λέξεων Συναγωγή, στη λέξη τιάρα) γράφει ότι η τιάρα ήταν στολίδι της κεφαλής που την φορούσαν όρθια οι Πέρσες βασιλιάδες και μόνο αυτοί, ενώ οι στρατηγοί τους την φορούσαν κεκλιμένη. Προσθέτει δε ότι το ίδιο στολίδι με την τιάρα ήταν η κίτταρις. Συνεχίζοντας ο Φώτιος, γράφει ότι ο Θεόφραστος στο (μη σωζόμενο) έργο του Περί βασιλείας Κυπρίων λέγει ότι η κίτταρις [των Κυπρίων;] ήταν διαφορετική [από την τιάρα].
Η αναφορά του Ησύχιου ότι στην Κύπρο λέγονταν κίτταροι όσοι φορούσαν την κίτταριν στα κεφάλια τους, είναι σημαντική. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν την φορούσαν οι Κύπριοι βασιλιάδες (γιατί δεν αναφέρεται σε καμιά πηγή ότι ονομάζονταν κι αυτοί κίτταροι) οι οποίοι φορούσαν τιάρες. Για να υπάρχει όμως η διάκριση σε κίτταρους, σημαίνει ότι το στολίδι αυτό του κεφαλιού δεν μπορούσε να το φορέσει ο οποιοσδήποτε˙ συνεπώς το φορούσε μόνο κάποια τάξη αριστοκρατών ή αξιωματούχων. Τα ποικίλα φορήματα της κεφαλής αποτελούσαν, εξάλλου, κι αποτελούν ακόμη σε διάφορους λαούς, διακρίσεις θρησκευτικών, στρατιωτικών και αριστοκρατικών αξιωμάτων.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια