Βιομήχανος. Ο Παναγιώτης Κ. Ιωάννου γεννήθηκε στον Ασκά της Πιτσιλιάς στις 25 Μαρτίου 1905. Απεβίωσε στις 25 Μαρτίου 1986. Πατέρας του ήταν ο κρασοπαραγωγός Κωνσταντής Χατζηγιάννης και μητέρα του η Σοφία Χατζηκωνσταντή. Ήταν το πέμπτο από τα 8 παιδιά της οικογένειας. Αφού τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του, φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Στα 18 του χρόνια μετέβη στην Αμμόχωστο και προσλήφθηκε στην Εταιρεία Π. ΙΩΑΝΝΟΥ & ΣΙΑ, η οποία ανήκε στους θείους του, Παναγιώτη και Αθανάση Ιωάννου, αδελφούς του πατέρα του. Το 1926 έγινε μέτοχος της Εταιρείας.
Το 1929, με παρότρυνση του Παναγιώτη, η Εταιρεία αγόρασε το νηματουργείο των κ.κ. Μαντζούρα και Γεωργίου, που αντιμετώπιζε τεχνικά προβλήματα και ζητήματα διαχείρισης και ο ίδιος ανέλαβε την διεύθυνση του με την επωνυμία ‘Βιομηχανία Βάμβακος Π. Ιωάννου & Σια’. Όπως έλεγε δεν ήθελε να κλείσει η μόνη βιομηχανία, όπου έβρισκαν «μεροκάματο» γυναίκες αλλά και άνδρες τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα αγόρασε την εταιρεία από τους θείους του, βελτιστοποίησε την επεξεργασία του βαμβακιού και την παραγωγή νημάτων, έφερε εκκοκκιστική μηχανή και άλλα μηχανήματα και τη μετονόμασε σε Βιομηχανία Βάμβακος Π. Κ. Ιωάννου & Σια. Συνέχισε τις εργασίες της μέχρι και το 1952, που ανέστειλε την λειτουργία της λόγω έλλειψης της πρώτης ύλης, δηλαδή του βαμβακιού. Η Εταιρεία μετονομάστηκε σε Π. Κ. Ιωάννου & Υιοί Λτδ και ασχολείτο πλέον με την χονδρική εμπορία υφασμάτων και λευκών ειδών μέχρι και τον εκτοπισμό της μετά την Εισβολή του 1974. Μετά την εισβολή ο Παναγιώτης Ιωάννου σε ηλικία 70 ετών επαναδραστηριοποίησε την εταιρία με τους δύο γιους του στη Λάρνακα, η οποία συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Το Νηματουργείο
Tο Νηματουργείο ή Κλωστήριο, όπως ήταν γνωστό, στην οδό Οδυσσέως, επεξεργαζόταν το βαμβάκι και κατασκεύαζε τα φημισμένα απαλά, στρεπτά και λευκότερα νήματα ΙΕΡΑΚΟΣ, που βραβεύτηκαν στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1931 με χρυσό και αργυρό μετάλλιο. Εργοδοτούσε περίπου 100 εργάτριες, όχι μόνο Ελληνοκύπριες και Τουρκοκύπριες, αλλά και πρόσφυγες, που έφθαναν στην Κύπρο από διάφορες χώρες. Προσφερόταν πρόγευμα στις εργάτριες και στα παιδιά τους, αν κάποτε τα έφερναν μαζί τους, κάτι πολύ πρωτοποριακό για την εποχή.
Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το εργοστάσιο δούλευε 24 ώρες με βάρδιες, οι εργάτριες αυξήθηκαν σε πάνω από 150, αφού οι Άγγλοι το είχαν επιτάξει, έλεγχαν το κλωστήριο και έπαιρναν ολόκληρη την παραγωγή νημάτων, γιατί η ποιότητα ήταν εξαιρετική και την έστελναν σε εργοστάσιο στην Αίγυπτο για την κατασκευή χλαινών για τους στρατιώτες τους. Τα μηχανήματα ήταν Γερμανικά και σε τακτά χρονικά διαστήματα, πριν από την κήρυξη του πολέμου, ερχόταν Γερμανός μηχανικός για επιθεώρηση. Η κατάσταση των εργασιακών σχέσεων υπήρξε για ορισμένα διαστήματα ιδιάζουσα για το Κλωστήριο, αφού η βιομηχανία βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Βρετανικής Κυβέρνησης, η οποία απορροφούσε τα κέρδη χωρίς να προβαίνει σε αύξηση των μισθών των εργατριών. Οι εργατικές διεκδικήσεις κατέληξαν εν τέλει σε αύξηση των μισθών.
Γάμος
Ο Παναγιώτης Ιωάννου το 1942 νυμφεύθηκε την Ανδριανή (Λούλλα), μοναχοκόρη του Δημήτρη και της Ελπίδας Κατσαρή από το Ριζοκάρπασο και το Λεονάρισσο, με την οποίαν απέκτησε τρία παιδιά, τον Δημήτρη, τον Κώστα και τη Σόφη.
Τον ίδιο χρόνο ο Παναγιώτης αγόρασε αγρόκτημα περίπου 10,000 σκαλών στο Τουρκοκυπριακό χωριό Κούκλια της επαρχίας Αμμοχώστου από Εβραίους ιδιοκτήτες, ένας εκ των οποίων ήταν ο Erich Popper, την ‘Κυπριακή Αγροτική Εταιρεία’ ή ‘Cyprus Farming Company Ltd’. Κράτησε την ονομασία της εταιρείας και με νέους μετόχους συνέχισε ως Πρόεδρος μέχρι τον θάνατό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αγορά του αγροκτήματος εκ 30.000 χιλιάδων στερλινών έγινε δίδοντας τον λόγο τους με χειραψία, «ττόκκα», χωρίς συμβόλαια και δικηγόρους!
Φέουδο
Από αφηγήσεις πολλών γερόντων, αλλά ιδιαιτέρως από τις αφηγήσεις του σεβάσμιου Τούρκου Ισμαήλ, που ήταν για πολλές δεκαετίες ο σημαντικότερος επιστάτης του αγροκτήματος «τσιφλικιού», αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα πως το τσιφλίκι ήταν φέουδο κατά τους τελευταίους δύο αιώνες. Τσιφλικάτορες ήταν Φράγκοι, Ρωσσοαρμένηδες, Εβραίοι μέχρι το 1934, που ιδρύθηκε η Κυπριακή Αγροτική Εταιρεία Λτδ. Τότε άρχισε πραγματικά η επιστημονική αξιοποίηση, έγιναν οι πρώτες γεωτρήσεις και οι πρώτες φυτείες εσπεριδοειδών. Έβαλε και εδώ τη σφραγίδα του ο περίφημος Εβραίος γεωπόνος David Slonim. Ήταν η εποχή που οι Εβραίοι, βοηθούμενοι από το National Jewish Fund, δημιούργησαν αρκετά και αξιόλογα αγροκτήματα, όπως το Φασούρι, το Cyprus Palestine Plantations, την Cyprus Farming Company στα Κούκλια και άλλα μικρότερα σε όλη την Κύπρο. Ότι οι Εβραίοι είχαν στον νου κάτι πολύ σημαντικότερο από απλή εκμετάλλευση είναι βέβαιο. Στο γραφείο της Εταιρείας βρέθηκαν σχέδια για την δημιουργία μεγάλου οικισμού στην τοποθεσία «Αλή Αγά», που πρόβλεπαν πάρκα, δρόμους, συναγωγή, σχολείο, νηπιαγωγείο, κήπους, δεκάδες οικιών κ.ά.. Ο πόλεμος που ξέσπασε το 1939 τα άφησε όλα στο στάδιο του σχεδιασμού. Είναι όμως αδιαμφισβήτητο ότι με τη δημιουργία αυτών των αγροκτημάτων και ιδιαίτερα με την εσπεριδοκαλλιέργεια βοήθησαν πολύ τον γεωργικό τομέα της Κύπρου.
Τα Κούκλια
Στα Κούκλια, που παλαιότερα ονομαζόταν Τρικούπιν, κατοικούσαν περίπου 200-250 Τουρκοκύπριοι. Σχεδόν όλοι ήταν εργάτες στο τσιφλίκι. Αναφέρουμε τη σημαντικότατη παρουσία του ήρωα-γεωπόνου Κυριάκου Μάτση από το Παλαιχώρι. Ο Κυριάκος, ανεψιός του Παναγιώτη, σπούδασε με υποτροφία της Κυπριακής Αγροτικής Εταιρείας στη Θεσσαλονίκη και το καλοκαίρι του 1952 ανέλαβε την τεχνική διεύθυνση του αγροκτήματος. Γράφει ο ίδιος: Η διοργάνωσις του Αγροκτήματος τούτου και η επί επιστημονικών βάσεων διεξαγωγή των εργασιών του, απερρόφησε ολόκληρον την προσοχήν και ενεργητικότητά μου, κατά το υπερδιετές διάστημα της εις αυτό παραμονής μου. Ο Κυριάκος ερχόμενος σε επαφή και με γεωργούς των κοινοτήτων της περιοχής, δεν παρέλειπε να δίδει σε αυτούς οδηγίες για τα γεωργικά προβλήματα που τους απασχολούσαν, γιατί… «δεν νοιαζόταν αν τη γη ζουν Τούρκοι για Έλληνες, Εβραίοι, εκείνο πού ’χει αξία είναι να τη ζουν αυτοί που την ποτίζουν με τον ιδρώτα τους». Στα Κούκλια γίνονταν οι πρώτες μυστικές συναντήσεις μεταξύ του Κυριάκου Μάτση, του Γρηγόρη Αυξεντίου από τη Λύση και άλλων αγωνιστών του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Οι κήποι του αγροκτήματος αρχικά παρήγαγαν πορτοκάλια, γκρέιπφρουτ και λεμόνια, στα χωράφια σπέρνονταν σιτάρι, κριθάρι, βρώμη και παλαιότερα βαμβάκι. Υπήρχε επίσης μεγάλος αριθμός από ελαιόδεντρα και χαρουπιές. Σε μεταγενέστερο στάδιο, φυτεύτηκαν αμπέλια και προστέθηκαν κοπάδια από πρόβατα. Ενωρίς, κάθε πρωί κατέφθανε ο κ. Καλλής Σουρουλλάς από τη Λύση, για να παραλάβει το γάλα. Η γη του τσιφλικιού, εκτός από τα Κούκλια, επεκτείνεται και στο χώμα Πραστειού, Καλοψίδας, Μακράσυκας και Κοντέας.
Αναφέρει ο ανεψιός του Κωστάκης Κυριάκου στο βιβλίο του ΘΥΜΗΣΕΣ: «Οι συνθήκες εργασίας είναι τώρα πολύ βελτιωμένες και το μεροκάματο επίσης. Το ίδιο φυσικά γίνεται και με τις δουλειές της εταιρείας. Τώρα η απασχόληση σχεδόν όλων είναι κανόνας. Εργάτριες από την Καλοψίδα, τη Μακράσυκα και τη Λύση μεταφέρονται με αυτοκίνητα για δουλειά, ιδιαίτερα, για το μάζεμα των εσπεριδοειδών, των σταφυλιών και των ελιών. Ο μεγαλύτερος μέτοχος της εταιρείας είναι ο Παναγιώτης Κ. Ιωάννου, διευθυντής, που επισκέπτεται συχνά το κτήμα, για να δει τι γίνεται αλλά και για κυνήγι μπεκάτσας, τρυγονιών και λαγού, που είναι συνήθως άφθονα. Φεύγει πάντοτε ικανοποιημένος τόσο από τα αποτελέσματα του κυνηγιού, όσο και από τη διαχείριση γενικά και πρόοδο του αγροκτήματος. Πολύ συχνά στις επισκέψεις του συνοδεύεται και από τον «Νάσερ», έτσι λέγαμε τότε τη γυναίκα του, τη θεία Λούλλα, σε ένδειξη της δυναμικότητάς της».
Κυνηγός
Ο Παναγιώτης, όντως, υπήρξε εξαιρετικά ικανός κυνηγός. Φρόντιζε να έχει πάντοτε ανανεωμένη την Άδεια Κυνηγίου, την οποία εξέδιδαν οι Άγγλοι. Με δύο χαρτούτσες (φυσίγγια) έπεφταν δύο θηράματα! Με τις κυνηγετικές του εξορμήσεις περιδιάβασε όλη την Κύπρο. Υπήρξε ένας φυσιολάτρης, ένας συνειδητοποιημένος πρωτοπόρος περιβαλλοντιστής που αγαπούσε με πάθος την γη.
Συνδυάζοντας εργασία και τουρισμό, ταξίδευε συστηματικά σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά και της Ευρώπης, μέχρι που ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα επαγγελματικά και άλλα ταξίδια του συνεχίστηκαν με το τέλος του πολέμου, αλλά τώρα συνοδευόταν πάντοτε από την σύζυγό του.
Αεικίνητος και δημιουργικός, ο Παναγιώτης επέδειξε πρωτοποριακό επιχειρηματικό πνεύμα. Για χρόνια ήταν ο μοναδικός βιομήχανος στην πόλη, αλλά ήταν και αυτός που έκτισε την πρώτη πενταώροφη πολυκατοικία στην οδό Ιπποκράτους 15 στην παραλία το 1960-61. Οικογένειες περνούσαν, για να δείξουν στα παιδιά τους την ‘πολυκατοικία’… Ήταν η αρχή της μεγαλειώδους ανάπτυξης της πόλης. Οι δύο πρώτοι ανελκυστήρες που εγκαταστάθηκαν στην Αμμόχωστο ήταν στην πολυκατοικία και στο νεόδμητο οίκημα του Δημαρχείου.
Χαρακτήρας πράος, δίκαιος και μετριοπαθής, διακρινόταν για την εντιμότητα, το ήθος και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Βοήθησε ποικιλοτρόπως τόσο τη γενέτειρά του, όσο και την Αμμόχωστο και την Κύπρο γενικότερα. Καλούσε να εργαστούν μαζί του στην Αμμόχωστο ή στο αγρόκτημα στα Κούκλια συγγενικά του παιδιά από τον Ασκά, όταν τελείωναν το Παγκύπριο Γυμνάσιο ή το Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας.
Μετά από παράκληση της Εκκλησιαστικής Επιτροπής και μια επίσκεψη στο κτηματολόγιο Αμμοχώστου μαζί με τον Πατέρα Μιλτιάδη, μεταβίβασε στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου έκταση γης από το Κλωστήριο και τις αποθήκες, που γειτνίαζε με τον Καθεδρικό Ναό. Έγινε κατορθωτό να κατασκευαστεί πλατεία και δρόμος, έτσι κατά τις Δοξολογίες μπορούσαν οι οδηγοί να οδηγούν και να σταθμεύουν γύρω από τον Ναό. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε την πλατεία, ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος με τον οδηγό του, όπου ένας περιχαρής Πάτερ Μιλτιάδης τον περίμενε, για να του δείξει το έργο!
Κατά καιρούς διετέλεσε:
Αγώνες
Ο Παναγιώτης μαζί με την σύζυγό του Λούλλα, έδωσαν δυναμικά και συνειδητά το «παρών» τους σε όλους τους εθνικούς, κοινωνικούς και φιλανθρωπικούς αγώνες του τόπου μας. Χαρακτηριστικά, η Λούλλα ανέλαβε ιδιαίτερη ευθύνη κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα 1955-59, όταν στο σπίτι της στην οδό Θουκυδίδου, συγκεντρώνονταν και ετοιμάζονταν τα δέματα για την ‘φανέλλα του αντάρτη’. Μαζί με άλλες κυρίες ίδρυσαν το 1950 τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Αμμοχώστου και το 1966 το Ίδρυμα Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων.
Η Λούλλα
Παράλληλα με τον φιλανθρωπικό τομέα η Λούλλα έχει προσφέρει και στον κοινωνικό τομέα. Εργάστηκε, περιβεβλημένη με την ηθική και οικονομική στήριξη του συντρόφου της, για το Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου και την Παιδική Εξοχή, που ίδρυσε η Μαρία Ιωάννου, σύζυγος του θείου του Παναγιώτη, που έκτισε και δώρισε στην πόλη το Καλλιμάρμαρο μέγαρο του ΛΕΑ. Μετά την εισβολή, ιδρύθηκε το 1978 το ΛΕΑ, Παράρτημα Λάρνακας, του οποίου υπήρξε Πρώτη Πρόεδρος. Με τον θάνατο δε της Ευγενίας Καψουράχη το 1988 έγινε Πρόεδρος και της Φιλοπτώχου Αδελφότητας και του Ιδρύματος Άγιος Ιωάννης, θέσεις τις οποίες κράτησε μέχρι και την οικειοθελώς αποχώρησή της λόγω ηλικίας το 2002. Πρόσφερε επίσης τις υπηρεσίες της επί σειράν ετών ως μέλος του Δ.Σ. του Ερυθρού Σταυρού, κλάδου Αμμοχώστου, που και αυτό μετά την εισβολή έχει ως προσωρινή έδρα του την Λάρνακα. Με την ίδρυση του Δημοκρατικού Συναγερμού δραστηριοποιήθηκε στους κόλπους του και για ένα χρονικό διάστημα διετέλεσε πρώτη υπεύθυνη του Γυναικείου Τμήματος ΔΗΣΥ Αμμοχώστου στη Λάρνακα.
Για την δράση και την προσφορά της τιμήθηκε σε ειδικές εκδηλώσεις όλων των ανωτέρω Συμβουλίων και Ιδρυμάτων.
Ο Παναγιώτης και η Λούλλα Ιωάννου υπήρξαν στη ζωή τους υπόδειγμα φιλοπατρίας και παράδειγμα αφοσιωμένων συζύγων, φιλόστοργων γονέων και τρυφερών παππούδων. Ο Παναγιώτης απεβίωσε στις 25 Μαρτίου 1986 – ημέρα της ονομαστικής εορτής και των γενεθλίων του και η Λούλλα στις 4 Φεβρουαρίου 2008. Ενταφιάστηκαν και οι δύο στη Λάρνακα, όπου έζησαν μετά τον εκτοπισμό τους το 1974 από την πολυαγαπημένη τους Αμμόχωστο.
Πηγή: