Ρωμαιοκαθολικό μεσαιωνικό τάγμα μοναχών. Θεωρείται ότι η αρχή της ύπαρξης του τάγματος έγινε το 1098, όταν αριθμός μοναχών μ' επικεφαλής τον μοναχό Ροβέρτο και τον ηγούμενο Αλβέριχο, εγκατέλειψαν το μοναστήρι των Βενεδικτίνων του Μολέμ και ίδρυσαν νέο στο Σιτό της Βουργουνδίας. Στη συνέχεια το κίνημα των Κιστερκιανών προσπάθησε να εισαγάγει νέες αντιλήψεις για τον μοναχικό βίο κι έναν «ιδανικό» τρόπο διαβίωσης εμπνευσμένο από τη ζωή των πατέρων της ερήμου και τις πρωτόγονες μορφές κοινοβιακής ζωής. Μεταξύ των νέων αντιλήψεων ήσαν η απλότητα, η απομάκρυνση από τα εγκόσμια, η πνευματική καλλιέργεια, η εκτίμηση προς τις τέχνες και η αυστηρότητα των ηθών. Σύντομα ο αριθμός των Κιστερκιανών αυξήθηκε σημαντικά και το κίνημά τους εξαπλώθηκε. Κατά τα τέλη του 12ου αιώνα υπήρχαν 343 κιστερκιανά μοναστήρια σ' ολόκληρη την Ευρώπη, από τη Γαλλία και την Πορτογαλία μέχρι τη Σικελία, την Πολωνία και τη Νορβηγία. Μεταξύ εκείνων που προσέδωσαν τεράστια φήμη στο τάγμα ήταν προσωπικότητες όπως ο άγιος Βερνάρδος του Κλαιρβό. Το κίνημα των Κιστερκιανών γνώρισε σημαντική κάμψη κατά τον 14ο αιώνα και στις αρχές του 15ου αιώνα άρχισαν προσπάθειες για την αναμόρφωσή του. Τεράστια παρακμή γνώρισαν τα μοναστήρια κατά τον 18ο αιώνα, τον αιώνα του Διαφωτισμού, οπότε και ο αριθμός των μελών του Κιστερκιανού τάγματος μειώθηκε υπερβολικά. Οι διάφορες επαναστάσεις του 19ου αιώνα απετέλεσαν νέο σημαντικό πλήγμα για το τάγμα που, σήμερα, εξακολουθεί μεν να επιβιώνει, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό.
Κιστερκιανοί μοναχοί ζούσαν και στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, και γνωρίζουμε από τις πηγές ότι είχαν ένα τουλάχιστον μοναστήρι που βρισκόταν στη Λευκωσία. Όπως αναφέρει κι ο Στέφανος Λουζινιανός, οι Κιστερκιανοί περιλαμβάνονταν μεταξύ των κληρικών πολλών θρησκευτικών ταγμάτων της Λατινικής Εκκλησίας που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο με την έναρξη της περιόδου της Φραγκοκρατίας (όπως οι Αυγουστινιανοί, οι Βενεδικτίνοι, οι Καρμηλίτες, οι Καρθουσιανοί, οι Δομινικανοί, οι Φραγκισκανοί και άλλοι). Τα μέλη τέτοιων θρησκευτικών ταγμάτων ήλθαν στην Κύπρο από το βασίλειο των Ιεροσολύμων, ακολουθώντας τους πρώτους βασιλιάδες του νησιού. Όμως ο αριθμός τους πλήθυνε αργότερα, με την άφιξη φυγάδων στο νησί από τους Αγίους Τόπους και ιδιαίτερα μετά την πτώση της Πτολεμαΐδος το 1291.
Σύμφωνα προς ένα είδος πρωτοκόλλου που υφίστατο, μεταξύ των λατινικών αυτών θρησκευτικών ταγμάτων που βρίσκονταν στην Κύπρο, το προβάδισμα είχε το τάγμα των Καρμηλιτών επειδή πρώτο εγκαταστάθηκε στο νησί από την αρχή της ίδρυσης του κυπριακού μεσαιωνικού βασιλείου (τέλη του 12ου αιώνα). Ακολούθησαν, ως δεύτερα, τα τάγματα των Βενεδικτίνων, των Καρθουσιανών και των Κιστερκιανών, κατά τον Στέφανο Λουζινιανό, κι ακολούθησαν τα λοιπά τάγματα. Τούτο σημαίνει ότι οι Κιστερκιανοί μοναχοί εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο στις αρχές του 13ου αιώνα και οπωσδήποτε πριν από το 1226.
To τάγμα των Κιστερκιανών εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία, όπου ίδρυσε ανδρικό μοναστήρι. Δεν αναφέρεται εάν το τάγμα διέθετε και δεύτερο ανδρικό μοναστήρι στο νησί, αλλά αναφέρεται η ύπαρξη και γυναικείου. Το κιστερκιανό μοναστήρι της Λευκωσίας ήταν γνωστό ως Sainte Marie de Beaulieu, που το επίθετο της παρεφθάρη σε Bialeuq (Παναγία των Κάμπων), κι αναφέρεται ως Πιάλεκε από τον μεσαιωνικό χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά που στο Χρονικόν του (παρ. 33) το συνδέει με τον άγιο Ιωάννη ντε Μοντφόρτ (Jean de Montfort) που το λείψανό του βρισκόταν εἰς τήν Λευκωσίαν εἰς τό Πιάλεκε... καί ...πολομᾷ ἂξια θαύματα εἰς τούς ἀστενεῖς καί εἰς πύρεξες.
(Για τον άγιο Ιωάννη ντε Μοντφόρτ και τη σχέση του με το μοναστήρι των Κιστερκιανών, βλέπε το σχετικό λήμμα).
Ο Μαχαιράς πάλι (Χρονικόν, παρ. 508), δίνει την πληροφορία ότι σε σημείο των οχυρώσεων της Λευκωσίας, κοντά στο μοναστήρι, υπήρχε άνοιγμα απ' όπου μέ μίαν χολέτραν ξυλένην πήγαιννεν τό νερόν 'σ τόν Τράχανον [Τράχωνα]. Το νερό διοχετευόταν στη χολέτρα από τον Πηδιά. Συνεπώς μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το μοναστήρι βρισκόταν στη δυτική άκρη της Λευκωσίας, όχι μακριά από το παλάτι των Λουζινιανών βασιλιάδων και την πύλη της Πάφου.
Το μοναστήρι απαντάται επίσης με την ονομασία Notre Dame des Champs καθώς και με την ονομασία St. Jean de Montfort εξαιτίας του λειψάνου του αγίου αυτού που κατείχε. Ο Στέφανος Λουζινιανός δίνει την πληροφορία ότι αργότερα το μοναστήρι περιήλθε στην κυριότητα των Οψερβαντίων κι ότι τελικά κατεδαφίστηκε από τους Βενετούς το 1567, όταν αυτοί ανήγειραν τις νέες — σωζόμενες σήμερα —οχυρώσεις της Λευκωσίας. Η παραχώρησή του στους Οψερβαντίους έγινε επί ημερών του βασιλιά Ιακώβου Β' (1460 - 1473), ύστερα από την αναχώρηση των Κιστερκιανών μοναχών από το νησί.
Στο Κιστερκιανό μοναστήρι της Λευκωσίας κατέφυγε ο κοντοστάβλης της Κύπρου Χαμερίν Λουζινιανός, ένας από τους ηγέτες του πραξικοπήματος κατά του βασιλιά αδελφού του Ερρίκου Β' (1285 - 1324), για ν' αποφύγει την τιμωρία όταν ο Ερρίκος επέστρεψε από την εξορία του στη Μικρή Αρμενία το 1310. Κατά διαταγή, ωστόσο, του βασιλιά, συνελήφθη στο μοναστήρι και σύρθηκε έξω απ' αυτό, για να φυλακισθεί στο κάστρο της Κερύνειας από το οποίο δεν βγήκε ζωντανός. Κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος εναντίον του Ερρίκου Β', ηγούμενος του κιστερκιανού μοναστηριού ήταν ο Henrico Tape που παρέμεινε πιστός στον βασιλιά κι εξορίστηκε από τον σφετεριστή του θρόνου Αμάλριχο στη Σις της Αρμενίας όπου και πέθανε.
Ο Στέφανος Λουζινιανός αναφέρει ότι υπήρχε στη Λευκωσία και γυναικείο μοναστήρι του τάγματος των Κιστερκιανών που αρχικά ήταν εξαρτώμενο από την κιστερκιανή αββατία της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής Πτολεμαΐδος, όπως προκύπτει από έγγραφο του ναού της Αγίας Σοφίας, του 1222, χρόνου κατά τον οποίο το μοναστήρι της Λευκωσίας έγινε επίσης αββατία.
Άλλο έγγραφο, του 1244, αναφέρεται στην έγκριση από τον ηγούμενο του Citeaux Βονιφάτιο της άδειας που δόθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ευστόργιο στην Αλίκη, χήρα του Φίλιππου Ιβελίνου, να ιδρύσει αββατία του τάγματος των Κιστερκιανών στη Λευκωσία. Τούτο σημαίνει ότι πιθανότατα ιδρύθηκε και δεύτερο γυναικείο μοναστήρι του τάγματος που αναφέρεται στο έγγραφο ότι θα υφίστατο σε χώρο που βρισκόταν μεταξύ του δομινικανού και του φραγκισκανού μοναστηριού της Λευκωσίας, δηλαδή στη νοτιοδυτική άκρη της πόλης. Ωστόσο ο Στέφανος Λουζινιανός αναφέρει ένα μόνο γυναικείο κιστερκιανό μοναστήρι στη Λευκωσία, που γράφει ότι ονομαζόταν San Theodoro (= Άγιος Θεόδωρος). Ίσως επί των ημερών του το πρώτο γυναικείο μοναστήρι δεν υφίστατο πλέον, ίσως όμως το δεύτερο, παρά την άδεια που δόθηκε στην Αλίκη, να μη λειτούργησε τελικά. Πάντως αναφέρεται ότι και το γυναικείο μοναστήρι κατεδαφίστηκε από τους Βενετούς όταν έκτισαν τις νέες οχυρώσεις της Λευκωσίας, όπως κατεδαφίστηκαν και πολλά άλλα κτίρια.
Ανασκαφές πάντως, τις οποίες διενήργησε το Τμήμα Αρχαιοτήτων το 2005 – 2007 στη δυτική περιοχή της Λευκωσίας, στην οδό Κινύρα, παρά την πύλη Πάφου και πάντως εκτός των οχυρώσεων της πρωτεύουσας που είχαν κτίσει οι Βενετοί, αποκάλυψαν μεσαιωνικά κατάλοιπα που πιστεύεται ότι ανήκουν στο γυναικείο μοναστήρι των Κιστερκιανών, εκείνο του Αγίου Θεοδώρου. Σύμφωνα προς τα ανασκαφικά δεδομένα, ο χώρος φαίνεται ότι βρισκόταν σε χρήση τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα.
Στο βορειότερο τμήμα του ανασκαφέντος χώρου, που εκτείνεται μέχρι και τις οδούς Κορίβου και Ρίμινι, αποκαλύφθηκαν κατάλοιπα μεγάλου μνημειακού οικοδομήματος.