Η ψαλτική τέχνη (γνωστή και ως βυζαντινή μουσική) στην Κύπρο έχει ζωή πάνω από 200 χρόνια και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πνευματική ζωή της Εκκλησίας και τη θρησκευτική λατρεία. Αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ζωντανά στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού που συνεχίζουν να διατηρούνται και να διαδίδονται μέχρι σήμερα.
Αποτελεί τμήμα των κοινών εκκλησιαστικών μουσικών παραδόσεων που αναπτύχθηκαν στον γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας (Ορθόδοξες Εκκλησίες της Κύπρου, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, της Αλβανίας και των Αραβοφώνων Ορθοδόξων Εκκλησιών).
Βλέπε λήμμα: Βυζάντιο και Κύπρος
Χρησιμοποιώντας το λόγο, επενδυμένο με μουσική, αποτελεί μέχρι και τις μέρες μας το κύριο μέσο επικοινωνίας της θρησκευτικής λατρείας των κατοίκων του τόπου μας. Ως τέχνη, αποτελεί έκφανση του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πνεύματος και πολιτισμού, με επιδράσεις από την αρχαία ελληνική, συριακή, αλλά και εβραϊκή θρησκευτική παράδοση και διανύει μια τεράστια πολιτιστική διαδρομή δια μέσου των αιώνων, αποτυπώνοντας στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας και των κατοίκων της Κύπρου.
Η δια ζώσης διδασκαλία της ψαλτικής τέχνης εντάσσει την ψαλτική ως ένα σημαντικό είδος προφορικής παράδοσης (μουσική και θρησκευτική ποίηση). Είναι αυστηρά μονοφωνική (με εξαίρεση τη χρήση του ισοκράτη), με χορικό και αντιφωνικό χαρακτήρα και ρυθμική πολυμορφικότητα. Χρησιμοποιεί την Οκτώηχο, τους οκτώ εκκλησιαστικούς τρόπους (Ήχους). Η απουσία οργανικής συνοδείας και το παρασημαντικό σύστημα σημειογραφίας που χρησιμοποιείται στην ψαλτική, αποτελούν επιπλέον χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Το σύστημα της σημειογραφίας είναι μοναδικό στο είδος του αποτελεί μια αυτοτελή μουσική γλώσσα, πέρασε δε διάφορα στάδια εξέλιξης φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας. Συνδέεται άρρηκτα με το δημοτικό τραγούδι, τον κοσμικό-δημοτικό κλάδο της βυζαντινής μουσικής παράδοσης. Στην Κύπρο αλλά και αλλού χρησιμοποιήθηκε για να καταγράψει τη ζώσα δημοτική προφορική παράδοση.
Βλέπε λήμματα: Ποίηση και Δημοτικό τραγούδι
Η ψαλτική τέχνη έχει συνδεθεί με την ανδρική φωνή. Ωστόσο οι γυναίκες ψάλτριες, συνηθίζονται στα γυναικεία μοναστήρια, αλλά και στις σύγχρονες χορωδίες. Πρωταρχικοί φορείς της ψαλτικής τέχνης σήμερα είναι το ιερατείο (πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, αρχιερείς, ιερείς, διάκονοι), οι μοναχοί και οι μοναχές και ιδιαίτερα οι πρωτοψάλτες, ψάλτες, δια μέσου των οποίων οι πιστοί προσεύχονται και εξυμνούν τον Τριαδικό Θεό. Επιπλέον, η μακραίωνη αυτή παράδοση διατηρείται και μεταλαμπαδεύεται ανάμεσα στο πλήρωμα της εκκλησίας, καθηγητές και σπουδαστές θεολογίας, μουσικολόγους, σπουδαστές της βυζαντινής μουσικής, χοράρχες και χορωδούς. Η πλούσια κιβωτός της βυζαντινής μουσικής που η ψαλτική τέχνη διατηρεί, αποτελεί πεδίον έρευνας και από ερευνητές άλλων ειδικοτήτων (αρχαιολόγοι, παλαιογράφοι, εθνομουσικολόγοι κ.ά).
Ψαλτική τέχνη και Ορδόδοξη Εκκλησία
Η άμεση σχέση της ψαλτικής τέχνης με την Ορθόδοξη Εκκλησία, καταδεικνύει ότι αυτή αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε στις περιοχές όπου πρωτοεξαπλώθηκε η χριστιανική Εκκλησία και στα μεγάλα της εκκλησιαστικά κέντρα. Πρωτίστως, στον γεωγραφικό χώρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με επίκεντρο την πρωτεύουσά της, την Κωνσταντινούπολη, και κεντρικό φορέα αυτής της τέχνης τη λειτουργική ζωή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Αγία Σοφία, στην Μοναστική Κοινότητα του Αγίου Όρους με την ακατάπαυστη λειτουργική ζωή, και στις κατά τόπους Εκκλησίες, όπως της Κύπρου, της Αντιόχειας, των Ιεροσολύμων, της Αλεξάνδρειας, κλπ.
Έτσι, ταυτόχρονα με την εξέλιξη και τη γενικότερη οργάνωση της λειτουργικής ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η ψαλτική τέχνη συμπορεύεται και αναπτύσσεται παράλληλα με τη λατρευτική ζωή και τη διαμόρφωση του υμνολογίου. Όπως κάθε ζωντανή παράδοση, η ψαλτική γνώρισε σημαντικές αλλαγές κατά τη μακρά ιστορία της, σε συνάρτηση με ιστορικούς, θεολογικούς και τελετουργικούς παράγοντες, μέχρι να πάρει βαθμιαία τη σημερινή της μορφή.
Η τέχνη της μονοφωνικής μουσικής απόδοσης των θρησκευτικών ύμνων χωρίς μουσικά όργανα μεταδιδόμενη από γενιά σε γενιά διατηρεί ένα τεράστιο πλούτο αφού παρουσιάζει διαχρονικότητα και ανθεκτικότητα. Η ψαλτική τέχνη μέσα από την εξελικτική διαδικασία που επιφέρει ο χρόνος, με τις αλλαγές, τις προσθήκες, τις συντμήσεις, τις αφαιρέσεις, τη νέα παραγωγή κλπ., παραμένει πιστή στην παράδοση. Τα κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης αυτής έχουν παραμείνει αναλλοίωτα ανά τους αιώνες: 1) Φωνητική μουσική χωρίς συνοδεία οργάνων. Η χρήση των οργάνων (π.χ. ταμπουράς, ψαλτήριο) περιορίζεται κατά περίπτωση στη διαδικασία της εκμάθησης, 2) Αυστηρά μονοφωνική μουσική: Η εναρμόνιση της μελωδίας περιορίζεται στη χρήση ισοκρατήματος, 3) Τροπική μουσική με χρήση της Οκτώηχου (οκτώ εκκλησιαστικοί τρόποι που ονομάζονται ήχοι) και του φυσικού κουρδίσματος, με βάση τη σειρά των αρμονικών. 3) Ελεύθερος και μεταβαλλόμενος ρυθμός, ο οποίος καθορίζεται από τον τονισμό των λέξεων, 4) Παρασημαντική σημειογραφία (οι φθόγγοι που χρησιμοποιούνται δεν ορίζουν συγκεκριμένο ύψος αλλά σχετικό, ενώ ειδικοί χαρακτήρες καθορίζουν τη χρονική διάρκεια και την συναισθηματική έκφραση).
Ιστορία της ψαλτικής τέχνης
Η ιστορία της ψαλτικής ανάγεται ήδη στους πρώτους αποστολικούς χρόνους και κινήθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη της υμνογραφίας αφού αρχικά επένδυσε παλαιοδιαθηκικά κείμενα (ψαλμούς του Δαυίδ). Σημειογραφικά την βλέπουμε σε παπύρους του 3ου αι. και κατόπιν σε περγαμηνά χειρόγραφα, χαρακτηρισμένη ως παλαιοβυζαντινή γραφή. Περνώντας από διάφορα στάδια εξέλιξης και εξήγησης χαρακτηρίζεται ως μεσοβυζαντινή σημειογραφία μετά την ’λωση και τελικά ως νεοβυζαντινή μετά τον 18ο αι. Το 1814 οι μεγάλοι μεταρρυθμιστές της Βυζαντινής μουσικής σημειογραφίας Χρύσανθος εκ Μαδύτων, Γρηγόριος ο Πρωτοψάλτης και Χουρμούζιος ο Χαρτοφύλακας εισάγουν τη νέα μέθοδο γραφής (παρασημαντική) των εκκλησιαστικών ύμνων. Την ίδια περίοδο στην Κύπρο ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, έστειλε στην Κωνσταντινούπολη κληρικούς να μάθουν την νέα μέθοδο, την οποία δίδαξαν αργότερα στο νησί.
Βλέπε λήμμα: Κυπριανός Αρχιεπίσκοπος
Σημαντικές φυσιογνωμίες για την εξέλιξη της ψαλτικής τέχνης στην Κύπρο στα τέλη του 19ου και αρχές 20ού αιώνα είναι οι Οικονόμος Χαράλαμπος και Στυλιανός Ελευθεριάδης (Χουρμούζιος), οι οποίοι διακρίθηκαν για τη διδασκαλία τους και την συγγραφική τους δράση. Συνεχιστής του έργου τους και σημαντικός μελετητής της βυζαντινής μουσικής της Κύπρου ήταν ο άρχων Πρωτοψάλτης της Εκκλησίας της Κύπρου, Θεόδουλος Καλλίνικος (1904-2004). Με την επίσης πλούσια συγγραφική του δράση, αλλά και με την έρευνα, τις εκπομπές του στο ραδιόφωνο, και τις ηχογραφήσεις του, κατέγραψε την εκκλησιαστική και τη δημώδη βυζαντινή μουσική παράδοση της Κύπρου και την παρέδωσε στις νεότερες γενιές.
Βλέπε λήμματα: Στυλιανός Ελευθεριάδης Χουρμούζιος και Θεόδουλος Καλλίνικος
Σήμερα, ο κεντρικός χώρος μετάδοσης της ψαλτικής τέχνης, είναι ο ιερός ναός, στον οποίο τελούνται οι λατρευτικές ακολουθίες της Εκκλησίας με τους θρησκευτικούς ψαλμούς, προσευχές, δεήσεις, αγιογραφικά αναγνώσματα και ύμνους και είναι συνυφασμένος με τα σπουδαιότερα γεγονότα της ζωής του κάθε Χριστιανού. Η τέλεση της Θείας Λειτουργίας, των Μυστηρίων, αλλά και των σημαντικών θρησκευτικών τελετών της κοινότητας, όπως η βάπτιση, ο γάμος, η κηδεία, καθώς και η συμμετοχή των πιστών στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές προσδίδουν στον ναό κεντρικό ρόλο στη ζωή της κοινότητας των πιστών. Ο ναός αναγκαστικά καθίσταται ο χώρος στον οποίο η ψαλτική τέχνη, μεταδίδεται κυρίως εμπειρικά, δηλαδή με την εφαρμογή της στην πράξη. Η διδασκαλία της ψαλτικής τέχνης προηγείται πάντοτε της εμπειρικής πράξης σε σχολές ψαλτικής ή με τη μαθητεία σε καταξιωμένους ή πεπειραμένους ψάλτες. Η ακουστική και η εμπειρική εκμάθηση της ψαλτικής αποτελεί ουσιαστικό κομμάτι της σωστής εκπαίδευσης των ψαλτών, αφού η γραπτή απόδοση των ύμνων και ψαλμών μέσω της παρασημαντικής σημειογραφίας είναι περιγραφική και διασώζει κυρίως τα βασικά τους στοιχεία.
Στην σύγχρονη Κύπρο του 21ου αιώνα, η ψαλτική τέχνη εξακολουθεί να κατέχει σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή των Κυπρίων και συμβάλλει στην ανάπτυξη της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας και της μουσικής εκπαίδευσης γεφυρώνοντας χιλιόχρονες πολιτιστικές αξίες με τις ανάγκες του σήμερα.
Ανανεωμένο ενδιαφέρον μελέτης της βυζαντινής μουσικής
Σε δύσκολους καιρούς, η ανάγκη για επιστροφή στις ρίζες, στην παράδοση και τις αξίες καθίσταται ακόμα πιο έντονη. Αντίστοιχα με την επιστροφή στην παραδοσιακή βυζαντινή αγιογραφία (Νεοαναγεννησιακή και Νεοβυζαντινή τέχνη), παρουσιάζεται ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον μελέτης και διάδοσης της παραδοσιακής βυζαντινής μουσικής (εκκλησιαστικής και κοσμικής) όχι μόνον από τους άμεσα ενδιαφερόμενους φορείς, αλλά και από ερευνητές με συγγενή ενδιαφέροντα.
Βλέπε λήμμα: Αγιογραφία
Η ψαλτική τέχνη γνωρίζει ιδιαίτερη ώθηση χάρη στη λειτουργία και δράση: 1) πανεπιστημιακών σχολών θεολογίας, αλλά και ιερατικών σχολών, 2) σχολών βυζαντινής και παραδοσιακής μουσικής, 3) χορών ιεροψαλτών και χορωδιών βυζαντινής μουσικής. Παράλληλα, στη διάδοση της ψαλτικής τέχνης συντείνει η μελέτη και η διοργάνωση εκδηλώσεων και επιστημονικών συνεδρίων από πολιτιστικά και ερευνητικά κέντρα, ιδρύματα και μουσεία, ενώ η διάδοσή της στους νέους προωθείται και μέσω της ένταξης του μαθήματος της βυζαντινής μουσικής στα μουσικά σχολεία της Κύπρου.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ψαλτική τέχνη σήμερα, παρά την ώθηση που παρατηρείται, οφείλονται στην ιδιαίτερη σύνδεση της ψαλτικής τέχνης με τη λειτουργική ζωή και τη μειωμένη συμμετοχή των πιστών στη θεία Λειτουργία και τα Μυστήρια της Εκκλησίας. Παράλληλα η χρήση στην ψαλτική τέχνη αρχαίων και μεσαιωνικών κειμένων προκαλεί δυσκολία στον σύγχρονο άνθρωπο να κατανοήσει τα ψαλλόμενα. Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ψαλτική τέχνη είναι το μειωμένο ενδιαφέρον για την εκμάθηση ή ακρόαση της μουσικής αυτής, αφού στις μέρες μας έχουν επικρατήσει διάφορα είδη της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής με τα οποία το κοινό νιώθει πιο εξοικειωμένο, αφού προωθούνται μέσω των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας.
Η ψαλτική τέχνη στον Κατάλογο της ’υλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Την εγγραφή της «Ψαλτικής Τέχνης (Βυζαντινής μουσικής)» στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της ’ϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας ενέκρινε η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης της UNESCO για τη Διαφύλαξη της ’ϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς στην 14η ετήσια συνεδρία της, που πραγματοποιείται στην Μπογκοτά της Κολομβίας από τις 9 έως τις 14 Δεκεμβρίου 2019. Ο φάκελος υποψηφιότητας, που συνέταξαν από κοινού Κύπρος και Ελλάδα με τη στήριξη της Κυπριακής Εθνικής Επιτροπής UNESCO και της Διεύθυνσης Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ελλάδας, τεκμηριώνει την αξία της «Ψαλτικής Τέχνης» ως το κύριο μέσον επικοινωνίας της θρησκευτικής λατρείας των ανά την υφήλιο Ορθόδοξων χριστιανών και σπουδαίο είδος φωνητικής μουσικής τέχνης. Στόχος της εγγραφής είναι η ανάδειξη της σημασίας μελέτης και διάσωσης της ψαλτικής προς όφελος των νεότερων γενεών, αλλά και η ευαισθητοποίηση όλων των αρμοδίων και εμπλεκομένων φορέων για την πραγματοποίηση δράσεων προβολής και διάδοσης. Η σημασία της πρωτοβουλίας αυτής έγκειται επίσης στη συνειδητοποίηση και συνέργεια των σχετικών φορέων για τη διαφύλαξη και καταγραφή με όλα τα σύγχρονα μέσα (π.χ. οπτικογράφηση, καταλογογράφηση, ψηφιοποίηση) των διαφορετικών παραδόσεων της ψαλτικής τέχνης, αλλά και των υλικών καταλοίπων, στα οποία έχει αποτυπωθεί (μουσικά χειρόγραφα, τέχνη), με σκοπό τη διάσωση, διδασκαλία και διάδοση μίας κοινής πολιτισμικής παράδοσης, που ανάγει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική μουσική και διαπέρασε τις χιλιετηρίδες ως μουσική παράδοση εκατομμυρίων ανθρώπων.
Βλέπε λήμμα: ’υλη Πολιτιστική Κληρονομιά
Την υποψηφιότητα εγγραφής της «Ψαλτικής Τέχνης» στον Παγκόσμιο Κατάλογο, στήριξαν, μεταξύ άλλων, οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, η Ειδική Επιτροπή για την ’ϋλη Πολιτιστική Κληρονομιά, το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ, η Κυπριακή Επιτροπή Βυζαντινών Σπουδών, το Βυζαντινό Μουσείο, η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, η Έδρα UNESCO του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, το Τμήμα Οπτικοακουστικών Παραγωγών Mediazone του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, ο Βυζαντινός Χορός Ιεροψαλτών της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου «’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός», η Χορωδία Βυζαντινής μουσικής «Ρωμανός ο Μελωδός», ο Χορός ψαλτών «Κύπριοι Μελωδοί», η Σχολή Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μονής Κύκκου, η Σχολή Εκκλησιαστικής και Παραδοσιακής Μουσικής της Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού και η Ιερά Μονή Αγίου Ηρακλειδίου.
Πηγή
Unesco Κυπριακή Εθνική Επιτροπή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια