Λόγιος του 17ου αιώνα, μέλος της γνωστής κυπριακής οικογένειας Κιγάλα, γιος του Ματθαίου Κιγάλα κι αδελφός του Ιλαρίωνος Κιγάλα και του Δημητρίου Κιγάλα. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1622 και πέθανε στη Βενετία το 1687. Σε ηλικία 13 χρόνων το 1635, ενεγράφη στο Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, στη Ρώμη, όπου σπούδασε για 8 χρόνια γραμματική, ρητορική και φιλοσοφία. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του διορίστηκε, σε ηλικία 20 χρόνων, καθηγητής των ελληνικών γραμμάτων στο ίδιο Κολλέγιο, όπου και δίδαξε για άλλα 8 χρόνια. Αναγορεύθηκε σε διδάκτορα της φιλοσοφίας και της θεολογίας κι εγκαταστάθηκε στη Βενετία όπου άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Στα τέλη του 1666 πήγε στην Πάδουα, όπου εργάστηκε ως καθηγητής της λογικής στο Πανεπιστήμιο της πόλης αυτής. Δυο χρόνια αργότερα, το 1668, έγινε καθηγητής της φιλοσοφίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Αργότερα επανήλθε στη Βενετία, όπου εργάστηκε σαν λογοκριτής κι επόπτης των βιβλίων που εκδίδονταν από τον οίκο S. Ufficio, κι όπου παρεμείνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ετάφη στο Basilica Reemitanorum.
Ο Ιωάννης Κιγάλας εθεωρείτο άριστος γνώστης της αρχαίας αττικής διαλέκτου, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε ο συνάδελφός του Κάρολος Πατίν τον παρομοίαζε με τον Ξενοφώντα και τον Ισοκράτη. Εξάλλου ο Νικόλαος Βουβόλιος, από την Κρήτη, τον ονόμασε «αττική μέλισσα» και του αφιέρωσε τους ακόλουθους επιγραμματικούς στίχους:
Ὦ Κυπρίων Χάριτες τήν αἰμιλίην ἀνέχευσαν
γλώσσῃ Μαιονίδην, νῷ δε Πλάτωνα φέρει.
Ο Κωνσταντίνος Σάθας (Νεοελληνική Φιλολογία, 1868, σ. 300) αποδίδει στον Ιωάννη Κιγάλα το σύγγραμμα Praelectionum Erutida Synopsis.
Ο Ιωάννης Κιγάλας έχει γράψει κι επιγράμματα, στην ελληνική και στη λατινική γλώσσα, από τα οποία σώθηκαν μερικά.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια