Λόγιος του 17ου αιώνα, μέλος της γνωστής κυπριακής οικογένειας Κιγάλα, γιος του Ματθαίου Κιγάλα κι αδελφός του Ιλαρίωνος Κιγάλα και του Ιωάννη Κιγάλα. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1630 και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1681. Σε ηλικία 12 χρόνων, το 1642, ενεγράφη στο Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, στη Ρώμη. Είναι όμως άγνωστο πότε ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Αρχικά ακολούθησε το δρόμο της ιεροσύνης και χειροτονήθηκε διάκονος το 1651. Παρά το ότι σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία, αργότερα εγκατέλειψε τους τομείς αυτούς, όπως και την ιεροσύνη, κι ακολούθησε την ιατρική. Εργάστηκε για λίγο σαν γιατρός στη Βενετία και το 1662 πήγε στην Ισπανία όπου έζησε για 7 περίπου χρόνια στην αυλή του βασιλιά Φίλιππου Δ'. Το 1669 πήγε στην Κρήτη όπου έζησε για λίγο, κι ύστερα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί πέθανε από χολέρα. Σώζεται μια επιστολή του, γύρω από δογματικά ζητήματα, που δημοσιεύθηκε από τον Legrand (Bibliographie Hellénique, III, pp. 338 - 339).