Κερύνειας επισκοπή

Image

Η επισκοπή της Κερύνειας υπήρξε μια από τις δώδεκα που ιδρύθηκαν στην Κύπρο κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, και μια από τις λίγες που εξακολουθούν από τότε να υφίστανται στο νησί.

 

Είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε η επισκοπική έδρα της Κερύνειας, γιατί η ίδρυσή της δεν αναφέρεται σε πηγές όπως συμβαίνει με μερικές άλλες από τις τότε επισκοπές. Ωστόσο επί ημερών του Ρωμαίου αυτοκράτορα Λικινίου (307 - 324 μ.Χ.) η επισκοπή της Κερύνειας υφίστατο ήδη γιατί γνωρίζουμε τον τότε κάτοχο του θρόνου αυτού, που ήταν ο άγιος Θεόδοτος. Η σχετική αναφορά απαντάται στο Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως (Synax. Const., στις 19 Ιανουαρίου) όπου διαβάζουμε:

 

... Τῇ αὐτῇ  ἡμέρᾳ [=19 Ιανουαρίου) ἄθλησις [=μαρτυρικός θάνατος] τοῦ  ἁγίου μάρτυρος Θεοδότου ἐπισκόπου πόλεως Κυρηνίας τῆς Κύπρου. Οὖτος ἦν ἐπί Λικινίου τοῦ βασιλέως καί Σαβίνου ἡγεμόνος τῆς Κυπρίων νήσου...

 

Ο Θεόδοτος πέθανε το 315 μ.Χ., δυο χρόνια μετά την αποφυλάκισή του εξαιτίας του διατάγματος των Μεδιολάνων [=Μιλάνου] που εξεδόθη το 313 μ.Χ. Δεν είναι όμως γνωστό από πότε κατείχε τον θρόνο της επισκοπής της Κερύνειας, ούτε είναι γνωστό εάν αυτός υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος του θρόνου ή όχι.

 

Κατά το 343 μ.Χ. είναι γνωστό ότι υφίσταντο στην Κύπρο δώδεκα συνολικά επισκοπές (λίγο αργότερα ιδρύθηκε και δέκατη τρίτη στην Καρπασία) γιατί τα πρακτικά και τις αποφάσεις της συνόδου της Σαρδικής (=Σόφιας, το 343 μ.Χ.) υπογράφουν δώδεκα συνολικά Κύπριοι επίσκοποι που είναι: Αυξίβιος, Φώτιος, Γηράσιος, Αφροδίσιος, Ειρηνικός, Νουνέχιος, Αθανάσιος, Μακεδόνιος, Τριφύλλιος, Σπυρίδων, Νορβανός και Σωσικράτης. Όλοι αναφέρονται ως οι Κύπρου, χωρίς να σημειώνεται η έδρα τους. Από άλλες πηγές γνωρίζουμε τις έδρες μερικών απ' αυτούς (Αυξιβίου, Γηρασίου, Σπυρίδωνος, Τριφυλλίου). Ένας από τους υπόλοιπους θα πρέπει να ήταν ο επίσκοπος Κυρηνείας, δεν γνωρίζουμε όμως ποιος.

 

Επαρκείς πληροφορίες για την επισκοπή της Κερύνειας κατά τα Βυζαντινά χρόνια δεν υπάρχουν. Οι μεσαιωνικοί χρονογράφοι (Λ. Μαχαιράς, Στραμβάλδι, Φλ. Βουστρώνιος) παραδίδουν τα ονόματα και άλλων κατόχων του θρόνου της Κερύνειας, χωρίς όμως χρονολόγηση και χωρίς άλλες εξηγήσεις (βλέπε πιο κάτω, στον κατάλογο των επισκόπων της Κερύνειας).

 

Αρχαία κατάλοιπα που βρέθηκαν το 1883 στην πόλη της Κερύνειας (στην οδό Ελλάδος) κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών, περιελάμβαναν αρχιτεκτονικά μέλη αλλά και πολύτιμα κινητά αντικείμενα (όπως επισκοπική μίτρα). Πιθανότατα εκεί βρισκόταν κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα το επισκοπικό μέγαρο. Δυστυχώς τα αρχιτεκτονικά μέλη που είχαν βρεθεί το 1883 χρησιμοποιήθηκαν από τον τότε Άγγλο διοικητή Άντριου Σκωττ - Στήβενσον για ενίσχυση του λιμανιού της πόλης και καταστράφηκαν.

 

Για κάποια περίοδο κατά τα Βυζαντινά χρόνια (πιθανότατα κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών, από τον 7ο έως τον 10ο μ.Χ. αιώνα) η έδρα των επισκόπων της Κερύνειας βρισκόταν όπως φαίνεται στο κοντινό προς την πόλη χωριό Πέλλα Παΐς που, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, λεγόταν Πισκοπιά(η). Με την έναρξη της περιόδου της Φραγκοκρατίας, οπότε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου βρέθηκε υπό σκληρό διωγμό, στο Πέλλα Παϊς εγκαταστάθηκαν Λατίνοι κληρικοί που έκτισαν και το εκεί αββαείο.

 

Μας είναι και πάλι άγνωστο εάν η επισκοπή της Κερύνειας υφίστατο και δρούσε ή όχι καθ' όλη την περίοδο από τον 3ο/4ο μ.Χ. αιώνα μέχρι και τον 12ο. Εάν πράγματι λειτουργούσε αδιάλειπτα, που δεν φαίνεται πιθανό, τότε δεν πρέπει να ήταν σημαντική εκκλησιαστική περιφέρεια. Στις διάφορες οικουμενικές συνόδους πέρα από εκείνη της Σαρδικής, η Κυπριακή Εκκλησία συνήθως αντιπροσωπευόταν άλλοτε με ισχυρές κι άλλοτε με ολιγομελείς αντιπροσωπείες, στις οποίες όμως δεν αναφέρεται εκπρόσωπος της έδρας της Κερύνειας. Ούτε από άλλες πηγές γνωρίζουμε την ύπαρξη επισκόπων Κερύνειας, εκτός από μερικές, χωρίς χρονολόγηση, αναφορές μεσαιωνικών χρονογράφων.

 

Ωστόσο η επισκοπή υφίστατο όταν η Κύπρος αφαιρέθηκε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία κι άρχισε η περίοδος της Φραγκοκρατίας. Ήταν τότε μια από τις 14 που υπήρχαν στην Κύπρο κατά τα τέλη του 12ου αιώνα, και που ήσαν: Λευκωσίας, Ταμασσού, Κιτίου, Αμαθούντος, Κουρίου, Αρσινόης, Σολέας, Πάφου, Λαπήθου, Κερύνειας, Κυθρέας, Τρεμιθούντος, Καρπασίας και Νεαπόλεως (Λεμεσού).

 

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1192 - 1489) η Λατινική Εκκλησία εγκαθίδρυσε στην Κύπρο τέσσερις επισκοπές: Λευκωσίας (αρχιεπισκοπή), Αμμοχώστου, Λεμεσού και Πάφου, δηλαδή στις τέσσερις πιο σημαντικές πόλεις της Κύπρου τότε. Οι διωγμοί της Ορθόδοξης από τη Λατινική Εκκλησία περιέλαβαν μεταξύ πολλών άλλων και την απόφαση, στα μέσα του 13ου αιώνα (1260), της μειώσεως των δεκατεσσάρων Ορθοδόξων επισκοπών σε τέσσερις, όσες και οι Λατινικές, πράγμα που σταδιακά επετεύχθη (με τον ακόλουθο τρόπο: όταν μια επισκοπική έδρα περιερχόταν σε κατάσταση χηρείας, ο θρόνος δεν πληρωνόταν με νέα εκλογή επισκόπου αλλά η περιφέρειά του ενσωματωνόταν σε μια από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες επισκοπικές περιφέρειες). Έτσι, οι Ορθόδοξες επισκοπές μειώθηκαν σε τέσσερις, που ήσαν: Λευκωσίας, Πάφου, Λεμεσού και Αμμοχώστου. Πέραν τούτου, λίγο αργότερα οι εναπομείνασες τέσσερις Ορθόδοξες επισκοπικές έδρες εκτοπίσθηκαν από τις πόλεις, οπότε μεταφέρθηκαν: η της Λευκωσίας στη Σολέα, η της Αμμοχώστου στην Καρπασία, η της Λεμεσού στα Λεύκαρα, και η της Πάφου στην Αρσινόη (=Πόλη Χρυσοχούς).

 

Στη Σολέα έδρευε η Ορθόδοξη αρχιεπισκοπή της Κύπρου, που επίσημα ήταν μόνο επισκοπή. Σ' αυτής τη δικαιοδοσία υπαγόταν και η περιφέρεια της Κερύνειας, γι' αυτό κι αργότερα, μετά την παλινόρθωση του αρχιεπισκόπου και τριών Ορθοδόξων επισκόπων στις έδρες τους, ο επίσκοπος Κερύνειας πήρε και τον τίτλο του προέδρου Σολέας στη φήμη του, που τον διατήρησε μέχρι το 1973, οπότε δημιουργήθηκε η μητρόπολη Μόρφου στην οποία υπήχθη η Σολέα. Έτσι, από το 1973 ο μητροπολίτης Κερύνειας φέρει και τον τίτλο του υπερτίμου εξάρχου Καραβά και Λαπήθου, ενώ τον τίτλο του προέδρου Σολέας απέκτησε ο μητροπολίτης Μόρφου.

 

Η κατάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου δεν βελτιώθηκε με το τέλος της Φραγκοκρατίας και παρέμεινε η αυτή και κατά τη διάρκεια της κατοχής του νησιού από τους Βενετούς (1489 -1570/71), αν και εξεδόθη παπική διάταξη το 1521 από τον πάπα Λέοντα Χ που επέβαλλε τις αποφάσεις της συνόδου της Φλωρεντίας και συνιστούσε μετριοπάθεια εκ μέρους των Λατίνων προς τους Ορθοδόξους. Η διάταξη, που ανανεώθηκε το 1526 από τον πάπα Κλήμη VII, δεν εφαρμόσθηκε.

 

Οι σκληρότατες κι εντελώς απάνθρωπες συνθήκες δουλείας που επεβλήθησαν στους Κυπρίους κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και ιδίως της Βενετοκρατίας, έσπρωξαν τους κατοίκους του νησιού όχι μόνο να μη εναντιωθούν στην κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570/71, αλλά αρκετοί να την επιδιώξουν κιόλας.

 

Έτσι, μόλις επετεύχθη η κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους, αντιπροσωπεία Κυπρίων εστάλη αμέσως στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει τις υποσχέσεις που φαίνεται ότι είχαν δοθεί σ' αυτούς προ ή και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πράγματι, ο μεγάλος βεζύρης επικύρωσε μερικά προνόμια για τους Έλληνες Χριστιανούς της Κύπρου, που ήσαν ζωτικά γι' αυτούς (όπως λ.χ. το δικαίωμα ν' αποκτούν κτήματα και περιουσίες) που περιελάμβαναν και την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, ενώ η Λατινική Εκκλησία της Κύπρου καταδιώχθηκε και εκδιώχθηκε.

 

Υπό το νέο καθεστώς στα τέλη του 16ου αιώνα, η Κύπρος διαιρέθηκε σε τέσσερις εκκλησιαστικές περιφέρειες των οποίων οι έδρες μεταφέρθηκαν στις πόλεις: Ήταν η περιφέρεια της Αρχιεπισκοπής με έδρα τη Λευκωσία που περιελάμβανε και την Αμμόχωστο - Καρπασία, η περιφέρεια Πάφου με έδρα την Πάφο που περιελάμβανε και τμήμα της επαρχίας Λεμεσού, η περιφέρεια Κιτίου με έδρα τη Λάρνακα που περιελάμβανε και τμήμα της επαρχίας Λεμεσού και την πόλη της Λεμεσού, και η περιφέρεια Κερύνειας με έδρα την Κερύνεια που περιελάμβανε και τη Σολέα. Έτσι, από τούδε και στο εξής η ηγεσία της Κυπριακής Εκκλησίας αποτελείτο από τον αρχιεπίσκοπο και από τους μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κερύνειας. Η διευθέτηση αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 1973 οπότε, μετά την αποτυχημένη συνωμοσία των τριών επισκόπων κατά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ', η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας αποφάσισε στις 13 Αυγούστου του 1973 τη δημιουργία δυο ακόμη εκκλησιαστικών περιφερειών: Εκείνης της Λεμεσού κι εκείνης της Μόρφου.

 

Τόσο κατά τη σκληρή περίοδο της Τουρκοκρατίας όσο και κατά την ακολουθήσασα περίοδο της Αγγλοκρατίας, ο ρόλος και οι δραστηριότητες της επισκοπής της Κερύνειας ταυτίζονται προς τις γενικότερες της Εκκλησίας της Κύπρου, για την οποία βλέπε χωριστό λήμμα. Βλέπε επίσης τα χωριστά αυτοτελή λήμματα για έναν έκαστο των κυριοτέρων επισκόπων της Κερύνειας, όπου περιλαμβάνονται ιστορικές λεπτομέρειες περί την επισκοπή για τα χρονικά διαστήματα που ο καθένας απ' αυτούς υπηρέτησε ως κάτοχος του θρόνου.

 

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, προσφυγοποιήθηκε και η έδρα της μητρόπολης Κερύνειας, που έκτοτε στεγάζεται στην Ιερά Αρχιεπισκοπή, στη Λευκωσία. Στη μητρόπολη υπάγονται η κατεχόμενη πόλη της Κερύνειας και 34 συνολικά κατεχόμενες από το 1974 κοινότητες.

 

Επίσκοποι Κερύνειας: Οι ιεράρχες που υπηρέτησαν ως επίσκοποι Κερύνειας μέχρι σήμερα, κατά χρονολογική σειρά, είναι:

 

  1. Θεόδοτος, τέλη 3ου/ αρχές 4ου μ.Χ. αιώνα, ο πρώτος γνωστός επίσκοπος Κερύνειας που αναφέρεται στις πηγές.
  2. Ζήνων, πιθανώς του 4ου μ.Χ. αιώνα. Αναφέρεται από τον Λεόντιο Μαχαιρά κι ίσως πρόκειται για τον άγιο Ζήνωνα που μαζί με τον επίσκοπο Λευκωσίας Τριφύλλιο μνημονεύονται στο Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως (12 Ιουνίου).
  3. Ιλαρίων, χωρίς χρονολόγηση, αναφέρεται από μεσαιωνικούς χρονογράφους (Στραμβάλδι, Φλ. Βουστρώνιος), όπως επίσης και ο
  4. Θεόδωρος. Από τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες οπότε γίνεται μνεία στις πηγές για την επισκοπή της Κερύνειας, υπάρχει κενό μέχρι και την έναρξη της περιόδου της τουρκοκρατίας, οπότε πρώτος επίσκοπος είναι ο
  5. Ιάκωβος, που άκμασε επί ημερών του αρχιεπισκόπου Αθανασίου (1592 - 1601). Μετά απ' αυτόν αναφέρεται ο
  6. Τιμόθεος (; -1604 -;). Κατά τον Λ. Αλλάτιο ήταν ένας από τους πολλούς Έλληνες αρχιερείς που επισκέφθηκαν τη Ρώμη στις αρχές του 17ου αιώνα γι’ αποκατάσταση σχέσεων με την Αγία Έδρα. Ο Λ. Αλλάτιος τον αναφέρει ως Timothei Cirenes Cypri Metropolitae.
  7. Παρθένιος (; - 1605 - ;)
  8. Χριστόδουλος (1606;)
  9. Ιερεμίας (1608;   ;). Ως επίσκοπος Σωλέας καί Κερινίας υπογράφει στις 5.2.1609 έκκληση προς τον δούκα της Σαβοΐας για βοήθεια προς την Κύπρο. Μετά τον Ιερεμία, γνωστός επίσκοπος είναι ο
  10. Νικηφόρος (; - 1668 - ;). Ακολουθεί ο
  11. Λεόντιος (; - 1678 - 1678 -;). Μετά τον Λεόντιο αναφέρεται δεύτερος
  12. Νικηφόρος (1692; - ;). Διάδοχός του φέρεται ο
  13. Μακάριος (; - 1713 - 1716;). Μετά και πάλιν επίσκοπος
  14. Νικηφόρος (; - 1731;). Αυτού διάδοχος ήταν ο επίσκοπος
  15. Γεράσιμος (; - 1733 - 1735 - 1741;). Το όνομά του μνημονεύεται σε επιγραφή στην εκκλησία του χωριού Τρεις Ελιές. Μετά τον Γεράσιμο αναφέρεται ένας ακόμη επίσκοπος με το όνομα
  16. Νικηφόρος (1741; - 1754 - 1763). Το όνομά του μνημονεύεται σε επιγραφή στην Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του χωριού Τρεις Ελιές. Μετά, επίσκοπος διετέλεσε ο
  17. Χρύσανθος (18.10.1763 - 1773). Διάδοχός του ο
  18. Σωφρόνιος (3.8.1773 -1791). Αυτού διάδοχος υπήρξε ο επίσκοπος
  19. Ευγένιος (Οκτώβριος 1791 - 1816). Τον Ευγένιο διαδέχθηκε ο
  20. Λαυρέντιος ο Λαμπούσης (Αύγουστος 1816 – Ιούλιος 1821). Πρόκειται για τον ένα από τους εθνομάρτυρες ιεράρχες που εσφάγησαν από τους Τούρκους μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό στις 9 Ιουλίου του 1821. Διάδοχός του ήταν ο
  21. Δαμασκηνός (19 Δεκεμβρίου 1821 - 1824), που έγινε βίαια επίσκοπος από τον Τούρκο κυβερνήτη της Κύπρου κι ανήλθε το 1824 στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου. Τον Δαμασκηνό διαδέχθηκε ο
  22. Χαραλάμπης (7 Ιουλίου 1824 -1844). Διάδοχός του ήταν ο
  23. Χαρίτων (20 Νοεμβρίου 1844 - 1849). Αυτόν διαδέχθηκε ο
  24. Μελέτιος (20 Ιανουαρίου 1852 - αρχές του 1862).
  25. Χρύσανθος (19 Απριλίου 1862 - 1871). Διάδοχος του Χρυσάνθου ήταν δεύτερος επίσκοπος με το όνομα
  26. Μελέτιος (19 Ιανουαρίου 1872 - 1880). Το 1880 ο Μελέτιος μετατέθηκε στο θρόνο Κιτίου και διάδοχός του στο θρόνο Κερύνειας ήταν δεύτερος επίσκοπος με το όνομα
  27. Χρύσανθος (1880 - 1889). Κι αυτός μετατέθηκε το 1889 στο θρόνο Κιτίου και διάδοχός του στο θρόνο Κερύνειας ήταν ο
  28. Κύριλλος (1889 -1893). Κι αυτός μετατέθηκε το 1893 στο θρόνο Κιτίου και διάδοχός του στο θρόνο Κερύνειας ήταν ο
  29. Κύριλλος Βασιλείου (1895 - 1916), γνωστός ως Κυριλλούδιν. Υπήρξε ο ένας από τους δυο Κυρίλλους, πρωταγωνιστές του αρχιεπισκοπικού* ζητήματος, που αργότερα (1916) έγινε αρχιεπίσκοπος Κύπρου ως Κύριλλος Γ΄. Διάδοχός του στο θρόνο Κερύνειας ήταν ο
  30. Μακάριος Μυριανθεύς (1917 - 1947). Εξορίστηκε το 1931, αμέσως μετά την εξέγερση κατά των Άγγλων (τα γνωστά Οκτωβριανά*), κι επέστρεψε στην Κύπρο μετά το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, το δε 1947 έγινε αρχιεπίσκοπος Κύπρου ως Μακάριος Β'. Μετά την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο
  31. Κυπριανός (1948 -1973), που όπως κι ο προκάτοχος του, ανέπτυξε πλούσια εθνική δραστηριότητα ηγούμενος των αδιάλλακτων ενωτικών κύκλων της μητρόπολης Κερύνειας. Το 1971 - 1973 αναμείχθηκε ενεργά στην εκκλησιαστική συνωμοσία κατά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' και το 1973 καθαιρέθηκε από Μείζονα και Υπερτελή σύνοδο. Διάδοχός του εξελέγη ο
  32. Γρηγόριος (1974  - 1994).
  33. Παύλος (Μαντοβάνης) (1994 κ.ε.). Δες και λήμμα Παύλος (Μαντοβάνης)
  34. Χρυσοστομος.

 

Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ