Πρόξενος της Αγγλίας στη Λάρνακα από το 1843 μέχρι το 1849. Ενδιαφέρθηκε για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Κύπρου, οι δε εκθέσεις του αποτελούν μια πολύ χρήσιμη πηγή για τη μελέτη της περιόδου που υπηρέτησε στην Κύπρο. Σ' αυτές περιγράφει τις καταχρήσεις της τουρκικής διοίκησης εις βάρος των Ελλήνων ραγιάδων σε φορολογικά θέματα, στη δικαιοσύνη καθώς και στη θρησκεία. Σε μια από τις εκθέσεις του (4.6.1844) στρέφει την προσοχή του στο ζήτημα του εξισλαμισμού Ελλήνων κατοίκων της Κύπρου, από φόβο ή για άλλους λόγους. Υπάρχουν, έγραψε, ολόκληρα χωριά, των οποίων οι κάτοικοι, αν και φανερά Μουσουλμάνοι, μυστικά ασπάζονται την ελληνική θρησκεία και παρακολουθούν τις λειτουργίες εκείνης της Εκκλησίας. Από μεταγενέστερες εκθέσεις του φαίνεται ότι ορισμένοι εξισλαμισθέντες Έλληνες, οι οποίοι επιθυμούσαν να επανέλθουν στο Χριστιανισμό, απευθύνονταν στον Κερρ για βοήθεια. Ο Κερρ με τη σειρά του έκαμνε παραστάσεις προς τις τουρκικές αρχές της Κύπρου και κατόρθωνε ως επί το πλείστον, με αρκετές δυσκολίες, να αναγνωρίζεται στους Κυπρίους το δικαίωμα να επανέλθουν στην αρχική τους θρησκεία. Το 1849 ο Κερρ μετατέθηκε στη Ρόδο, το δε προξενείο της Λάρνακας υποβιβάστηκε σε υποπροξενείο υπαγόμενο στη Ρόδο υπό τη διεύθυνση του Αντωνίου Πάλμα. Ο Κερρ συνέχισε και από τη νέα του θέση να επιδεικνύει το ίδιο ενδιαφέρον για την Κύπρο και τους καταπιεζόμενους Έλληνες κατοίκους της.