Κέρζον λόρδος George Nathaniel Curzon of Kedleston

Image

Αγγλος πολιτικός, του οποίου η δράση σαν αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών και σαν υπουργού Εξωτερικών συνδέθηκε με την ιστορία της Κύπρου κατά την περίοδο 1919 - 1923.

 

Ο Κέρζον (γεννήθηκε το 1859 και πέθανε το 1925), ανήκε στο Συντηρητικό κόμμα και άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία ως υφυπουργός για τις Ινδίες (1891 - 2). Από το 1895 μέχρι το 1898 υπηρέτησε ως υφυπουργός και το 1899 διορίστηκε γενικός κυβερνήτης των Ινδιών. Από τη θέση αυτή παραιτήθηκε το 1905. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου ανέλαβε το αξίωμα του λόρδου σφραγιδοφύλακα (1915) και έγινε μόνιμο μέλος της επιτροπής πολέμου του Υπουργικού Συμβουλίου (1916), που είχε σαν έργο τη στενή παρακολούθηση των πολεμικών εξελίξεων. Κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης των Παρισίων για την ειρήνη αναπληρούσε τον απουσιάζοντα στο Παρίσι υπουργό Εξωτερικών Α. Τζ. Μπάλφουρ (Ιανουάριος 1919) και όταν τέλειωσε η διάσκεψη διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών από τον πρωθυπουργό Λλόυντ Τζορτζ (24 Οκτωβρίου1919), θέση την οποία διατήρησε μέχρι το 1924.

 

Ο Κέρζον ήταν από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές της διατήρησης της Βρετανικής αυτοκρατορίας και η θέση του αυτή επηρέασε αποφασιστικά τη στάση του απέναντι στο ενωτικό αίτημα των Κυπρίων, που ετέθη από την υπό τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ' κυπριακή αντιπροσωπεία στην Αγγλία (1918 - 1920). Ήδη κατά την τελευταία φάση του Παγκοσμίου πολέμου ο Κέρζον είχε αντιταχθεί πολύ έντονα στο φιλέλληνα πρωθυπουργό Λλόυντ Τζορτζ για την ενδεχόμενη παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα μετά τον τερματισμό του πολέμου. Φοβούμενος επίσης μήπως η Ελλάδα ανακινήσει το Κυπριακό ζήτημα στη διάσκεψη της ειρήνης στο Παρίσι και αντιδρώντας έντονα σε ορισμένες ενδοϋπηρεσιακές συζητήσεις καθώς και στην ανακίνηση του ενωτικού ζητήματος από τους Κυπρίους με την αποστολή κυπριακής αντιπροσωπείας στην Αγγλία, ετοίμασε ένα υπόμνημα εναντίον του αιτήματος αυτού, το οποίο κυκλοφόρησε στο Υπουργικό Συμβούλιο (3 Ιανουαρίου 1919).

 

Όπως είναι γνωστό η Αγγλία είχε προσφέρει την Κύπρο στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1915, για να την πείσει να αφήσει την ουδετερότητά της και να μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ βοηθώντας τη Σερβία που είχε υποστεί επίθεση από την Αυστρία. Η ελληνική φιλοβασιλική κυβέρνηση του Ζαΐμη απέρριψε την πρόταση εκείνη και έτσι χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία. Τον Ιούλιο του 1917 η υπό τον Βενιζέλο νέα ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, αναμενόταν δε ότι με το τέλος του πολέμου στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη τα ελληνικά δίκαια θα εξετάζονταν ευνοϊκά και θα ικανοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό.

 

Ο τερματισμός του Α' Παγκοσμίου πολέμου (11 Νοεμβρίου 1918) δραστηριοποίησε την ελληνική κυπριακή ηγεσία, η οποία θεώρησε τις περιστάσεις όσο ποτέ προηγουμένως ευνοϊκές για την επίλυση του εθνικού ζητήματος και επειδή η Ελλάδα είχε συμπολεμήσει με τους νικητές συμμάχους, 15 χιλιάδες Κύπριοι είχαν υπηρετήσει στα βοηθητικά σώματα στη Μακεδονία, και ακόμη επειδή είχε διακηρυχθεί από τους συμμάχους ότι η ειρήνη θα στηριζόταν στην εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών. Τρεις εβδομάδες μετά την ανακωχή, στις 5 Δεκεμβρίου 1918, μια κυπριακή αντιπροσωπεία που την αποτελούσαν ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ' και οκτώ από τους εννιά Έλληνες βουλευτές του Νομοθετικού Συμβουλίου (οι Θεοφάνης Θεοδότου, Φίλιος Ζαννέτος, Νικόλαος Κλ. Λανίτης, Νεοπτόλεμος Πασχάλης, Δημοσθένης Σεβέρης, Γεώργιος Εμφιετζής, Λούης Λοΐζου και Νεόφυτος Νικολαΐδης), αναχώρησαν για το Λονδίνο για να θέσουν για μιαν ακόμη φορά το αίτημα της ένωσης στην αγγλική κυβέρνηση.

 

Καθ' οδόν προς το Λονδίνο η κυπριακή αντιπροσωπεία πέρασε από το Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον Βενιζέλο (30 Δεκεμβρίου 1918), ο οποίος τους εξέφρασε την πεποίθησή του ότι η Αγγλία εφαρμόζοντας τη διακηρυγμένη κατά τον πόλεμο αρχή της αυτοδιάθεσης και έχοντας τώρα σύμμαχο την Ελλάδα — ενώ το 1915-όταν της προσφερόταν η Κύπρος, δεν ήταν σύμμαχος — θα προχωρούσε πολύ γρήγορα στην πραγμάτωση της ένωσης. Η πεποίθηση αυτή του Βενιζέλου στηριζόταν τόσο στους λόγους αυτούς, όσο και στην υποστήριξη που, όπως είχε βεβαιωθεί, θα έδινε στο αίτημα αυτό ο ίδιος ο Άγγλος πρωθυπουργός Λλόυντ Τζορτζ, ο οποίος του είχε πει ότι επιθυμούσε να συνδέσει το όνομά του με την Κύπρο, όπως ο Γλάδστων είχε συνδέσει το δικό του με τα Επτάνησα. Για τον Λλόυντ Τζορτζ η παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ήταν «ζήτημα ηθικής και δικαιοσύνης».

 

Μέσα σ' αυτό το κλίμα και τις ζυμώσεις ετοίμασε το υπόμνημά του της 3 Ιανουαρίου 1919 ο Κέρζον, με το οποίο κατάφερε, βρίσκοντας πολλούς ισχυρούς υποστηρικτές ανάμεσα στους πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους, να ανακόψει την πορεία που επιθυμούσε να ακολουθήσει ο Λλόυντ Τζορτζ και που προωθούσε η κυπριακή αντιπροσωπεία. Οι λόγοι για τους οποίους ο Κέρζον πίστευε ότι η Κύπρος δεν έπρεπε να δοθεί στην Ελλάδα ήσαν σε γενικές γραμμές οι ακόλουθοι:

 

Παρόλο ότι στην Κύπρο κατοικούσαν 220.000 Έλληνες και ένα δημοψήφισμα θα είχε ένα μόνο αποτέλεσμα (δηλαδή την ένωση), στην περίπτωση της Κύπρου, όπως και άλλων χωρών και περιοχών, οι εθνικοί και συναισθηματικοί υπολογισμοί δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για ιστορικούς, γεωγραφικούς, στρατηγικούς και πολιτικούς λόγους. Η θέση επιπλέον της μουσουλμανικής μειονότητας, που την αποτελούσαν 60.000 κάτοικοι, θα διαταρασσόταν σοβαρά αν η Αγγλία αποχωρούσε από την Κύπρο.

 

Η αυξημένη παρουσία και ευθύνες της Αγγλίας στην Εγγύς και Μέση Ανατολή ως αποτέλεσμα του πολέμου και η δημιουργία νέων φιλοδοξιών και συμφερόντων στην περιοχή από άλλες μεγάλες δυνάμεις (Γαλλία, Ιταλία), υπέβαλλαν την μη αποχώρηση της Αγγλίας από την Κύπρο. Η Κύπρος κατέχει μια θέση κλειδί σε σχέση με το Πόρτ Σάιντ, τη συριακή παραλία, την Αλεξανδρέττα, τη Μερσίνα στην ακτή της Κιλικίας και την Αττάλεια στην ακτή της Ανατολίας, περιοχές στις οποίες κατά τα επόμενα χρόνια θα βρίσκεται σε εξέλιξη ένας έντονος ανταγωνισμός των δυνάμεων για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Αν μια ισχυρή δύναμη καταλάβει την Κύπρο, θα είναι απειλή για τη διώρυγα του Σουέζ. Στα χέρια μιας αδύνατης χώρας μπορεί να κατακτηθεί από κάποια εχθρική προς την Αγγλία χώρα και να μετατραπεί σε μια φοβερή υποβρυχιακή και αεροπορική βάση, που σε περίπτωση πολέμου θα στοιχίσει στους Βρετανούς πάρα πολλά σε περιπολίες και επιτήρηση. Η ιστορία του νησιού δείχνει πως μόνο ισχυρές δυνάμεις το κατέκτησαν. Παραχώρησή του στην Ελλάδα θα αποτελεί ένα δελεαστικό λάφυρο για τις ισχυρότερες δυνάμεις. Θα ήταν ασύνετο να παραχωρηθεί μια τόσο κεντρική και δεσπόζουσα θέση, σε μια εποχή που τα συμφέροντα και οι ευθύνες της Αγγλίας στην περιοχή θα αυξηθούν με την ανάληψη ευθύνης στην Παλαιστίνη, την Αραβία και τη Μεσοποταμία.

 

Τέλος, κατά τον Κέρζον, η Κύπρος έχει μεγάλες δυνατότητες για ανάπτυξη. Με περισσότερους σιδηροδρόμους και λιμάνια και με μια φιλελεύθερη διοίκηση θα είχε ένα λαμπρό μέλλον.

 

Τις απόψεις του αυτές ο Κέρζον τις ενίσχυσε με ένα κοινό σημείωμα από το ναυτικό και γενικό επιτελείο για τη στρατηγική σημασία της Κύπρου, που είχε ετοιμαστεί τον Δεκέμβριο του 1917 κατά παράκλησή του. Σ' αυτό, ανάμεσα σ' άλλα, αναφερόταν πως η Κύπρος, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα μας παρείχε τα μέσα να εξουδετερώσουμε τα αποτελέσματα μιας εχθρικής ναυτικής βάσης στην παραλία της Νότιας Μικράς Ασίας και Συρίας. Επί πλέον, εφ' όσον παραμένει στα χέρια μας, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μας.

 

Το υπόμνημα του Κέρζον επηρέασε αποφασιστικά τις σχετικές με το Κυπριακό εξελίξεις. Με τις απόψεις του συμφωνούσαν το υπουργείο Αποικιών, το ναυαρχείο, η αεροπορική διοίκηση, και τα γραφεία πολέμου και Ινδιών. Έτσι όταν η κυπριακή αντιπροσωπεία έφθασε στο Λονδίνο στις 6 Ιανουαρίου του 1919 άρχισε μια πολύ δύσκολη εκστρατεία διαφώτισης της βρετανικής κοινής γνώμης, ενώ η βρετανική κυβέρνηση προσπαθούσε να υποβαθμίσει τη σημασία του κυπριακού αιτήματος και της κυπριακής πρεσβείας. Οι αραιές και σύντομες επαφές που είχε η αντιπροσωπεία με τον υπουργό Αποικιών Μίλνερ και άλλους επισήμους δεν κατέληξαν σε κανένα θετικό αποτέλεσμα παρά τη μακρόχρονη παραμονή της αντιπροσωπείας στην Αγγλία και την κατά καιρούς επικοινωνία με το Βενιζέλο τόσο στο Παρίσι όσο και στο Λονδίνο. Ο Βενιζέλος, ο οποίος πίστευε πως αργά η γρήγορα η Αγγλία θα παραχωρούσε την Κύπρο στην Ελλάδα, δεν έθεσε το Κυπριακό κατά τρόπο έντονο ανάμεσα στις εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας, γιατί βασιζόταν στην αγγλική υποστήριξη για άλλες περιοχές, όπως τα Δωδεκάνησα, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία, όπου οι Έλληνες διαβιούσαν κάτω από πολύ πιο επισφαλείς συνθήκες απ' όσο οι Έλληνες της Κύπρου. Έτσι η αρχική αισιοδοξία μετετράπη σύντομα σε πικρή απογοήτευση. Στις 5 Αυγούστου 1920 ο Κέρζον, σαν υπουργός Εξωτερικών της χώρας του, ανακοίνωσε στο Βενιζέλο ότι η αγγλική κυβέρνηση δεν είχε την πρόθεση να παραχωρήσει την Κύπρο σε κανένα. Στις 9 Αυγούστου ο Βενιζέλος ενημέρωσε την κυπριακή αντιπροσωπεία για την απόφαση αυτή της αγγλικής κυβέρνησης.

 

Η αγγλική αυτή στάση προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση και ποικίλες αντιδράσεις στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων και την παραίτηση των Ελλήνων βουλευτών του Νομοθετικού Συμβουλίου, κατά δε τα επόμενα χρόνια ο ενωτικός αγώνας συνεχίστηκε με την ίδια όπως και πριν ένταση.

 

Οι λόγοι για τους οποίους απέτυχε η κυπριακή αντιπροσωπεία στην αποστολή της συνοψίστηκαν από τον ιστορικό, πολιτευτή και μέλος της αποστολής Φίλιο Ζαννέτο ως εξής:

 

Πρῶται αἱ λεγόμεναι ἁρμόδιαι ὑπηρεσίαι τῶν πολεμικῶν ὑπουργείων ἀνεκάλυπτον ἐκ νέου μεγάλα στρατηγικά προσόντα τῆς Κύπρου διά τό μέλλον ἐν αντιθέσει πρός τό παρελθόν. Οἱ συντηρητικοί ἐπανήρχοντο εἰς τάς παλαιάς ἀρχάς αὐτῶν τῆς μή ἀποσπάσεως οὐδέ βράχου ἐκ τῆς αὐτοκρατορίας... Ὁ Λόυδ Τζώρτζ, μή βασιζόμενος ἐπί ἰδίου κόμματος, πλειοψηφοῦντος ἐν τῇ βουλῇ, δέν ἠδύνατο πλέον καί ἐάν ἤθελεν ἔτι, νά ἐπιβάλῃ τήν περί ἐκχωρήσεως τῆς Κύπρου γνώμην του. Ὁ ἰμπεριαλιστικός ἐγωισμός εἶχεν ἤδη ἐξασφαλίσει τήν νίκην ὁριστικῶς (Φ. Ζαννέτου, Ἡ Κύπρος κατά τόν αἰῶνα τῆς Παλιγγενεσίας, 1821 - 1930, Ἀθήνησιν, 1930, σ.94).

 

Ο λόρδος Κέρζον προήδρευσε το 1922 - 23 των εργασιών της διασκέψεως της Λωζάνης, η οποία κατέληξε στην υπογραφή της ομώνυμης συνθήκης (24 Ιουλίου 1923), με την οποία η Τουρκία (με τα άρθρα 16,20 και 21) παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα και τίτλο πάνω στα εδάφη που βρίσκονταν έξω από τα καθοριζόμενα με τις συνθήκες σύνορά της και αναγνώρισε την προσάρτηση της Κύπρου από την Αγγλία που έγινε στις 5 Νοεμβρίου 1914. Επίσης με τη συνθήκη αυτή οριζόταν ότι όσοι Τούρκοι υπήκοοι, που ήταν κάτοικοι της Κύπρου, δεν επέλεγαν την τουρκική υπηκοότητα μέσα σε δυο χρόνια από την υπογραφή της συνθήκης και δεν εγκατέλειπαν την Κύπρο, θα αποκτούσαν τη βρετανική υπηκοότητα.

 

Β. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ