Ποιητής. Γεννήθηκε στο Λονδίνο από Κύπριους γονείς.
Οι γονείς του Γιώργου Ταρδίου ήταν Ελληνοκύπριοι, η μητέρα του από τη Μόρφου και ο πατέρας του από το Βαρώσι. Το 1939, μετά τον θάνατο του πατέρα της, η μητέρα του ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου και παντρεύτηκε. Εκεί γεννήθηκε ο Γιώργος όπου μεγάλωσε και εργάστηκε, διατηρώντας όμως μια άσβεστη αγάπη για την πατρίδα του, την οποία επισκεπτόταν συχνά μαζί με τη γυναίκα του. Πέθανε στις 2 Ιουλίου 2023.
Στην Κύπρο και στο λογοτεχνικό κοινό της πατρίδας του συστήθηκε το 2017, με τη συλλογή
Κουμπωμένα Σχήματα (πρωτότυπος τίτλος: Buttoned up Shapes), σε μετάφραση Δέσποινας Πυρκεττή και εισαγωγή Σταύρου Καραγιάννη (εκδόσεις Αρμίδα). Η συγκεκριμένη έκδοση αποτέλεσε κατά κάποιον τρόπο μια επιστροφή της ποιητικής γλώσσας του Ταρδίου στο σπίτι της, αφού μέχρι τότε όλοι οι στίχοι του ήταν γραμμένοι στα αγγλικά. Στη συνέχεια, ποιήματά του συμπεριλήφθηκαν στην ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 1960-2018 (εκδόσεις ΚΥΜΑ), την οποία επιμελήθηκαν οι ποιητές Γιώργος Χριστοδουλίδης και Παναγιώτης Νικολαϊδης. Μαζί με τον έτερο αγγλόφωνο Κύπριο ποιητή, Στέφανο Στεφανίδη, ήταν η πρώτη φορά που σε κυπριακή ανθολογία ποίησης περιλήφθηκαν Κύπριοι ποιητές, που δεν γράφουν στα ελληνικά.
Ο Γιώργος Ταρδίος διετέλεσε Διευθυντής του Totleigh Barton, του πρώτου κέντρου φιλοξενίας Δημιουργικής Γραφής στο Ντέβον. Οργάνωσε τον πρώτο «Κρατικό Διαγωνισμό Ποίησης» για την Λέσχη Ποίησης στο Earlʼs Court και για το Arvon Foundation/Observer. Ήταν κριτής στον Διαγωνισμό Ποίησης της τηλεοπτικής εκπομπής “South Bank Show” του BBC2. Συμμετείχε στο πρόγραμμα «Οι Ποιητές στα Σχολεία».
Το 1984 ηγήθηκε αποστολής στην Τανζανία, ιχνηλατώντας πάνω σʼ ένα γαϊδούρι το ταξίδι του Χ.Μ. Στάνλεϊ (1871) προς αναζήτηση του Δρ Ντέιβιντ Λίβινγκστον. Το οδοιπορικό διήρκησε δύο χρόνια και δώδεκα μέρες, ενώ η όλη εμπειρία περιγράφεται στο βιβλίο του συγγραφέα, Lay down your heart.
Ποιητής ολιγογράφος αλλά εμβληματικός, εξέδωσε μόνο δυο ποιητικές συλλογές: BullSong (Charlotte Press) και Buttoned-Up Shapes (St Ursin Press). Έγραψε ποιήματα ασύλληπτης αισθητικής πνοής, νοηματικού βάθους και εμβληματικής εικονοποιείας, μπολιασμένα με το ασίγαστο πάθος για τον τόπο του.
Σε παλαιότερη συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ, στην ερώτηση πώς θα χαρακτήριζε τον εαυτό του, ο Ταρδίος απάντησε: «Είμαι ένας νοσταλγικός εξόριστος».
ΟΙ ΠΝΙΓΜΕΝΟΙ
του Γιώργου Ταρδίου
Η θάλασσα ήταν κόκκινη.
Στον κόλπο ξεχυνόταν χαλκός από τα μεταλλεία.
Ήλιος επίπεδος καθόταν
στ’ ακροθαλάσσι κι έσπρωχνε
τα κύματα στην όχθη.
Επάνω στη βουνοκορφή
κούρνιαζε η γριά στα μαύρα
Τα πόδια της ξέγδερναν τον βράχο
έτσι που κρυφοκοίταζε της θάλασσας το αίμα.
Αμύγδαλα απ’ τα δάχτυλά της κυλούσαν
στο νερό.
Ασάλευτα τα κύματα.
Ο εγγονός, λευκό
αδράχτι στo εκτυφλωτικό φως
Καταδύθηκε στο κουφάρι τού δουλεμπορικού
Να δει λέει τους πνιγμένους.
Η γριά στη θάλασσα σκόρπιζε ρόδια.
Δεν υπήρχαν πνιγμένοι.
Έτσι όπως έψαχνε στ’ αμπάρι
Άγγιξε τον αγκώνα του ο καιρός
και ρούφηξαν οι δίνες
γούβες στην επιφάνεια.
Άφησε η γριά στάρι να πέσει απ’ τη μαύρη της μαντήλα
πάνω απ’ τη θάλασσα.
Δεν υπήρχαν πνιγμένοι.
Μα έφτυσε ο ήλιος στα μάτια της.
Σφιχταγκαλιάστηκε κι έκρωξε
Πέταξε σταφίδες κατάμουτρα του ήλιου.
Κι ο εγγονός αναδύθηκε στο ηλιόφως
με το στόμα ανοιχτό
κεφάλι φλογισμένο
τη σάρκα σκεπασμένη από χαλκό.
Τον είχαν φιλήσει οι πνιγμένοι
Απαλά
Σαν τα φιλιά της μακαρισμένης της γιαγιάς του.
(μετάφραση: Δέσποινα Πυρκεττή
Πηγές
KYΠΕ