Κέντημα είναι η διακόσμηση των υφασμάτων, κατά κύριο λόγο, είτε με παραστάσεις είτε με γεωμετρικά ή ελεύθερα σχέδια είτε και με συνδυασμό παραστάσεων και σχεδίων, καθώς και με συνδυασμό χρωμάτων — αν και αρκετά είδη κεντημάτων που γίνονται στο χέρι με βελόνι ή σμιλί, κατασκευάζονται με κλωστή ενός μόνο χρωματισμού, συνήθως άσπρου. Κατ’ ακολουθίαν, κεντητική είναι η τέχνη του κεντήματος.
Το κέντημα γίνεται με το χέρι (χρησιμοποιώντας βελόνι ή σμιλί και κλωστές) αλλά και με ύφανση στη βούφα (=αργαλειός). Κατά τη σύγχρονη εποχή χρησιμοποιούνται ειδικές κεντητικές μηχανές. Οι κλωστές που χρησιμοποιούνται στην κεντητική είναι διαφόρων χρωματισμών και διαφόρων ειδών όπως λινές, μάλλινες, βαμβακερές, μεταξωτές, ενώ χρησιμοποιούνται ακόμη και λεπτά σύρματα από μέταλλα όπως το χρυσάφι, οπότε έχουμε το πολύτιμο χρυσοκέντημα. Χρησιμοποιούνται επίσης σε μερικά είδη κεντημάτων και χάντρες ή πολύτιμοι λίθοι, καθώς και χρυσά ή αργυρά νομίσματα.
Η τέχνη της κεντητικής είναι πολύ παλαιά και γνωστή σ' όλους τους λαούς από τους οποίους ο καθένας δημιούργησε τις δικές του παραδόσεις. Γεννήθηκε από την ανάγκη του ανθρώπου για ωραιότερες ενδυμασίες και για ωραιότερα αντικείμενα καθημερινής χρήσεως τόσο στο σπίτι του (όπως μαξιλάρια, κουρτίνες, κλινοσκεπάσματα, τραπεζομάντηλα κλπ.), όσο και σε άλλους χώρους (όπως για παράδειγμα οι εκκλησίες).
Στην Κύπρο υπάρχει πλούσια κεντητική παράδοση, τουλάχιστον από τα Μεσαιωνικά χρόνια, και μέχρι πρόσφατα, οι περισσότερες γυναίκες τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο ασχολούνταν με το κέντημα είτε επαγγελματικά, είτε για να καλύπτουν τις ανάγκες του δικού τους σπιτιού. Το κυπριακό κέντημα, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα στους αιώνες, αποτελεί ένα από τα σημαντικά κεφάλαια της λαϊκής τέχνης της Κύπρου.
Γνωστότερα, τόσο στην Κύπρο όσο και διεθνώς, είναι τα λεγόμενα λευκαρίτικα κεντήματα που κατασκευάζονταν και κατασκευάζονται στα Λεύκαρα και στα γύρω χωριά (Τόχνη, Βαβατσινιά, Βάβλα, Σκαρίνου, Κάτω Δρυς, Αλαμινός κ.α). Η παράδοση αναφέρει, μάλιστα, ότι ο μεγάλος Ιταλός καλλιτέχνης κι επιστήμονας της Αναγέννησης Λεονάρντο ντα Βίντσι είχε αγοράσει λευκαρίτικο κέντημα γύρω στα 1481, που το δώρισε στη συνέχεια στον καθεδρικό ναό του Μιλάνου όπου χρησιμοποιήθηκε ως κάλυμμα για την αγία τράπεζα. Μάλιστα ένα συγκεκριμένο σχέδιο λευκαρίτικου κεντήματος είναι γνωστό με την ονομασία «σχέδιο Λεονάρντο ντα Βίντσι». Ζωντανεύοντας την τοπική αυτή παράδοση, γυναίκες των Λευκάρων κατασκεύασαν με εθελοντική εργασία ένα μεγάλο τραπεζομάντηλο που δωρήθηκε, τον Νοέμβριο του 1986, στον καθεδρικό ναό του Μιλάνου.
Σχετικά με το λευκαρίτικο κέντημα, επικρατεί η άποψη ότι αυτό διαμορφώθηκε όπως το γνωρίζουμε σήμερα, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας, επηρεασμένο ιδιαίτερα από την κεντητική τέχνη των Βενετσιάνων αρχοντισσών. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ένας τύπος «γαζιού» του λευκαρίτικου κεντήματος ονομάζεται βενέτικος.
Το κέντημα αποτελεί βασική απασχόληση των γυναικών των Λευκάρων και της γύρω περιοχής, και πηγή πλούτου γιατί, για πολλά χρόνια, το εμπορεύονται τόσο στην Κύπρο όσο και σε πολλές άλλες χώρες οι ίδιοι οι Λευκαρίτες. Το λευκαρίτικο κέντημα χαρακτηρίζεται από τον πλούτο, και την ποικιλία των σχεδίων του που επιτυγχάνονται με τη χρησιμοποίηση διαφόρων τύπων «βελονιών». Τέτοιες βασικές «βελονιές» είναι η λεγόμενη «ανεβατή», η «τυλιχτή», η «ριζοβελονιά» και το «φεστόνι». Τα σχέδια που δημιουργούνται από τον συνδυασμό των «βελονιών» αυτών είναι ποικίλα και ωραιότατα, και το καθένα έχει την δική του ονομασία όπως «ποταμοί», «μηλούδκια», «κόρτενα», «φοινικωτά», «ξολούρκα», «καρέ», «γαζιά» και αρκετά άλλα۬ ακόμη οι διάφορες τέτοιες κατηγορίες σχεδίων διακρίνονται σε παραλλαγές, όπως για παράδειγμα τα «γαζιά» που απαντώνται σε διάφορους τύπους, όπως το «παραγαζί», το «βενέτικο», ο «στραόγαζος», το «ρουζεττωτό» κ.α., ή τα «καρέ» που απαντώνται και πάλι σε διάφορους τύπους, όπως «ήλιοι», «φοινικωτά», «μελισσωτά», «κοφτά» κλπ.
Είναι λοιπόν φανερό πως έχουμε μια τεράστια ποικιλία σχεδίων και συνδυασμών σχεδίων, που χρησιμοποιούνται για κατασκευή κάθε είδους κεντημάτων, όπως σκεπάσματα κρεβατιών, μαξιλαροθήκες, τραπεζομάντηλα, πετσέτες, «σ΄ιεμέδες» (σιεμέν) και πολλά άλλα.
Βέβαια, όπως έχει ήδη λεχθεί και πιο πάνω, με την κεντητική ασχολούνταν παλαιότερα οι γυναίκες σε ολόκληρη την Κύπρο, τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά και κάθε περιοχή είχε δημιουργήσει τη δική της παράδοση αλλά και τα δικά της σχέδια ή παραλλαγές σχεδίων. Στα ορεινά χωριά της Λεμεσού και της Πάφου, συνηθέστερα είδη κεντημάτων με το βελόνι ήσαν οι λεγόμενες «πιπίλλες» που διακοσμούσαν μαξιλαροθήκες, πετσέτες, τραπεζομάντηλα, γυναικεία φορέματα κλπ. Επίσης, με σμιλί κατασκευάζονταν οι γνωστοί «κροσιέδες» που διακοσμούσαν και πάλι παρόμοια υφάσματα. Η βασική διαφορά της «πιπίλλας» από τον «κροσιέ» είναι ότι ο δεύτερος είναι χοντρότερος γιατί χρησιμοποιούνται πιο χοντρές κλωστές που πλέκονται με σμιλί αντί με βελόνι. Με σμιλί κατασκευάζονταν και τα «παπλώματα» και άλλα είδη.
Στην Καρπασία, πάλι, χαρακτηριστικότερο δείγμα κεντητικής τέχνης είναι τα λεγόμενα «άσπρα του βελονιού». Επίσης, στη βούφα με ύφανση, κατασκευάζονταν τα λεγόμενα «άσπρα πλουμιστά», χαρακτηριστικά της καρπασίτικης λαϊκής τέχνης۬ αντίθετα, τα λεγόμενα «κοτσ΄ινόπλουμα» που κατασκευάζονταν στην Καρπασία, είχαν ομοιότητες με τα «φυδκιώτικα» της Πάφου.
Τα «φυδκιώτικα» είναι υφαντά κεντήματα που κατασκευάζονταν και κατασκευάζονται στο χωριό Φύτη της επαρχίας Πάφου (απ' όπου και η ονομασία τους) και στη γύρω περιοχή. Τα «φυδκιώτικα» καθώς και τα «λευκονοιτζ΄ιάτικα» υφαντά (που λέγονται έτσι γιατί κατασκευάζονταν στο Λευκόνοικο της Μεσαορίας και στην περιοχή του) είναι τα δυο κύρια είδη υφαντών κεντημάτων της Κύπρου. Τόσο τα «φυδκιώτικα» όσο και τα «λευκονοιτζ' ιάτικα» διακρίνονται για την ποικιλία των σχεδίων τους αλλά και για τους πλούσιους και ζωηρούς χρωματισμούς τους.
Οι τύποι των υφαντών αυτών χαρακτηρίζονται από το ότι τα πλούσια διακοσμητικά τους σχέδια κεντούνται ενώ το ύφασμα δημιουργείται με ύφανση στη βούφα. Δεν υπάρχει, δηλαδή, ένα ύφασμα το οποίο θα διακοσμηθεί, αλλά το ύφασμα κατασκευάζεται διακοσμημένο. Κατασκευάζονται πολλά είδη, όπως τραπεζομάντηλα, σκεπάσματα κρεβατιών, πετσέτες, μαξιλάρια, μαξιλαράκια, κουρτίνες, ταγάρια κ.α. Βέβαια, υπάρχει και για τα υφαντά κεντήματα μια μεγάλη ποικιλία σχεδίων και σχημάτων, ενώ βασικοί χρωματισμοί που χρησιμοποιούνται είναι κόκκινο, μπλε, πράσινο, κίτρινο και πορτοκαλί.
Σε παλαιότερες εποχές διάφορα κεντήματα, τόσο του βελονιού όσο και της βούφας, διακοσμούσαν τις παραδοσιακές λαϊκές ενδυμασίες των γυναικών αλλά και τμήματα των ανδρικών ενδυμασιών (όπως το πουκάμισο και το γιλέκο).
Η κεντητική, ως βιοτεχνία, εξακολουθεί ν’ ασκείται σε μερικές περιοχές της Κύπρου (βλέπε λήμμα βιοτεχνία). Όμως η παλαιότερη παράδοση, σύμφωνα προς την οποία κάθε κοπέλα έπρεπε να κεντήσει τα «προικιά» της, έχει πια εκλείψει.
Ωστόσο η κεντητική αποτελεί μια μακρόβια και πλούσια λαϊκή τέχνη της Κύπρου, που συνθέτει ένα πολύπλοκο μεν, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρον κεφάλαιο με ωραιότατα κι ελκυστικά δημιουργήματα.
(Βλέπε επίσης λήμμα υφαντική).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια