Έλληνας διανοητής και ιστορικός της τέχνης, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με τη σύγχρονη ιστορία της τέχνης της Κύπρου. Από τα µέσα της δεκαετίας του ’60 συνεργάστηκε µε την Κυπριακή Κυβέρνηση ως σύµβουλος για πολιτιστικά θέµατα και µε αυτή του την ιδιότητα επιµελήθηκε την πρώτη εθνική συµµετοχή της Κύπρου στη Μπιενάλε της Βενετίας.
Γεννήθηκε την Κέρκυρα το 1910 και πέθανε 1986 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Βέλγιο και Αισθητική στη Σορβόνη. Από το 1947 ανέπτυξε πολυσχιδή δράση στον χώρο του πολιτισμού. Αρθρογράφησε για θέματα τέχνης στον ελληνικό και διεθνή ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στην Αθήνα (1939-1958 και 1975-1986), τη Βενετία (1958-1963) και το Παρίσι (1963-1975). Η θητεία του ως κομισάριου για το ελληνικό περίπτερο της Ελλάδας στην Biennale της Βενετίας (1958-1967) θεωρήθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη. Το 1960 ο Γιάννης Σπυρόπουλος και το 1966 η Βάσω Κατράκη βραβεύτηκαν εκπροσωπώντας την Ελλάδα στη σημαντική αυτή διοργάνωση. Ο ίδιος παρέλαβε Διεθνές Βραβείο Κριτικής της Μπιενάλε της Βενετίας το 1958 και το 1960. Τα χρόνια του Παρισιού έζησε στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής κίνησης της Ευρώπης, γνώρισε μερικές τις πιο σημαντικές καλλιτεχνικές προσωπικότητες της παγκόσμιας τέχνης. Δεν σταμάτησε ποτέ όμως να εργάζεται για την προβολή της Ελληνικής Τέχνης στο εξωτερικό. Διοργάνωσε σημαντικές εκθέσεις, ανάμεσά τους την πρώτη «Διεθνή Έκθεση Γλυπτικής» (τα περίφημα «Παναθήναια»), στον λόφο του Φιλοπάππου (1965) και τη μεγάλη έκθεση «Οι Θησαυροί της Κύπρου» (1967), που περιόδευσε σε 12 χώρες. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει σημαντικές μελέτες για την ελληνική και κυπριακή τέχνη με έμφαση στον 19ο και 20ο αιώνα. Υπήρξε επίσης μέλος διεθνών επιτροπών για τον πολιτισμό και φίλος με διάσημους καλλιτέχνες και διανοητές του εξωτερικού, όπως ο AndrÈ Malreau, ο Christian Zervos, ο Henry Moore, ο Alberto Giacometti, ο Salvador Dali κ.ά., αλλά και με πολλούς Έλληνες και Κύπριους διανοούμενους και καλλιτέχνες.
Το πολύτιμο αρχείο του. Ένας πυρήνας εικαστικής παιδείας
Η γνωριμία του με την Αλίκη Τέλλογλου υπήρξε καταλυτική για την απόφασή του να δωρίσει το αρχείο του στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών στη Θεσσαλονίκη το 1984. Πάνω από 84.000 φυσικά τεκμήρια συγκεντρώνονται στο Αρχείο Τώνη Π. Σπητέρη ταξινομημένα σε θεματικές ενότητες από το δημιουργό του. Πρόκειται για ένα πλουσιότατο υλικό από χειρόγραφα, επιστολές, βιογραφικά καλλιτεχνών, έντυπα εκθέσεων, φωτογραφίες έργων, προσωπικές φωτογραφίες, ταξιδιωτικό υλικό καθώς και ένα εντυπωσιακά ενημερωμένο αρχείο του ελληνικού και του διεθνούς τύπου, για θέματα τέχνης, ιστορίας και πολιτικής. Μετά από διαδοχικές φάσεις επεξεργασίας το υλικό αυτό είναι σήμερα πλήρως καταλογραφημένο και ψηφιοποιημένο και σε μεγάλο βαθμό προσβάσιμο στους ερευνητές που έρχονται σε επαφή με τα Αρχεία Ιστορίας και Τέχνης του Ιδρύματος.
Ανάμεσα στο αρχειακό υλικό βρίσκονται πολυάριθμα ντοκουμέντα που αποδεικνύουν την δραστηριότητά του για την προβολή του κυπριακού πολιτισμού. Το περιεχόμενό τους αφορά κυρίως την έκθεση «Θησαυροί της Κύπρου» από την εποχή που διετέλεσε καλλιτεχνικός σύμβουλος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1966-72), το έργο του Αδαμάντιου Διαμαντή και την προβολή της σύγχρονής του κυπριακής τέχνης στο εξωτερικό. Περιλαμβάνει την αλληλογραφία και τις σχετικές διατυπώσεις για την οργάνωση της έκθεσης, υλικό από το A´ Διεθνές Κυπρολογικό Συνέδριο (Λευκωσία, 1969), υλικό από την «Παγκύπριο καλλιτεχνική έκθεση» (1971), έγγραφα της εταιρείας Amis des Monuments Frannais de Chypre και της Fondation de France (1969-72), ιδιόγραφα του Μακαρίου, αλληλογραφία με προσωπικότητες όπως ο υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Δημοκρατίας Πάτροκλος Σταύρου, ο άγγλος αρχαιολόγος-βυζαντινολόγος Talbot D. Rice, ο ιταλός ιστορικός της τέχνης Guido Perocco κ.ά. Ακόμη, έκπληξη προκαλεί ο αριθμός των ντοκουμέντων για το κυπριακό ζήτημα, που συνέλεξε ο Τώνης Σπητέρης.
Η σχέση του με την Κύπρο
Από τα µέσα της δεκαετίας του ’60 συνεργάστηκε µε την Κυπριακή Κυβέρνηση ως σύµβουλος για πολιτιστικά θέµατα και µε αυτή του την ιδιότητα επιµελήθηκε την πρώτη εθνική συµµετοχή της Κύπρου στη Μπιενάλε της Βενετίας. Συγκεκριμένα, το 1966, λοιπόν, ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, διόρισε τον Τώνη Σπητέρη ανεξάρτητο κυβερνητικό σύμβουλο για πολιτιστικά θέματα και ως “καλλιτεχνικό σύμβουλο της Κυβερνήσεως”, με στόχο να βοηθήσει στη διαμόρφωση μιας θετικής εικόνας του νεοσύστατου κράτους στο εξωτερικό.
Το 1967, στο πλαίσιο της αποστολής που του ανατέθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ανέλαβε τη διοργάνωση της μεγάλης έκθεσης TrÈsors de Chypre (Θησαυροί της Κύπρου) που παρουσιάστηκε στο Παρίσι (1967/1968) και στη συνέχεια σε άλλες έντεκα ευρωπαϊκές πόλεις, μεταξύ των οποίων, το Μόναχο (1968), η Γενεύη (1968), το Βελιγράδι (1968) και η Μόσχα (1970). Η έκθεση παρουσίαζε περίπου 250 αντικείμενα από τον 6ο π.Χ. αιώνα μέχρι και τον 19ο αιώνα και ήταν χωρισμένη σε τρεις ενότητες: Αρχαία, Βυζαντινή και Λαϊκή Τέχνη. Μάλιστα, εκτός από το κείμενο που έγραψε για τον κατάλογο της έκθεσης ο Σπητέρης, με προτροπή του Μακάριου, συνέγραψε και τον τόμο L’ art de Chypre, που αφορούσε στην αρχαία κυπριακή τέχνη, και ο οποίος στη συνέχεια μεταφράσθηκε στα Αγγλικά με τίτλο The Art of Cyprus. Εκτός από τη διοργάνωση της πιο πάνω έκθεσης ο Σπητέρης θα αναλάμβανε και τη διοργάνωση της κυπριακής συμμετοχής στην Μπιενάλε Βενετίας. Επιπλέον, θα προσέφερε τις υπηρεσίες του σε οποιοδήποτε καλλιτεχνικό θέμα στην Κύπρο και το εξωτερικό, εάν αυτό του ζητείτο από την κυπριακή Κυβέρνηση.
Η Κύπρος συμμετέχει στη Μπιενάλε Βενετίας
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρώτη συμμετοχή της Κύπρου στη μεγαλύτερη διεθνή έκθεση τέχνης στον κόσμο, την Μπιενάλε Βενετίας το 1968. Ο Τώνης Σπητέρης ως ο επιμελητής της συμμετοχής αυτής επέλεξε έξι νεαρούς Κύπριους καλλιτέχνες, τους: Χριστόφορο Σάββα, Γιώργο Σκοτεινό, Κώστα Ιωακείμ, Στέλιο Βότση, Ανδρέα Χρυσοχόο και τον γλύπτη Γιώργο Κυριάκου.
Το ενδιαφέρον του Σπητέρη για τους νέους Κύπριους καλλιτέχνες εστιάζεται στο γεγονός πως “ενώ μιλούν μια μοντέρνα γλώσσα, κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να διατηρούν στο έργο τους μια έντονη γεύση από την πατρίδα τους, χωρίς όμως ποτέ να οδηγούνται σε φολκλορικό λόγο”. Έτσι, επέλεξε καλλιτέχνες που “αν και ζουν στην Κύπρο, οφείλουν την εκπαίδευσή τους στις σπουδές τους στο εξωτερικό και στα συχνά ταξίδια που τους δίνουν τη δυνατότητα να ενημερώνονται και να έρχονται σε επαφή με τα πιο επίκαιρα θέματα στον χώρο”. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το κείμενο που έγραψε για την κυπριακή συμμετοχή στον επίσημο κατάλογο της Μπιενάλε Βενετίας του 1968: “Κατά τη μακρά περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας, το νησί υπέστη την ίδια μοίρα με όλες τις περιφερειακές χώρες που στερούνταν άμεσης επαφής με τα μεγάλα κέντρα της τέχνης. Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας (1960), αυτές οι νέες δυνάμεις, με συνείδηση του ρόλου τους, όπως και σε όλους τους άλλους τομείς, στον σημερινό κόσμο, έσπασαν τους δεσμούς τους με έναν παρωχημένο ακαδημαϊσμό για να διεκδικήσουν τη θέση που τους αξίζει κάτω από τον ήλιο”.
Στο ίδιο κείμενο ο Σπητέρης διαχωρίζει δύο κύριες τάσεις ανάμεσα στους καλλιτέχνες: τους καλλιτέχνες που ενσωματώνουν στοιχεία “από την πατρίδα τους” χωρίς όμως να γίνονται γραφικοί και τους καλλιτέχνες που “πλήρως απομακρυσμένοι από την εμπειρία προηγούμενων καλλιτεχνών […] ολοκληρώνουν την εξέλιξή τους εντός των αυστηρών επιταγών της γεωμετρίας”.
Έτσι για τον Σπητέρη τα δυναμικά γλυπτά του Γιώργου Κυριάκου από πινακωτές (παραδοσιακές ξύλινες σανίδες, μέσα στα οποία τοποθετούνται τα ζυμωμένα ψωμιά) “μεταμορφώνονται σε παράξενες θεότητες” που “οδηγούν σε νέες προοπτικές του υλικού κόσμου”. Σύμφωνα με τον Σπητέρη, τα έργα του Σκοτεινού διακατέχονται “από μια ατμόσφαιρα πάθους και σουρεαλιστικού μπαρόκ”, χρησιμοποιώντας αρχαϊκά κυπριακά ειδώλια και θεότητες “θεματοφύλακες των θρύλων, των οποίων η ηχώ χάνεται στα βάθη του χρόνου”, έργα τα οποία “δημιουργούν ψυχολογικές καταστάσεις στα όρια του παραλογισμού”.
Στα έργα του Κώστα Ιωακείμ ο Σπητέρης προσδίδει ένα αρχέγονο ύφος, χαρακτηρίζοντας τα έργα γεμάτα βουκολικό ερωτισμό, μέσα από τα οποία διαγράφεται μια παράξενη εικόνα του κόσμου “χωρίς να μετατρέπεται σε στείρο μιμητισμό και ανάμνηση”.
Τους άλλους τρεις Κύπριους καλλιτέχνες, Στέλιο Βότση, Αντρέα Χρυσοχόο και Χριστόφορο Σάββα, ο Σπητέρης τους εντάσσει στο πλαίσιο της αναζήτησης της αλήθειας μέσω της γεωμετρικής αφαίρεσης. Έτσι στο έργο του Βότση και παρά την αυστηρότητα των αφηρημένων σημείων, διακρίνει “μια μακρινή ηχώ της ατμόσφαιρας που δημιουργείται από τον μυστικισμό και τον πλούτο των θρησκευτικών εικόνων”. Στους αυστηρά γεωμετρικούς πειραματισμούς του Χρυσοχού ο Σπητέρης αποδίδει “ένα αριστοτελικό πνεύμα σύνθεσης”, ενώ η ρυθμικότητα και η πολυχρωμία των ανάγλυφων έργων του Σάββα από καρφίτσες περιγράφεται ως “η θέληση του καλλιτέχνη να ερμηνεύσει τη νοητική έννοια με τον πιο ακριβή τρόπο”.
Πηγή
Πανόραμα Κυπριακού Πολιτισμού, Το Βήμα, 24/11/2008