Η μορφή της ελληνικής γλώσσας που μεταφέρθηκε στην Κύπρο από τους Αχαιούς αποίκους και εκτόπισε σταδιακά τη γλώσσα των ντόπιων κατοίκων, των Ετεοκυπρίων, παρουσιάζει στενή συγγένεια με τη γλώσσα των κατοίκων της Αρκαδίας της Πελοποννήσου. Γι’ αυτό και είναι γνωστή ως Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος. Τόσο η Αρκαδική όσο και η Κυπριακή ανήκουν στη Νότια Αχαϊκή διάλεκτο.
Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Γραπτή έκφραση της Αρκαδοκυπριακής διαλέκτου είναι η Κυπροσυλλαβική γραφή που εμφανίζεται ήδη από τον 11ο π.Χ. αιώνα. Συλλαβική επιγραφή σε χάλκινο οβελό του 1050 π.Χ. περίπου, η οποία ανακαλυφθηκε στην Παλαίπαφο, δίνει την Αρκαδοκυπριακή γενική του ελληνικού ονόματος Οφέλτης: Οφέλταυ (αντί -αο). Η επιγραφή του οβελού αποτελεί την αρχαιότερη ελληνική επιγραφή που βρέθηκε ως τώρα στην Κύπρο και επαληθεύει τις μυθικές παραδόσεις τις σχετικές με την ίδρυση των κυπριακών πόλεων. Ως γνωστόν, οι παραδόσεις αυτές συνδέουν την Πελοπόννησο, ιδιαίτερα την Αρκαδία, με την Κύπρο.
Η Κυπροσυλλαβική γραφή προήλθε από την Κυπρομινωική, ένα αρχαιότερο σύστημα γραφής, που συγγενεύει με τη Γραμμική Α γραφή της Κρήτης, και που, όπως φαίνεται, οι Κύπριοι δανείστηκαν από Κρήτες εμπόρους γύρω στα 1500 π.Χ. Η Κυπρομινωική γραφή δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφηθεί, ενώ αντίθετα η Κυπροσυλλαβική αποκρυπτογραφήθηκε από τον George Smith (1871-1876). Το κάθε σημείο της γραφής αυτής αντιστοιχεί με μια συλλαβή (φωνήεν ή ένα σύμφωνο με ένα φωνήεν). Το Κυπροσυλλαβικό αλφάβητο διατηρήθηκε ως τον 3ο αιώνα π.Χ., μολονότι δύσκολα απέδιδε όλους τους φθόγγους της Ελληνικής, ενώ αντίθετα το Ελληνικό αλφάβητο άργησε να επιβληθεί στην Κύπρο.
Η αρχαία κυπριακή διάλεκτος χρησιμοποιήθηκε από την εποχή του αποικισμού της Κύπρου από τους Αχαιούς (12ο αιώνα π.Χ.) μέχρι και τις αρχές των Ελληνιστικών χρόνων (τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα). Μετά τη δημιουργία των Ελληνιστικών κρατών από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου καθιερώθηκε και στην Κύπρο η «Αλεξανδρινή κοινή», από την οποία κατάγεται η νεοελληνική γλώσσα με τις διάφορες διαλέκτους της. Ανάμεσα σε αυτές είναι και η σύγχρονη κυπριακή διάλεκτος στην οποία επιβιώνουν πανάρχαια γλωσσικά στοιχεία, όπως σύστοιχα αντικείμενα, απαρεμφατικοί τύποι αντί ουσιαστικών κ.ά.
«Από τάφο της Παλαιπάφου προέρχονται και τρεις χάλκινοι οβελοί, ένας από τους οποίους έχει εγχάρακτη επιγραφή στο κυπριακό συλλαβάριο Παλαιοπαφικού τύπου. Τα πέντε σύμβολά του συνθέτουν τη λέξη ο.πε.λε.τα.υ που είναι η γενική του κυρίου ονόματος Οφέλτου. […] Ο τύπος αυτός της γενικής ανήκει χωρίς καμιά αμφιβολία στην Αρκαδική διάλεκτο. […]
Η ανασκαφή των τάφων του 11ου αι. π.Χ. στην Παλαίπαφο φωτίζει ενδιαφέρουσες πτυχές της Κυπριακής ιστορίας. […] Στην Κύπρο οι Έλληνες μετανάστες του 12ου αιώνα δημιούργησαν ευπραγούσες κοινότητες που γίνανε η βάση των δέκα βασιλείων που αναπτύχθηκαν στα κατοπινά χρόνια. Το γεγονός ότι μιλούσαν στην Πάφο την Αρκαδο-Κυπριακή διάλεκτο είναι πάρα πολύ σημαντικό. Η επιγραφή του οβελού, όσο μικρή και αν είναι, αποτελεί την αρχαιότερη Ελληνική επιγραφή που βρέθηκε ως τώρα στην Κύπρο και αποδεικνύει και από τη γλωσσική σκοπιά τον αποικισμό της Κύπρου από τους Αχαιούς κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία. Είναι συγκινητικό να επαληθεύεται από την αρχαιολογική σκαπάνη ο μύθος της ιδρύσεως της Παλαιπάφου από τον Αγαπήνορα, τον Αρχηγό των Αρκάδων, που εισήγαγε στην Πάφο τη διάλεκτο της πατρίδας του».
Πηγές: