Αρχαϊκή Εποχή

Η θρησκεία κατά την Αρχαϊκή Εποχή

Image

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της θρησκείας στην Κύπρο κατά την Αρχαϊκή εποχή είναι ο συγκρητισμός δηλαδή η σύνθεση, συγχώνευση διαφορετικών μεταξύ τους θρησκευτικών (ή πολιτιστικών) στοιχείων, αλλά και ο πολυμορφισμός.  Αφενός η παρουσία στην Κύπρο των Φοινίκων και αφετέρου η πολιτική κυριαρχία των Ασσυρίων, των Αιγυπτίων και των Περσών ευνοεί την επικράτηση Μεσανατολικών στοιχείων στη λατρεία.  Η φοινικική θεά Αστάρτη εύκολα συνδυάζεται με τη ντόπια «Μεγάλη Θεά».  Μεγάλος ναός που βρέθηκε στο Κίτιο ήταν αφιερωμένος στην Αστάρτη.  Ο φοινικικός θεός Βάαλ- Αμμάν, ο θεός των θυμιατηρίων, ταυτίζεται με τον πανάρχαιο θεό των βοδιών και των προβάτων, τον προστάτη των αγροτών.  Το λατρευτικό του ειδώλιο βρέθηκε σε ιερό στο Μένοικο, δυτικά της Λευκωσίας.  Στην Αμαθούντα λατρεύονται οι αιγυπτιακές θεότητες Bes και Αθώρ.

 

Στα αγροτικά ιερά που είναι σκορπισμένα σε ολόκληρο το νησί διατηρούνται οι αρχέγονες θρησκευτικές αντιλήψεις και συνεχίζεται η λατρεία της θεότητας της γονιμότητας.  Οι κάτοικοι των μικρών οικισμών δείχνουν την ευσέβειά τους με πλήθος αναθήματα, κυρίως πήλινα ειδώλια ή αγαλματίδια από ασβεστόλιθο.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα αγροτικού ιερού είναι αυτό που αποκαλύφθηκε στο χωριό Αγία Ειρήνη, κοντά στη βορειοδυτική ακτή της Κύπρου.

 

Γύρω στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, αρχίζει μια περίοδος έντονης ελληνικής παρουσίας στην Κύπρο και η πολιτιστική επαφή με τον Αιγαιακό χώρο ανανεώνεται.  Τότε οι ελληνικοί θεοί εισάγονται και λατρεύονται στην Κύπρο, και σε μερικές περιπτώσεις ταυτίζονται με τους φοινικικούς θεούς: Αθηνά-Ανάτ, Ηρακλής-Μελκάρτ, Απόλλων-Ρεσιέφ Μικάλ, Δίας-Βάαλ.  Στην περιοχή των Σόλων η θεά Αθηνά λατρεύεται σε ναούς ελληνικού ρυθμού και παριστάνεται ή ως Αθηνά Ιππία ή ως Πρόμαχος.  Στο Κούριο η λατρεία του θεού των αγροτών και της γονιμότητας των ζώων, που είχε αρχίσει ήδη σε ιερό του 8ου αιώνα π.Χ., ταυτίζεται στην Κλασική περίοδο με τη λατρεία του Απόλλωνα Υλάτη.  Στην Παλαίπαφο η λατρεία της θεάς της γονιμότητας, της «Μεγάλης Θεάς», ταυτίζεται με τη λατρεία της ελληνικής Αφροδίτης, και στην εικονογραφία επικρατούν οι ελληνικοί τύποι και ρυθμοί, όπως και στην υπόλοιπη πολιτιστική ζωή του τόπου.

 

Θεότητες 

Η θρησκεία της Κυπροαρχαϊκής εποχής παρουσιάζει έντονη πολυμορφία και συγκρητισμό (δηλαδή συγχώνευση διαφορετικών θεοτήτων).  Διατηρεί ως υπόστρωμα τον αυτόχθονα χαρακτήρα της, γνωρίζει πολλές ξένες επιδράσεις από την Ανατολή και εξελληνίζεται ολοένα και περισσότερο, γεγονός που διακρίνεται ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα.

 

Η βάση των θρησκευτικών αντιλήψεων και πεποιθήσεων της Κυπροαρχαϊκής εποχής είναι η θεοποίηση των φυσικών δυνάμεων που σχετίζονται με τη γονιμότητα.  Οι δυνάμεις αυτές εκφράζονται ως ιδιότητες που χαρακτηρίζουν μερικές θεότητες, οι κυριότερες των οποίων είναι ο Μεγάλος Θεός, η Μεγάλη Θεά και ένας νεαρός τρίτος θεός, που αντιπροσωπεύει τη βλάστηση.

 

Ο πολύμορφος Μεγάλος Θεός 

Ο Μεγάλος Θεός, όπως τον ονομάζουμε συμβατικά, είναι το ταίρι της Μεγάλης Θεάς.  Ο θεός αυτός αντιπροσωπεύει τον ουρανό και τα φαινόμενά του (αστραπές, βροντές, κεραυνούς, βροχή).  Είναι επίσης ο θεός του ήλιου και του φωτός και υπό αυτή την ιδιότητα ταυτίζεται με τον ελληνικό θεό Απόλλωνα και τον ανατολικό Ρεσιέφ.  Σαν ηλιακή θεότητα μπορεί μερικές φορές να παρουσιάζεται με τόξα και βέλη σαν τον Ηρακλή-Μελκάρτ.  Είναι επίσης ο θεός του κεραυνού.  Με αυτή του την ιδιότητα ταυτίζεται με το θεό Δία, με το Βάαλ των Φοινίκων, τον Άμμωνα των Αιγυπτίων, το Χατάτ της Συρίας, τον Ενλίλ της Μεσοποταμίας και τον Τεσούπ των Χετταίων. 

Συνήθως εικονίζεται ως πολεμιστής να κρατά τον κεραυνό.  Άλλα σύμβολά του είναι το βασιλικό σκήπτρο, το ρόπαλο, το μαστίγιο και ο διπλός πέλεκυς.  Τα σύμβολα αυτά υποδηλώνουν την ιδιότητά του να προκαλεί βροχή και να ποτίζει ευεργετικά τη γη.  Η επαφή της βροχής με το χώμα συμβολίζει την ένωση ουρανού και γης, τον ιερό γάμο μεταξύ του Μεγάλου Θεού και της Μεγάλης Θεάς που θα προκαλέσει την ανάπτυξη της βλάστησης.  (Τη βλάστηση προσωποποιεί ένας άλλος νεαρός θεός, που στην Κύπρο ταυτίστηκε με τον Άδωνη.)  Μερικά άλλα σύμβολα του Μεγάλου Θεού είναι ο ηλιακός δίσκος, η σφίγγα, ο αετός, το λιοντάρι, ο κριός και ο ταύρος.  Στην τέχνη εικονίζεται κρατώντας κάποια από τα σύμβολά του είτε όρθιος ως πολεμιστής σε δράση είτε ένθρονος, μεγαλοπρεπής, σε στάση ακινησίας, ηρεμίας και γαλήνης.

 

Η Μεγάλη Θεά

Η Μεγάλη Θεά, η οποία στην Κύπρο με την πάροδο των χρόνων ταυτίστηκε τελικά με την Αφροδίτη, προϋπήρχε από τα προϊστορικά χρόνια.  Η ιδέα της θεότητας αυτής ήταν κοινή σε όλους τους λαούς της Ανατολής και ανάλογα με την κάθε περιοχή πήρε διάφορες μορφές: Ιστάρ στη Μεσοποταμία, Αστάρτη στη Συροπαλαιστίνη, Κυβέλη στη Φρυγία, Ίσιδα και Αθώρ στην Αίγυπτο κ.λπ. 

Στη Μεγάλη Θεά εκφράζεται η πανάρχαια ιδέα της μητέρας-τροφού που δίνει τη ζωή στον άνθρωπο.  Γενικότερα, στη θεά αυτή ενσαρκώνεται η ιδέα της γονιμότητας.  Προσωποποιεί κυρίως τη γη, αλλά εκφράζει και τον ουρανό.  Βασικό σύμβολό της είναι το περιστέρι.  Άλλα σύμβολά της θεωρούνται το φίδι, το λιοντάρι και η σφίγγα.  Στην τέχνη εικονίζεται με διάφορους τρόπους: όρθια, ή ένθρονη, ντυμένη ή γυμνή υποδεικνύοντας τα στήθη της, κάποτε με υψωμένα χέρια, ως έγκυος ή ως κουροτρόφος (βρεφοκρατούσα).

 

Άδωνης

Η βάση της κυπριακής θρησκείας κατά την Αρχαϊκή εποχή ήταν η θεοποίηση των φυσικών δυνάμεων που σχετίζονται με τη γονιμότητα.  Έτσι, οι κυριότερες θεότητες της εποχής ήταν ο Μεγάλος Θεός, η Μεγάλη Θεά και ένας νεαρός τρίτος θεός, που αντιπροσωπεύει τη βλάστηση.

 

Αυτός ο νεαρός θεός της βλάστησης ταυτίστηκε στην Κύπρο με τον Άδωνη.  Ο Άδωνης έχει φοινικική προέλευση.  Φαίνεται, μάλιστα, ότι από την Κύπρο η λατρεία του πέρασε μετά στον ελλαδικό χώρο.  Ως θεός της βλάστησης έλαβε διάφορες μορφές στις χώρες της Ανατολής και σε κάποιες περιοχές θεωρήθηκε ως ο σύντροφος της Μεγάλης Θεάς.  Με αυτή την ιδιότητα τον συναντούμε ως Ταμούζ στη Μεσοποταμία, Άττι στη Φρυγία, Εσμούν στην Καρχηδόνα και το Κίτιο και Όσιρι στην Αίγυπτο.

 

Λατρευτικές συνήθειες

Κατά την Αρχαϊκή περίοδο λόγω του ανεπτυγμένου θρησκευτικού αισθήματος των Κυπρίων δημιουργήθηκε αφθονία έργων τέχνης με θρησκευτικό χαρακτήρα.  Τα λατρευτικά αυτά είδη είναι στην πλειοψηφία τους αναθηματικά και λατρευτικά αγάλματα και ειδώλια, καθώς επίσης και ποικιλία άλλων αντικειμένων, όπως τελετουργικά αγγεία και σκεύη (π.χ. θυμιατήρια), ζωγραφισμένες ή ανάγλυφες παραστάσεις, αναθηματικές επιγραφές, φυλακτά, πήλινα ομοιώματα ναΐσκων, μάσκες με αποτροπαϊκές ιδιότητες (για να διώχνουν το κακό) κ.λπ.

 

Άλλες θρησκευτικές συνήθειες της εποχής ήταν οι τελετές με χορό και μουσική μέσα σε ιερά και ιερούς κήπους, οι θυσίες και η άσκηση της μαντικής τέχνης και ακόμα το έθιμο της κουράς και της προσφοράς μαλλιών σε ναούς (όπως μαρτυρείται στο Κίτιο).

 

Αναθηματικά ειδώλια

Κατά την Κυπροαρχαϊκή εποχή, λόγω της έντονης θρησκευτικότητας των Κυπρίων, τα αναθηματικά (αφιερωματικά) ειδώλια προσφέρονταν στα ιερά σε μεγάλους αριθμούς.  Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι σε ένα και μόνο αρχαϊκό ιερό, αυτό της Αγίας Ειρήνης, βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές 2000 πήλινα αγάλματα και ειδώλια.

 

Κάθε φορά που ένα ιερό ή ναός γέμιζε ασφυκτικά με αναθήματα, ένα αριθμός  αναθημάτων που δεν ήταν φτιαγμένα από μέταλλο (το οποίο θεωρείτο πολύτιμο υλικό) παραμερίζονταν και τοποθετούνταν σε αποθέτες.  Οι αποθέτες είναι ρηχοί αποθηκευτικοί λάκκοι που σκάβονταν κοντά στο ιερό.  Εκεί τοποθετούνταν τα ειδώλια που περίσσευαν και μετά καλύπτονταν με χώμα.  Τέτοιοι αποθέτες βρέθηκαν σε πολλά σημεία της Κύπρου (π.χ. στο Κούριο) και έχουν ιδιαίτερη σημασία τόσο για το πλούσιο υλικό τους όσο και για τη μελέτη των διαφόρων χρονολογικών φάσεων των ιερών.

 

Μαντική τέχνη

Η μαντική τέχνη αναπτύχθηκε αρκετά στην αρχαϊκή Κύπρο, αν κρίνουμε από τα ονόματα τεσσάρων Κυπρίων χρησμολόγων που διασώθηκαν σε κείμενα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.  Τα ονόματα αυτά περιλαμβάνουν τον Εύκλο(υ)ν, το Φράσιο, τον Πυγμαλίωνα και το Σέλευκο.  Επιπρόσθετη ένδειξη αποτελεί η αναφορά του Ηρόδοτου για το χρησμό που δόθηκε στους Αμαθουσίους να θάψουν με τιμές το κεφάλι του Ονήσιλου στην πόλη τους. 

 

Επίσης, σε μερικές κυπροαρχαϊκές επιγραφές έχουν σωθεί τα ονόματα μερικών ατόμων που υπηρετούσαν ως μάντεις και μαντίαρχοι σε διάφορα ιερά, όπως π.χ. στα ιερά του Απόλλωνα στο Κούριο και την Πύλα. Οι μαντείες τότε πρέπει να ήταν ένα είδος ιεροσκοπίας, δηλαδή οι μάντεις παρατηρούσαν την καύση των εντοσθίων του σφαγιασθέντος ζώου και κατέληγαν σε συμπεράσματα ανάλογα με τον τρόπο που αυτά σούρωναν, έσκαγαν ή έκαναν διάφορους κρότους. 

 

Εκτός από τους μάντεις σημαντικό θρησκευτικό έργο εκτελούσαν και οι μάγειροι οι οποίοι κατά τις θυσίες ήταν υπεύθυνοι για το σφάξιμο, το ψήσιμο και το μοίρασμα των κρεάτων σε όσους έπαιρναν μέρος στις θυσίες.  Φαίνεται ότι οι μάγειροι ήταν αρκετοί σε αριθμό, αφού ίδρυσαν ναό προς τιμήν του Απόλλωνα και τον ονόμασαν «Μαγείριον», δηλαδή προστάτη τους.

 

 

Πηγές:

  1. Caubet A., Hermary A., Karageorghis V. (1992) Art Antique de Chypre au Musee du Louvre – Du Chalcolithique a l’ époque Romaine, Fondation A. G. Leventis & Reunion des Musees Nationaux – Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα
  2. Στυλιανού Παναγιώτης (1997): «Τα αρχαία βασίλεια» σ. 465-618 εις Ιστορία της Κύπρου, τόμος Β΄: Αρχαία Κύπρος, Επιμ. Παπαδόπουλλου Θ., Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ –  Γραφείο Κυπριακής Ιστορίας, Λευκωσία.
  3. Καραγιώργης Β. (2002): Κύπρος, το σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου, 1600-500 π.Χ., Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα.

Φώτο Γκάλερι

Image