=Η οικονομία της Κύπρου κατά τα αρχαϊκά χρόνια ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και στηριζόταν στον αγροτικό τομέα, την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου, τη βιοτεχνία και το εξαγωγικό εμπόριο. Από αρχαίες μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι αυτή την περίοδο ξεχερσώθηκαν δάση για τη δημιουργία καλλιεργήσιμης γης, ότι κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. η εκμετάλλευση των ορυχείων χαλκού εντατικοποιήθηκε και επίσης ότι κατά την αρχή της Αρχαϊκής εποχής η Κύπρος κυριάρχησε στη θάλασσα ("θαλασσοκρατειρα")για κάποια χρόνια. Σε αυτό συνέβαλε και η καίρια γεωγραφική θέση του νησιού, η οποία προσφέρεται για την ανάπτυξη διεθνούς εμπορίου και προς ανατολάς και προς δυσμάς. Το επίθετο αυτό αποδίδει στην Κύπρο ο Ευσέβιος ο οποίος συγκαταλέγει την Κύπρο ανάμεσα στις χώρες που κυριάρχησαν στη θάλασσα κατά τον 8ο αι. π.Χ.
Ένας άλλος παράγοντας που έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στην οικονομία της Κύπρου ήταν η εγκατάσταση των Φοινίκων στην Κύπρο. Οι Φοίνικες ήταν ένας λαός ο οποίος είχε ιδιαίτερη επίδοση στο εμπόριο και τη ναυτιλία. Αριθμός Φοινίκων εγκαταστάθηκε στην Κύπρο κατά τα γεωμετρικά χρόνια, γύρω στο 850 π.Χ. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στο Κίτιο και αργότερα διείσδυσαν και στην ενδοχώρα (Ιδάλιο, Ταμασός, Μένοικο κ.α.) κυρίως σε περιοχές που συνδέονταν με την παραγωγή χαλκού. Συγκέντρωσαν στα χέρια τους μεγάλο μέρος του εμπορίου του χαλκού και του διεθνούς εμπορίου της Κύπρου. Στους Φοίνικες οφείλεται η εισαγωγή στην Κύπρο πολλών ξένων προϊόντων από την Ανατολή, καθώς και η εξαγωγή κυπριακών προϊόντων μέχρι την Ισπανία στη Δυτική Μεσόγειο.
Ακολουθώντας το παράδειγμα των Φοινίκων, τα κυπριακά βασίλεια αξιοποίησαν την πλούσια ξυλεία των κυπριακών δασών για την κατασκευή στόλου, οργάνωσαν τη ναυτιλία τους και επιδόθηκαν στο υπερπόντιο εμπόριο. Η ανοδική πορεία της κυπριακής οικονομίας συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της ασσυριακής και αιγυπτιακής κυριαρχίας στο νησί, παρά το φόρο υποτελείας που επιβαλλόταν από τους ξένους δυνάστες. Αντίθετα στα χρόνια κατά τη διάρκεια περσικής κυριαρχίας (η οποία διήρκεσε μέχρι και την κλασική εποχή), η κυπριακή οικονομία κάμφθηκε σταδιακά λόγω του υψηλού φόρου υποτέλειας, της κάμψης της ναυτιλίας και των επαναστατικών κινημάτων εναντίον των Περσών.
Διεθνές εμπόριο
Η ευνοϊκή γεωγραφική θέση της Κύπρου ανάμεσα σε τρεις ηπείρους (Αφρική, Ασία και Ευρώπη) ευνόησε την ανάπτυξη διεθνούς εμπορίου ήδη από την Μέση Εποχή του Χαλκού και εξής. Η παρουσία Φοινίκων αποίκων στο νησί από τον 9ο αι. και εξής έδωσε μεγαλύτερη ώθηση στη ναυτιλία και το υπερπόντιο εμπόριο.
Οι εμπορικές επαφές της Κύπρου κατά την Αρχαϊκή εποχή διεξάγονταν τόσο με την Ανατολή όσο και με τη Δύση. Τα κυπριακά λιμάνια με κυριότερα τη Σαλαμίνα, το Κίτιο και την Αμαθούντα έσφυζαν από ζωή. Κυπριακά, φοινικικά, ελληνικά και άλλα καράβια φόρτωναν και ξεφόρτωναν ποικιλία εμπορευμάτων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονταν προϊόντα κεραμικής, γεωργικά προϊόντα αλλά και προϊόντα πολυτελείας. Μερικά από τα ξένα λιμάνια τα οποία συνδέονταν με το διεθνές εμπόριο της Κύπρου ήταν προς ανατολάς, η Τύρος και το Ποσίδειον, προς τα βόρεια η Ταρσός και η Πέργη της Μ. Ασίας και προς δυσμάς τα νησιά του Αιγαίου όπως η Ρόδος, η Κως, η Νάξος, οι Κυκλάδες γενικά, η Χίος, η Λέσβος, η Ερέτρια στην Εύβοια και η Έφεσος στα παράλια της Μ. Ασίας, η Αθήνα στην Αττική και η Κόρινθος και το Άργος στην Πελοπόννησο.
Εμπόριο με το Αιγαίο
Οι εμπορικές σχέσεις της Κύπρου με τον ελλαδικό χώρο ήταν ιδιαίτερα σημαντικές κατά τα αρχαϊκά χρόνια. Η Κύπρος ανέπτυξε εμπορικές επαφές με τα πλείστα νησιά του Αιγαίου, τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας (π.χ. Έφεσος), την Αθήνα και πόλεις της Πελοποννήσου (όπως π.χ. η Κόρινθος και το Άργος). Οι σχέσεις αυτές γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση κατά τον 8ο αι. π.Χ.
Τα προϊόντα που εισάγονταν στην Κύπρο από τον ελλαδικό χώρο ήταν κυρίως αγγεία από την Ερέτρια, αμφορείς λαδιού από την Αττική, μυροδοχεία από τη Ρόδο και την Κόρινθο και αμφορείς από τη Χίο – που πιθανότατα περιείχαν χιώτικο κρασί.
Στην Ελλάδα η Κύπρος εξήγαγε χαλκό και χάλκινα αντικείμενα, καθώς και πήλινες τερρακότες (πήλινα ειδώλια). Οι κυπριακές τερρακότες είχαν μεγάλη ζήτηση, κυρίως κατά τον 6ο αι. π.Χ. και πουλιούνταν σε περιοχές όπως η Δήλος, η Ρόδος, η Σάμος κ.α. Το εμπόριό τους παρήκμασε κατά τον 5ο αι. π.Χ., λόγω του ανταγωνισμού από αντίστοιχα ελληνικά προϊόντα, κυρίως εκείνα της Αττικής.
Εμπόριο με την Αίγυπτο
Κατά την αρχαϊκή εποχή η Κύπρος ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με την Αίγυπτο. Αιγυπτιακές πηγές μαρτυρούν την παρουσία Κυπρίων εμπόρων αλλά και μισθοφόρων στη χώρα. Η διείσδυση του ελληνικού στοιχείου γενικά (όχι μόνο των Ελλήνων της Κύπρου) άρχισε επί Ψαμμήτιχου Α΄ (664-610 π.Χ.) Ιδρύθηκε τότε η ελληνική αποικία Ναύκρατις η οποία στη συνέχεια άκμασε ιδιαίτερα. Οι Κύπριοι έμποροι εξήγαγαν στην Ναύκρατι προϊόντα κεραμικής, κυρίως τερρακότες (πήλινα ειδώλια) οι οποίες ήταν περιζήτητες στις ξένες αγορές την εποχή εκείνη. Παράλληλα, επειδή τα ελληνικά καράβια που ταξίδευαν προς τη Ναύκρατι έκαναν σταθμό στο λιμάνι της Αμαθούντας, γινόταν εκεί ανταλλαγή προϊόντων και εισαγωγή ελληνικών αγγείων. Οι σχέσεις Κύπρου – Αιγύπτου κατά την περίοδο αυτή αντανακλούνται και στον τομέα της τέχνης, όπου παρατηρούνται αιγυπτιακές επιδράσεις στην κυπριακή τέχνη, κυρίως στη γλυπτική.
Εμπόριο με την Ανατολή
Όπως είναι γνωστό, οι Κύπριοι κατά τα αρχαϊκά χρόνια συνδέονταν εμπορικά με την Ανατολή, συνεχίζοντας μια παράδοση τουλάχιστον χιλίων χρόνων. Από τις χώρες της Ανατολής εισήγαγαν προϊόντα πολυτελείας, όπως π.χ. ελεφαντόδοντο από την Αίγυπτο, ασημένια κύπελλα από τη Φοινίκη και πολυτελή έπιπλα από την περιοχή της Β. Συρίας. Μεγάλο μέρος του κυπριακού εμπορίου με την Ανατολή βρισκόταν στα χέρια των Φοινίκων οι οποίοι κατέκλυσαν το νησί με προϊόντα ανατολικής τέχνης. Τα προϊόντα αυτά παράλληλα με την εμπορικό τους αντίκρισμα άσκησαν επιδράσεις στην κυπριακή τέχνη, κάτι που συνέβη παράλληλα και με την ιωνική τέχνη την περίοδο αυτή.
Στο σημερινό Ισραήλ έχουν βρεθεί γραπτές μαρτυρίες του 6ου αι. π.Χ που αναφέρουν ότι ανάμεσα στις ομάδες διερχομένων στη θέση Αράτ στην περιοχή Νεγκέμπ περιλαμβάνονταν και Κύπριοι. Στην Ταρσό της Κιλικίας έχουν βρεθεί κυπριακά και ευβοϊκά αγγεία του 7ου αι. π.Χ. Κύπριοι και Ευβοείς ίδρυσαν και ανέπτυξαν την Αλ Μίνα, εμπορικό σταθμό στη Β. Συρία (σήμερα στην Τουρκία), όπου υπήρχε ελληνική παροικία.
Εμπόριο με τη Δύση
Η Κύπρος εξήγαγε προϊόντα μεταλλοτεχνίας σε περιοχές της Δυτικής Μεσογείου. Στην Ιταλία έχουν βρεθεί χάλκινες λεκάνες με λαβές που προέρχονται από την Κύπρο. Στη Σαρδηνία και στην Ισπανία έχουν εντοπιστεί χάλκινες τριγωνικές καρφίτσες για ενδύματα, οι οποίες ήταν κυπριακής κατασκευής. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός ο τύπος καρφίτσας έγινε αντικείμενο μίμησης στην Ισπανία.
Εσωτερικό Εμπόριο
Το εσωτερικό εμπόριο της Κύπρου κατά τα αρχαϊκά χρόνια στηριζόταν στην εκμετάλλευση των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, του δασικού και ορυκτού πλούτου (χαλκός), καθώς και των προϊόντων της βιοτεχνίας. Η βιοτεχνία αυτή την εποχή αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, γεγονός που οδήγησε σε μεγαλύτερη εξειδίκευση στην εργασία. Αυτή την περίοδο παράγονται βιοτεχνικά προϊόντα από τα συνηθισμένα και λειτουργικά (π.χ. τα προϊόντα κεραμικής και μεταλλοτεχνίας) μέχρι τα πιο ασυνήθιστα και πολυτελή (π.χ. τα προϊόντα αρωματοποιίας).
Σίγουρα ένα μεγάλο μέρος του εσωτερικού εμπορίου (και του εξαγωγικού) της αρχαϊκής Κύπρου βρισκόταν στα χέρια των Φοινίκων. Οι δραστηριότητες των Φοινίκων δεν περιορίστηκαν μόνο στο Κίτιο, αλλά επεκτάθηκαν και στην ενδοχώρα (π.χ. Ταμασσός). Παρά το γεγονός αυτό εκτιμάται ότι οι Φοίνικες είχαν θετική συμβολή στην ενίσχυση στου κυπριακού εμπορίου, της ναυτιλίας και γενικότερα της οικονομίας. Για παράδειγμα η ανάπτυξη της ναυπηγικής τέχνης οφείλεται σε κάποιο βαθμό στους Φοίνικες οι οποίοι είχαν παράδοση στη ναυτιλία.
Για τις ανάγκες του εσωτερικού εμπορίου χρησιμοποιούνταν χάλκινα νομίσματα, ενώ τα ασημένια νομίσματα κυκλοφορούσαν για τις ανάγκες του εξωτερικού εμπορίου. Χρυσά νομίσματα κόβονταν σε περιόδους κρίσεως, όπως π.χ. αργότερα, στα χρόνια του Ευαγόρα της Σαλαμίνας.
Νόμισμα
Οι απαρχές της κυπριακής νομισματοκοπίας εντοπίζονται στην Αρχαϊκή εποχή. Ως παλαιότερη μορφή «χρήματος» είχαν χρησιμοποιηθεί τα τάλαντα χαλκού, ήδη από την Εποχή του Χαλκού. Ο πρώτος Κύπριος βασιλιάς που έκοψε νόμισμα με τη μορφή του κέρματος, ήταν ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Ευέλθων. Το πρώτο κυπριακό νόμισμα που κόπηκε ήταν ασημένιο και χρονολογείται στο 538 π.Χ. Τα νομίσματα του Ευέλθοντα φέρουν το σύμβολο Κυ (δηλαδή «Κυπρίων»), κάτι που υποδηλώνει προβάδισμα έναντι των άλλων Κύπριων βασιλέων. Άλλα σύμβολά τους είναι ο κριός (κριάρι), που είναι ένα περσικό σύμβολο, και το ankh, το οποίο είναι αιγυπτιακό σύμβολο της ζωής.
Τον Ευέλθοντα της Σαλαμίνας μιμήθηκαν και οι άλλες κυπριακές πόλεις, οι οποίες έκοβαν νομίσματα στα δικά τους νομισματοκοπεία. Ακόμα και οι Φοίνικες της Κύπρου έκοβαν νομίσματα με τη διαφορά ότι χρησιμοποιούσαν στις επιγραφές το φοινικικό αλφάβητο, αντί για την κυπροσυλλαβική γραφή. Λόγω του διεθνούς εμπορίου που ανέπτυξε η Κύπρος, πολλά κυπριακά νομίσματα βρέθηκαν σε αρχαϊκές θέσεις στην Κύπρο. Το νομισματικό σύστημα που υιοθετήθηκε στα κυπριακά νομίσματα κατά την εποχή αυτή ήταν κυρίως το περσικό. Το σύστημα αυτό ίσχυε, κατά την αρχαϊκή τουλάχιστον εποχή, σε μεγάλο τμήμα της Μ. Ασίας, στην Κύπρο, στις συριακές ακτές, τη Θεσσαλία και σε τμήμα της Θράκης.
Η εμφάνιση κυπριακών νομισμάτων κατά την Αρχαϊκή εποχή μας οδηγεί σε ορισμένα ιστορικά συμπεράσματα. Από πολιτικής πλευράς η κοπή νομισμάτων σε μια εποχή όπου διαδοχικοί κυρίαρχοι της Κύπρου ήταν οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες τεκμηριώνει ότι οι Κύπριοι βασιλιάδες διατηρούσαν τότε την πολιτική αυτονομία τους, αφού μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά τα σύμβολα της εξουσίας τους. Από οικονομικής πλευράς η κοπή νομίσματος επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας εξελιγμένης και πολυσύνθετης κοινωνίας, η οποία δεν βασίζεται αποκλειστικά στην αγροτική οικονομία, αλλά στηρίζεται επίσης στους τομείς της βιοτεχνίας και του εμπορίου, ενώ παράλληλα συμβαδίζει με τον ευρύτερο ελληνικό κόσμο με τον οποίο την συνέδεαν στενοί εμπορικοί και πολιτιστικοί δεσμοί.
Πηγές: