Η μελέτη της αρχαϊκής κοινωνίας της Κύπρου αντικρίζεται από διάφορες οπτικές γωνίες, π.χ. ως θέμα κοινωνικής διαστρωμάτωσης (διάκριση σε κοινωνικές τάξεις), σε επίπεδο σύνθεσης και, τέλος, από τη σκοπιά της δημογραφικής διασποράς μέσα στο χώρο.
Η πολιτική και κοινωνική οργάνωση κατά τα αρχαϊκά χρόνια γινόταν στο πλαίσιο του βασιλικού πολιτεύματος. Ο βασιλιάς κατείχε όλες τις εξουσίες (πολιτική, στρατιωτική, θρησκευτική, δικαστική). Κυβερνούσε με τη βοήθεια των μελών της βασιλικής οικογένειας – τους άνακτες και τις άνασσες – οι οποίοι πρέπει να αποτελούσαν ένα είδος πολιτικού συμβουλίου. Στην Κύπρο – με εξαίρεση το αρχαίο Ιδάλιο – δεν υπήρχε ο θεσμός της συνέλευσης του λαού, η οποία στην Ελλάδα είχε εξελιχθεί σταδιακά σε δημοκρατικό θεσμό. Στο Ιδάλιο ο λαός είχε αρκετή ισχύ και ο βασιλιάς και η πόλη συναποφάσιζαν. Αυτό συμπεραίνεται αβίαστα από το κείμενο της χάλκινης ενεπίγραφης πινακίδας του Ιδαλίου – και από την επιγραφή «Εδαλιέων» (δηλαδή των κατοίκων της πόλης του Ιδαλίου) που φέρουν τα νομίσματα του Ιδαλίου, από τα οποία – ας σημειώσουμε – απουσιάζει το όνομα του βασιλιά.
Κοινωνική διαστρωμάτωση
Στην κυπριακή κοινωνία των αρχαϊκών χρόνων υπήρχαν σαφείς ταξικές διαφορές. Οι μνημειακοί τάφοι που ανασκάφηκαν σε διάφορες αρχαϊκές πόλεις της Κύπρου (Σαλαμίνα, Κίτιο, Αμαθούντα, Ταμασό, Ιδάλιο κ.λπ.) με τη μνημειακή κατασκευή και τα πλούσια κτερίσματά τους φανερώνουν ότι υπήρχε μια ανώτερη κοινωνική τάξη που διακρινόταν για τον πλούτο και την ισχύ της. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται αυτή από την εύρεση δύο διαφορετικών νεκροπόλεων στην αρχαία Σαλαμίνα. Η πρώτη Νεκρόπολη «η βασιλική» προοριζόταν αποκλειστικά για την ταφή των βασιλέων και ευγενών. Η δεύτερη νεκρόπολη στην τοποθεσία «Τζιελλάρκα» προοριζόταν για τον απλό λαό. Εκεί, τόσο η κατασκευή των τάφων όσο και τα κτερίσματα υστερούσαν κατά πολύ συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα των βασιλικών τάφων.
Από τα δείγματα υλικού πολιτισμού της Κυπροαρχαϊκής εποχής (όπως π.χ. αγγεία, σκεύη, κοσμήματα κ.λπ.) και τα δεδομένα που έχουμε για το εμπόριο και την οικονομία της εποχής συμπεραίνουμε ότι ένα σεβαστό μέρος του λαού ευημερούσε. Η ευημερία αυτή αντανακλάται επίσης και στην αύξηση των νέων εγκαταστάσεων και των ιερών, – που είναι επακόλουθο της αύξησης του πληθυσμού της Κύπρου αυτή την εποχή.
Η κατώτατη κοινωνική τάξη της εποχής ήταν δούλοι. Για το θέμα της δουλείας κατά την Κυπροαρχαϊκή εποχή ελάχιστα γνωρίζουμε και αυτά έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους.
Μερικές φιλολογικές πηγές αναφέρουν ότι κάποιοι δούλοι που προέρχονταν από το εξωτερικό βρίσκονταν στην υπηρεσία των Κυπρίων βασιλιάδων και ότι περνούσαν πολύ άνετη ζωή. Από την άλλη πλευρά όμως κατά τις ανασκαφές στη «βασιλική» Νεκρόπολη της Σαλαμίνας εντοπίστηκε μία περίπτωση ανθρωποθυσίας δύο δούλων έξω από τον τάφο του κυρίου τους.
Σύνθεση της κοινωνίας
Η πλειοψηφία των κατοίκων της Κύπρου κατά τα αρχαϊκά χρόνια ήταν Έλληνες, απόγονοι των Μυκηναίων που εγκατέλειψαν τη Στερεά Ελλάδα και το Αιγαίο και εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο σε μεγάλους αριθμούς κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Ο πληθυσμός αυτός μετέφερε στη νέα του πατρίδα τον πολιτισμό και την εθνική του ταυτότητα και – παρά τις επιδράσεις που δέχτηκε από τη συμβίωση με τους ντόπιους (Ετεοκύπριους) και από τις επαφές του με την Ανατολή – διατήρησε την ελληνικότητά του. Από τον 9ο αι. π.Χ. και εξής οι σχέσεις με τις ακτές της Μ. Ασίας και το Αιγαίο έγιναν εντονότερες και πυκνότερες και έφτασαν στο απόγειό τους τον 7ο και 6ο αι. π.Χ.
Ετεοκύπριοι
Κοντά στους Έλληνες της Κύπρου υπήρχε μια ομάδα του παλιού γηγενούς πληθυσμού, οι Ετεοκύπριοι, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να εξελληνίζονται και τελικά αφομοιώθηκαν από το ελληνικό στοιχείο. Σύμφωνα με μια άποψη, οι Ετεοκύπριοι είχαν περιοριστεί αυτή την εποχή σε λίγες μόνο περιοχές του νησιού, και κυρίως στην πόλη της Αμαθούντας.
Φοίνικες
Στην αρχαϊκή Κύπρο διέμενε επίσης μεγάλος αριθμός Φοινίκων. Οι πρώτοι Φοίνικες είχαν ήδη εγκατασταθεί στο Κίτιο, προερχόμενοι από τη φοινικική πόλη Τύρο, γύρω στα μέσα του 9ου αι. π.Χ. Σταδιακά, με κίνητρα οικονομικά, διείσδυσαν στο εσωτερικό του νησιού, όπου υπήρχαν χαλκούχα μεταλλεία (π.χ. στην Ταμασσό). Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να γνωρίζουμε ακριβώς σε ποιο βαθμό έλεγχαν τη μεταλλουργία και το εξαγωγικό εμπόριο της Κύπρου, εντούτοις είναι βέβαιο ότι ανέλαβαν σημαντικό οικονομικό ρόλο και ότι γενικά ωφέλησαν την ανάπτυξη της οικονομίας και του υλικού πολιτισμού της Κύπρου. Οι σχέσεις Φοινίκων και Κυπρίων ήταν αρκετά αρμονικές – μέχρι που τελούνταν μεταξύ τους και μικτοί γάμοι – διαταράχτηκαν όμως μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Ονήσιλου και κατά τη συνέχιση της περσικής κατοχής του νησιού.
Μετά την έναρξη της Κυπριακής Επανάστασης, οι σχέσεις αυτές έγιναν εχθρικές. Το κλίμα αυτό καλλιεργήθηκε από τους ίδιους τους Πέρσες, οι οποίοι ευνόησαν αφενός την αναρρίχηση των Φοινίκων σε ανώτατα αξιώματα σε διάφορες πόλεις, όπως η Λάπηθος, και αφετέρου τη διείσδυση του φοινικικού στοιχείου στην ενδοχώρα του νησιού.
Με την πάροδο του χρόνου οι Φοίνικες αφομοιώθηκαν από το ελληνικό στοιχείο, το οποίο ήταν δυναμικότερο, και εξαφανίστηκαν οριστικά μετά τη διάλυση του φοινικικού βασιλείου του Κιτίου από τους Πτολεμαίους το 312 π.Χ.
Αγροτικοί οικισμοί
Στην κυπριακή ύπαιθρο υπήρχαν αγροτικοί οικισμοί όπου συγκεντρώνονταν οι απλοί χωρικοί που ασχολούνταν με γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Παράλληλα, υπήρχαν και αστικά κέντρα, όπου διέμεναν οι βιοτέχνες, οι έμποροι και η ανώτερη τάξη. Λόγω της μεγάλης επέκτασης του εμπορίου και της βιοτεχνίας υπήρχε μεγάλη εξειδίκευση στον τομέα της εργασίας. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία που έχουμε από τον 6ο αι. π.Χ. για την ύπαρξη του επαγγέλματος του «μυρουργού» (δηλαδή του αρωματοποιού). Μια εικόνα των αρχαϊκών αστικών κέντρων της Κύπρου παίρνουμε από την ακόλουθη περιγραφή:
Στην Κύπρο η συνήθης πόλις θα περιελάμβανε το βασιλικό ανάκτορο, τα αρχοντικά της ανώτερης κοινωνικής τάξης και τα σπίτια, περισσότερο ή λιγότερο ταπεινά – ορισμένα απ’ αυτά, χωρίς αμφιβολία, εξίσου πολυτελή με αυτά των ευγενών – μερικών χιλιάδων εμπόρων και τεχνιτών κάθε λογής…»
Οικογένεια
Ο πολυσύνθετος κοινωνικός ρόλος της οικογένειας διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας στην Κύπρο. Μέσω της οικογένειας παραδίδονταν αξίες, δοξασίες, ήθη και έθιμα, η θρησκεία, η γλώσσα, οι τέχνες και γενικά ο πολιτισμός. Ειδικότερα τώρα, κατά την Αρχαϊκή εποχή η οικογένεια σχημάτιζε αθόρυβα την εθνική και πολιτιστική ταυτότητα των Ελλήνων της Κύπρου. Χάρη στην ταυτότητα αυτή διαχωρίστηκαν από τα υπολείμματα των Ετεοκυπρίων που επέζησαν μέχρι τότε, τους Φοίνικες και τους ξένους κυρίαρχους – Ασσύριους, Αιγύπτιους και Πέρσες. Έτσι λοιπόν, η οικογένεια γίνεται ο βασικός φορέας διατήρησης της ελληνικότητας του τόπου.
Η βασιλική οικογένεια έπαιζε ένα επιπρόσθετο και ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή του τόπου. Επειδή η βασιλεία ήταν κληρονομική, η βασιλική οικογένεια είχε διπλή συμβολή στην πολιτική ζωή του βασιλείου. Αφενός πρέπει να προετοίμαζε τον υποψήφιο βασιλιά και αφετέρου, μετά την άνοδό του στο θρόνο, αποτελούσε ένα είδος βοηθητικού συμβουλίου που τον ενίσχυε στην άσκηση της εξουσίας. Σύμφωνα με ένα απόσπασμα της «Πολιτείας των Κυπρίων» του Αριστοτέλη, οι γιοι και οι αδερφοί του βασιλιά ονομάζονταν «άνακτες» (δηλαδή βασιλείς) και οι κόρες και οι γυναίκες τους ονομάζονταν «άνασσαι» (βασίλισσες).
Πηγές: