Ο Μακάριος σε επιστολή του στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου (1 Μαρτίου 1964) γράφει για τα 13 σημεία:
«Με την σκέψιν ότι η πρωτοβουλία, η συνεργασία και η υπόσχεσις υποστηρίξεως από βρετανικής πλευράς απετέλουν σημαντικόν παράγοντα διά την εξασφάλισιν επιτυχίας, αφού περί τούτων ενημέρωσα και την ελληνικήν κυβέρνησιν, υπέβαλον προς την τουρκοκυπριακήν ηγεσίαν τας προτάσεις μου».
Κανένας μέχρι σήμερα δεν διέψευσε το πιο πάνω απόσπασμα επιστολής του Αρχιεπισκόπου και όσοι επιμένουν να τον επικρίνουν γιατί δεν ενημέρωσε δήθεν την Αθήνα αποφεύγουν να αναφερθούν σ’ αυτό.
Η δεύτερη μαρτυρία για το ότι η Λευκωσία ενημέρωσε την Αθήνα για τα 13 σημεία είναι από τον διπλωμάτη Ευστάθιο Λαγάκο που αποκαλύπτει (Αλεξανδράκη, Θεοδωροπουλου, Λαγάκου, Το Κυπριακό, 1950-1974, μια ενδοσκόπηση, σελ.32):
«To Nοέμβρη 1963 ήμουν επιτετραμμένος της Ελλάδος στην Κύπρο. Μια μέρα, από τις τελευταίες του μήνα αυτού, η τότε Υπουργός Δικαιοσύνης (εννοεί τη Στέλλα Σουλιώτου), που αναπλήρωνε τον απουσιάζοντα Υπουργό Εξωτερικών, με παρακάλεσε να σπεύσω στο γραφείο της για μια επείγουσα και ενδιαφέρουσα ανακοίνωση… Πράγματι η Υπουργός άνοιξε το χρηματοκιβώτιο και μού έδωσε να διαβάσω ένα δακτυλογραφημένο μνημόνιο, που είχε διορθώσεις και προσθήκη με το μολύβι. Ήταν τα 13 σημεία και οι χειρόγραφες διορθώσεις από το χέρι του σερ Άρθουρ Κλαρκ (του ύπατου αρμοστή της Βρετανίας στην Κύπρο)».
Η τρίτη μαρτυρία για την ενημέρωση της Αθήνας από τη Λευκωσία για τα 13 σημεία προέρχεται από τον τότε πρεσβευτή της Κύπρου στην Αθήνα, Νίκο Κρανιδιώτη που συναντήθηκε με τον Γεώργιο Παπανδρέου που σχημάτισε κυβέρνηση στις 8 του Νοέμβρη του 1963, αφού προηγήθηκε πέντε μέρες νωρίτερα η εκλογική του νίκη. Γράφει λοιπόν ο Κρανιδιώτης (Ανοχύρωτη Πολιτεία, τόμος Α’. σελ. 81): «Λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης επισκέφθηκα στο πολιτικό γραφείο του, τον πρωθυπουργό. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, που με δέχτηκε εγκάρδια, ζήτησε να τον ενημερώσω για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Κύπρος, και αφού με άκουσε με προσοχή είπε: «θα κάμωμεν ότι μπορούμε για σας βοηθήσωμεν». Μου συνέστησε, όμως, να συνεννοηθώ το ταχύτερο με τον υπουργό Εξωτερικών.
»Την επομένη επισκέφθηκα, πράγματι, τον Σοφοκλή Βενιζέλο, με τον οποίο είχα διεξοδική συζήτηση για όλα τα θέματα που απασχολούσαν την κυπριακή κυβέρνηση».
Οι συναντήσεις του Κρανιδιώτη με τον Παπανδρέου και τον Βενιζέλο έγιναν «λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης», δηλαδή αρκετές μέρες πρίν από τις 30 του Νοέμβρη που υποβλήθηκαν τα 13 σημεία και όπως ο ίδιος ο Κρανιδιώτης αναφέρει, ο Παπανδρέου ζήτησε να ενημερωθεί «για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Κύπρος», ενώ με τον Βενιζέλο είχε «διεξοδική συζήτηση για όλα τα θέματα που απασχολούσαν την κυπριακή κυβέρνηση». Και τότε το κύριο θέμα που απασχολούσε την κυπριακή κυβέρνηση ήταν η υποβολή προτάσεων για αναθεώρηση άρθρων του συντάγματος.
Όλα όσα αναφέραμε δείχνουν πως ο Μακάριος ενημέρωσε την ελληνική κυβέρνηση για την πρόθεσή του να ζητήσει αναθεώρηση του συντάγματος και φυσικά της έδωσε και την ευκαιρία και το δικαίωμα να προβάλει οποιαδήποτε αντίρρηση. Η αντίθετη άποψη είναι ένας μύθος φυσικά χωρίς καμιά τεκμηρίωση.
Η στάση της Αθήνας πριν από την υποβολή του εγγράφου
Το ερώτημα που πρέπει τώρα να μας απασχολήσει είναι το εξής: Εισηγήθηκε η κυβέρνηση Παπανδρέου στον Αρχιεπίσκοπο να μη ζητήσει αναθεώρηση του συντάγματος ή μήπως τον άφησε ανενόχλητο να προχωρήσει στα σχέδιά του;
O Ευστάθιος Λαγάκος για τις δικές του αντιδράσεις μετά την ενημέρωσή του από τη Στέλα Σουλιώτου γράφει (στο ίδιο, σελ. 32): «Δοκίμασα φυσικά μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Καταλαβαίνεις, μου είπε η υπουργός, «τη σημασία που έχει το χαρτί αυτό». Ευχαρίστησα και έφυγα αισιόδοξος και με αναπτερωμένο το ηθικό».
Στη συνέχεια ο Λαγάκος γράφει (στο ίδιο σελ. 32-33): «Γρήγορα όμως με έζωσαν τα φίδια της αμφιβολίας. Πώς είναι δυνατόν σκεπτόμουνα να ενθαρρύνει ο βρετανός πρέσβης την Κυπριακή Κυβέρνηση, ενώ ήξερε πολύ καλά τη στάση της Τουρκίας; Πως είναι δυνατόν να πιστεύει ότι ο Κιουτσούκ θα τολμούσε να αγνοήσει την Άγκυρα, της οποίας ήταν πάντοτε πειθήνιο όργανο;».
Ο Λαγάκος, όμως, ο οποίος το 1987 που εκδόθηκε το βιβλίο, μας πληροφορεί πως το 1963 τον «έζωσαν τα φίδια της αμφιβολίας» δεν μας αναφέρει έστω και ένα διάβημά του προς την κυβέρνησή του γι’ αυτά τα «φίδια που τον έζωσαν» και φυσικά δεν μας παρουσιάζει καμιά αντίδραση της Αθήνας απέναντι στη Λευκωσία για την πρόθεσή της να ζητήσει αναθεώρηση του συντάγματος. Ακόμα, ο Ελλαδίτης διπλωμάτης, παρόλα τα «φίδια της αμφιβολίας», δεν έκρινε αναγκαίο να εξηγήσει τις ανησυχίες του-που ισχυρίζεται ότι είχε-στην κυπριακή κυβέρνηση. Αλλά με την «πολύ ευχάριστη έκπληξη», την «αισιοδοξία» και το -«αναπτερωμένο ηθικό» του που έδειξε στη συνάντησή του με τη Στέλλα Σουλιώτου, ουσιαστικά ενθάρρυνε τη Λευκωσία να προχωρήσει στα σχέδιά της.
Η ουσία είναι πως η Αθήνα με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου ουδέποτε σύστησε στη Λευκωσία να μην υποβάλει προτάσεις για αναθεώρηση του συντάγματος, παρόλο που ενημερώθηκε για της προθέσεις της.
Πολύ ορθά ο Μιλτιάδης Χριστοδούλου γράφει (Η πορεία μιας εποχής, σελ. 35) «Κανένας δεν πρόβαλε ποτέ τον ισχυρισμό πως ενώ η ελληνική κυβέρνηση ήταν τότε ενήμερη για τις ενέργειες του Μακάριου και την προετοιμασία του να υποβάλει τις προτάσεις του, κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια να του υποδείξει αναβολή ή να τον εμποδίσει να υποβάλει στην τουρκική πλευρά τις προτάσεις του για οποιονδήποτε λόγο. Ο Μακάριος αφέθηκε ελεύθερος από την κυβέρνηση Παπανδρέου να προχωρήσει στο διάβημά του, ενώ αυτή γνώριζε εκ των προτέρων τις απόψεις και τις διαθέσεις του».
Στήριξη με στρατιωτικά σχέδια
Όλα όσα αναφέραμε δείχνουν πως είναι λαθεμένη η θέση πως ο Μακάριος υπέβαλε τα 13 σημεία χωρίς να ενημερώσει την Αθήνα. Η αλήθεια είναι πως η Αθήνα και ενημερώθηκε και άφησε ελεύθερο τον αρχιεπίσκοπο να προωθήσει την πολιτική το. Από τις 30 Νοέμβρη του 1963 που υποβλήθηκαν τα 13 σημεία μέχρι τις 21 του Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς που άρχισαν οι διακοινοτικές ταραχές, ποτέ η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου δεν εξέφρασε οποιαδήποτε διαφωνία την προς πολιτική της αναθεώρησης του συντάγματος, μέσω διαλόγου, που ακολουθούσε η Λευκωσία. Αντίθετα, στήριξε την πολιτική αυτή και με στρατιωτικά σχέδια και με απόφαση για στρατιωτική βοήθεια και με δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών και με την συμφωνία Σοφοκλή Βενιζέλου (φωτό)-Ερκίν για διάλογο των δυο κοινοτήτων.
Ερχόμαστε τώρα σε ένα άλλο ερώτημα: Μετά την υποβολή των 13 σημείων η Αθήνα τοποθετήθηκε ευνοϊκά ή αρνητικά απέναντι σ’ αυτά;
Στις 6 του Δεκέμβρη του 1963 ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας αντιστράτηγος Ι. Πιπιλής υπέγραφε ένα αναλυτικό έγγραφο με τίτλο «Εξέλιξις καταστάσεως εις Κύπρον» και το υπέβαλλε στον υπουργό Εθνικής Άμυνας Δ. Παπανικολόπουλο με «ενημερωτικόν σημείωμα». Την επόμενη μέρα ο Παπανικολόπουλος έστελνε στον υπουργό Εξωτερικών τη μελέτη του Γενικού Επιτελείου και του τόνιζε πως «το Υπουργείον Εθνικής Αμύνης υιοθετεί τας προτάσεις επι της στρατιωτικής πολιτικής, εξαχθείσας εκ της αναλύσεως των παραγόντων της στρατηγικής». Ακόμα, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας έγραφε: «Παράκλησις όπως ληφθώσιν υπ’όψιν δια την διαμόρφωσιν της Εθνικής πολιτικής»
Οι διαπιστώσεις του Γενικού Επιτελείου που έγιναν δεχτές από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας ήταν οι ακόλουθες (Σπύρου Παπαγεωργίου, Τα κρίσιμα ντοκουμέντα του Κυπριακού, τόμος Α’, σελ. 259-260):
- Το Επιτελείο είδε ευνοϊκά την υποβολή των 13 σημείων και ως αφετηρία «διά την επίτευξιν του εθνικού αντικειμενικού σκοπού», δηλαδή της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
- Διαπίστωσε θετική στάση υπέρ των ελληνικών και κυπριακών θέσεων, του κομουνιστικού κόσμου, του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, του ΗΠΑ, της Βρετανίας, των αραβικών και αφρικανοαστιατικών χωρών. Δηλαδή, έβλεπε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου να προσφέρουν την υποστήριξή τους σ’εμάς.
- Πρόβλεπε πως θα δημιουργείτο στρατιωτική κρίση στην Κύπρο και πως «η Ελλάς θα αναγκασθεί να εμπλακεί εν Κύπρω».
- Ευνοούσε τη στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας στην Κύπρο διαπιστώνοντας πως «η στρατιωτική ισχύς της Τουρκίας… παρουσιάζεται μειωμένη», ενώ «αι στρατηγικαί δυνατότητες της Ελλάδος σήμερον παρουσιάζονται ευνοϊκά».
- Τασσόταν υπέρ της στρατιωτικής χρησιμοποίησης των Ελληνοκυπρίων και τόνιζε πως «απαιτείται σοβαρά ηθική και υλική ενίσχυσις του δυναμικού ελληνοκυπριακού στοιχείου».
Στις 17 του Δεκέμβρη ο αντιπρόεδρος και υπουργός των Εξωτερικών της ελληνικής κυβέρνησης Σοφοκλής Βενιζέλος σε συνέντευξή του στο αθηναϊκό «Βήμα» εξέφραζε την κυβερνητική πολιτική που ταυτιζόταν με τη θέση του Μακάριου για αναθεώρηση του κυπριακού συντάγματος. Έλεγε σ’ εκείνη τη συνέντευξή του ο Έλληνας υπουργός: «Αι δύο κοινότητες της νήσου οφείλουν να επιφέρουν εις το ισχύον σύνταγμα τας αναγκαίας αναπροσαρμογάς και βελτιώσεις, ώστε να καταστήσουν βιώσιμον την Κυπριακήν Δημοκρατίαν».
Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου δεν περιορίστηκε στις δηλώσεις Βενιζέλου, αλλά σε σύσκεψη στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1963 με τη συμμετοχή του Κύπριου υπουργού Εξωτερικών Σπύρου Κυπριανού υποσχέθηκε να ενισχύσει στρατιωτικά την Κυπριακή Δημοκρατία. Γράφει ο Μιλτιάδης Χριστοδούλου που συνόδευε τότε του Κυπριανού στην επίσκεψή του στην Αθήνα (στο ίδιο σελ. 351):
«Εκεί (ο Κυπριανού), ερχόταν σε επαφή με την ελληνική κυβέρνηση και τη στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας και σε ειδική σύσκεψη στο ελληνικό Πεντάγωνο αποφασίστηκε, υπό το φως των τουρκικών απειλών και εσωτερικών κινδύνων, να σταλεί βοήθεια στην Κύπρο. Αποφασίστηκε να σταλεί το οπλιταγωγό Λήμνος με φορτίο όπλων και πυρομαχικών για την ενίσχυση των Ελληνοκυπρίων».
Η κυβέρνηση Γ. Πανανδρέου κινήθηκε και πολιτικά και μάλιστα αποτελεσματικά για την στήριξη της πολιτικής του Μακάριου. Συγκεκριμένα, στις 19 του Δεκέμβρη, στο Παρίσι, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας Βενιζέλος και Φεριντούν Ερκίν συμφώνησαν, παρόντος και του Σπύρου Κυπριανού, να δοθούν από την Άγκυρα οδηγίες στον Κουτσιούκ να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τον Μακάριο πάνω στις προτάσεις που υπέβαλε ο αρχιεπίσκοπος για τροποποίηση του συντάγματος. Δυστυχώς όμως, οι διακοινοτικές συγκρούσεις που ξεκίνησαν δυο μέρες αργότερα και η φυγή των Τουρκοκυπρίων από όλες τις θέσεις που κατείχαν στην Κυπριακή Δημοκρατία οδήγησαν στην αχρήστευση της συμφωνίας Βενιζέλου-Ερκίν.
Πηγή:
- Εφημερίδα Φιλελεύθερος: Αρθρο του Αριστου Κάτσιη