Περιγράφοντας στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων την ιστορία του, ο Σουάτ Καφαντάρ ανέφερε ότι στις 15 Ιουλίου 1974, όταν έγινε το
πραξικόπημα εναντίον του
Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο ίδιος και η οικογένειά του ήταν στο χωριό
Τόχνη. «Οι σχέσεις μας με τους συγχωριανούς στην Τόχνη ήταν καλές. Μετά την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου, μέλη της ΕΟΚΑ Β` από τα γύρω χωριά άρχισαν να έρχονται στο δικό μας. Βεβαίως υπήρχαν άτομα της ΕΟΚΑ Β` και στο δικό μας χωριό. Στις 20 Ιουλίου, όταν η Τουρκία έκανε την
απόβαση στην Κύπρο, εμείς ήμασταν στο χωριό. Δεν είχαμε όπλα ή άλλο οπλισμό, μόνο τουφέκια κυνηγετικά, ίσως και κάποια μικρά όπλα. Μετά τις 20 Ιουλίου είχε ανακωχή μέχρι τις 15 Αυγούστου».
Τότε, είπε, Ελληνοκύπριοι από τα γύρω χωριά πήγαν στην Τόχνη και ζήτησαν από τους Τουρκοκύπριους να παραδώσουν ό,τι οπλισμό κρατούσαν, το οποίο και έκαναν, ενώ έπαιρναν συγκεκριμένα άτομα, Τουρκοκύπριους στρατιώτες που ήταν τότε εκεί, νοσοκόμες, δάσκαλους, τους οδηγούσαν στον αστυνομικό σταθμό
Καλαβασού και τους έδερναν ή τους βασάνιζαν για να πουν, αν κάποιος Τουρκοκύπριος είχα όπλα.
Η διαδρομή
Την επόμενη ημέρα, 14 Αυγούστου, συνέχισε ο Καφαντάρ, έξω από το σχολείο πήγε ένα λεωφορείο, στο οποίο αναγράφονταν η λέξη KARS, ήταν Τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών. Ένας από τους Ελληνοκύπριους τους είπε να μπουν σε σειρά για να επιβιβαστούν σε αυτό. «Το γεμίσαμε. Στο λεωφορείο ανέβηκαν τέσσερις οπλισμένοι άντρες, ο ένας κάθισε πίσω από τον οδηγό και μας σημάδευε με το όπλο. Μας είπαν ότι θα μας πάνε στη Λεμεσό στο στρατόπεδο».
Στο οδόφραγμα της Γερμασόγειας, είπε ο Σουάτ, τους σταμάτησαν οι Ελληνοκύπριοι αστυνομικοί. Ένας από τους άνδρες στο λεωφορείο κατέβηκε και όταν ο Ελληνοκύπριος αστυνομικός τον ρώτησε “ποιοι είναι αυτοί” του απάντησε σαρκαστικά – όπως είπε - “τουρίστες”. «Άνοιξαν το οδόφραγμα, περάσαμε. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν σύνθημα. Ίσως και να το είχαν σχεδιάσει από πριν. Περάσαμε από το δρόμο που περνούσε από το
Λανίτειο Λύκειο και εκεί στρίψαμε δεξιά. Μετά από λίγο κατάλαβα ότι ήμασταν στην
Αγία Φύλα. Την περάσαμε και πήραμε το δρόμο προς το βουνό. Περάσαμε από κάποια άλλα χωριά που όμως δεν ήξερα τα ονόματά τους».
Σε κάποιο σημείο, είπε, βγήκαν από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και μπήκαν σε χωματόδρομο, όπου πριν από 100 μέτρα, το λεωφορείο σταμάτησε. Τους κατέβασαν και τους έβαλαν να περπατήσουν άλλα 100 μέτρα, όπως θυμάται. «Ήμασταν ψηλά, ήταν ένας χώρος σαν μια μικρή πλατεία με έναν φυσικό τοίχο. Από εκείνο το μέρος έβλεπες σε μεγάλη απόσταση στο βάθος χιλιάδες τσαντίρια, σκηνές». (Η εκτέλεση εκ των υστέρων είναι παραδεκτό ότι έγινε κοντά στο χωριό Παραμύθα. Βλέπε λήμμα
Παραμύθα Η εκτέλεση«Μας έβαλαν να καθίσουμε κάτω, μας είπαν να μην φοβόμαστε, "κάντε ένα τσιγάρο, αν έχετε και κάτι να φάτε, φάτε". Αυτοί κάθονταν όρθιοι μπροστά μας μαζί με τον οδηγό του λεωφορείου, που είχε επίσης όπλο, αλλά όχι όπως το δικό τους». Τους είπαν, ανέφερε, ότι μετά από λίγο θα τους πήγαιναν σε εκείνες τις σκηνές που ήταν στρατόπεδο αιχμαλώτων. Στη συνέχεια τους υπέδειξαν ένα σημείο να αφήσουν ότι είχαν πάνω τους, όπως ταυτότητα, διαβατήριο ή άλλα έγγραφα.
«Ένας από τους τέσσερις είπε ότι θα έφευγε να πάει να κανονίσει τις κουβέρτες και τα χρειώδη για μας στις σκηνές. Κατέβηκε από τον τοίχο και πριν περάσουν λίγα λεπτά ακούσαμε μια σφαίρα στον αέρα. Με το που ακούστηκε ο κρότος της σφαίρας οι άλλοι που είχαν μείνει πίσω με τα όπλα άρχισαν να μας γαζώνουν. Για 10 λεπτά πυροβολούσαν, άδειαζαν τα όπλα και τα ξαναγέμιζαν. Δεν είδα ποιοι πυροβολούσαν. Μας είχαν βάλει να καθίσουμε σε σχήμα μισοφέγγαρου και μας πυροβολούσαν. Δεν μπόρεσα να δω τα πρόσωπά τους. Ήμασταν 45 άτομα. Τι να πρωτοδείς, τις σφαίρες, τα σώματα που έπεφταν από δω και από κει; Ακούω κάποιον να ζητά σφαίρες. Τα όπλα σίγησαν…»
Ο ίδιος, είπε ο Σουάτ Καφαντάρ, είχε πληγωθεί και αισθάνονταν κρύο. Κάτι ζεστό, ανέφερε, έτρεχε στο πρόσωπό του, αλλά κρατήθηκε και δεν πήρε ανάσα, ήταν το αίμα από το κεφάλι αυτού που έπεσε πάνω του. «Ακούω έναν και λέει "αν υπάρχει κάποιος που κουνιέται να τον πυροβολήσεις στο κεφάλι". Έμεινα εκεί, κρατούσα την αναπνοή μου. Ακούω ήχο σφαίρας, μάλλον κάποιους πυροβόλησαν. Ακούω τον έναν να λέει "έλα να πάρουμε τα ρολόγια απ’ τα χέρια των πεθαμένων" και ο άλλος απαντά "άστα, να φύγουμε, να μην μας δει κανείς". Αυτό σημαίνει ίσως ότι δεν είχαν εντολή να το κάνουν αυτό. Να φύγουμε, να πάμε να φέρουμε έναν εκσκαφέα να τους θάψουμε. είπαν».
Σε μια στιγμή, είπε ο Σουάτ, το αίμα μπήκε στο στόμα του και άρχισε να βρυχάται. Ο άλλος Τουρκοκύπριος, ο Νιαζί Τσαβούς, που δεν πέθανε και ήταν κοντά του, τού είπε ότι οι Ελληνοκύπριοι είχαν φύγει. Γύρισε ο ίδιος και είδε ότι όντως είχαν φύγει. Ο Νιαζί, είπε, δεν εντοπίστηκε στις εκταφές της ΔΕΑ. Ο ξάδελφός του, συνέχισε, πέρασε από πάνω του και έφυγε προτρέποντας και τον ίδιο να φύγει. «Πού να πάω; Βλέπω τον Νιαζί, το στήθος του ήταν γεμάτο τρύπες. Πού να πάω; Έβλεπα τα τσαντίρια. Παντού θα είχε Ελληνοκύπριους. Τράβηξα αλλού».
Ο Σουάτ Καφαντάρ έμεινε την πρώτη νύχτα σε ένα δέντρο κοντά στην περιοχή που έγινε η εκτέλεση, όπως μας είπε. «Τα μυρμήγκια έρχονταν πάνω μου, στις πληγές μου, όλη την νύχτα ξυνόμουν». Και την επόμενη ημέρα, ανέφερε, έμεινε εκεί στο ίδιο δέντρο, χωρίς να φάει και να πιει τίποτα. «Πού να βρω Αύγουστο μήνα να φάω τι;».
Τη δεύτερη νύχτα αποφάσισε να περπατήσει. Είχε δει από μακριά, ανέφερε, ένα ψηλό πύργο με μια κόκκινη λάμπα που αναβόσβηνε και αναγνώρισε ότι ήταν ο κεντρικός σταθμός ηλεκτρικού στη Μονή, γιατί είχε δουλέψει για την κατασκευή του. Την 8η ημέρα από το συμβάν, ανέφερε, έφτασε σε ένα χωριό με ευκαλύπτους και κατάλαβε ότι ήταν η
Μουταγιάκα. Ήξερε το γιο του Τουρκοκύπριου κοινοτάρχη, τον Μεσίμ. Τον πήραν στο σπίτι τους, του περιποιήθηκαν τις πληγές του, έκανε μπάνιο, έφαγε, κοιμήθηκε ένα βράδυ και τον φυγάδευσαν με το ασθενοφόρο του Ερυθρού Σταυρού, το οποίο πήγαινε στη Μουταγιάκκα για να περιποιηθεί έναν Τουρκοκύπριο που είχε τραυματιστεί από πτώση από τον πύργο της Μονής και είχε χτυπήσει πολύ σοβαρά τη μέση του. Το είχε κανονίσει, όπως είπε, ο κοινοτάρχης της Μουταγιάκας με Τουρκοκύπριους γιατρούς στη Λεμεσό, που ήταν και μέλη της ΤΜΤ.
Με το ασθενοφόρο, είπε ο Σουάτ, πέρασε από δύο οδοφράγματα των Ελληνοκυπρίων στη Λεμεσό και τελικά οδηγήθηκε στις Βρετανικές Βάσεις Επισκοπής, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι Τουρκοκύπριοι από την επαρχία Λεμεσού και την Πάφο. Εκεί, θα έβρισκε τον αρχηγό των Τουρκοκυπρίων της Λεμεσού, τον Ζιγιά Ρισκί για να του αναφέρει αυτό που είχε συμβεί.
Αρχικά οι άντρες ασφαλείας του Ζιγιά δεν τον άφησαν να του μιλήσει γιατί νόμισαν ότι πήγε να ζητήσει κουβέρτα και τον έδιωξαν. Ο Σουάτ Καφαντάρ νευρίασε, όπως είπε, και αποφάσισε να φύγει από εκεί. Περπατώντας και μετά από ώρα, συνάντησε έναν φίλο του πατέρα του, έναν πλούσιο Τουρκοκύπριο τσιφλικά της Λεμεσού. «Τι κάνεις Σουάτ γιε μου; Καλά θείε Τουράν. Ο μπαμπάς σου τ’ αδέρφια σου; Καλά θείε Τουράν. Τι άλλο; Καλά, όλα καλά».
Τότε, είπε ο Σουάτ, σκέφτηκε ότι έπρεπε να πει επιτέλους σε κάποιον τι έγινε, ήταν η 10η μέρα. "Θείε Τουράν έγινε έγκλημα. Ο μπαμπάς μου και ο αδερφός μου έπεσαν και αυτοί ήρωες". Ο Τουράν τον πήρε από το χέρι και πήγαν ξανά στον Ρισκί. Όταν τους εξήγησε, αρχικά δεν τον πίστεψαν, στη συνέχεια με το σύστημα επικοινωνίας που είχαν ειδοποίησαν τους Τουρκοκύπριους της Λευκωσίας και αλλού και έτσι ακούστηκε ότι είχε γίνει «έγκλημα». Ο Ζιγιά ήθελε να τους δείξει το μέρος, αλλά ο ίδιος δεν θέλησε, φοβήθηκε, δεν αισθανόταν ασφαλής, ανέφερε όμως το περιστατικό στα Ηνωμένα Έθνη που πήγαν στην περιοχή όπου είχε γίνει η εκτέλεση.