Στην Κύπρο ονομάζεται και τέτσος ή και τέτσης (ο), ήκαι τετσίν (το). Επιστημονική ονομασία: Κισσός ο κοινός (Hedera helix). Οικογένεια: Αραλιωδών (Araliaceae).
Ο κισσός ήταν γνωστότατο φυτό από τα αρχαία χρόνια. Πιστεύεται ότι στην Ευρώπη μετεφέρθη από την Ασία. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι τη μεταφορά αυτή του φυτού είχε κάμει ο θεός Διόνυσος προς τον οποίο ο κισσός ήταν αφιερωμένος. Έτσι το φυτό ήταν γνωστό και με την ονομασία διονύσιον. Οι Αχαρνείς θεωρούσαν ότι ο κισσός εμφανίστηκε αρχικά στον δικό τους δήμο (στην Αττική), γι' αυτό και τον ονόμαζαν αχαρνικόν. Ο κισσός εχρησιμοποιείτο από τους αρχαίους Έλληνες για κατασκευή στεφανιών, ιδίως για ποιητές και ακόμη για τους πιστούς του Διονύσου. Κι ίδιος ο θεός εικονίζεται στεφανωμένος με κισσό. Σχετικές πληροφορίες για το φυτό δίνουν ο Θεόφραστος, ο Διοσκουρίδης, ο Αθήναιος, ο Παυσανίας.
Βλέπε λήμμα: Διόνυσος ή Βάκχος ή Ιάκχος
Πρόκειται για φυτό αειθαλές, θαμνώδες, έρπον ή αναρριχώμενο, αερόρριζον. Αυτοφύεται σε δασωμένες κοιλάδες, συνηθέστερα σε υγρά μέρη και κατά μήκος ρυακιών και ποταμών, συχνά σε υψόμετρο πάνω από 450 μέτρα, απαντάται όμως και σε χαμηλότερες περιοχές. Πολύ κοινός σε πολλές περιοχές του Τροόδους, όπως στις περιοχές Τροοδίτισσας, Προδρόμου, Μέσα Ποταμού, Κρυού Ποταμού, Σταυρού της Ψώκας, Αγυιάς, Κύκκου, Κακοπετριάς. Ακόμη στις περιοχές Παναγιάς, Φιλανιού, Μαχαιρά, Λεύκας, Αγρού, κοιλάδας Ροννά, Λαπήθου, Ριζοκαρπάσου.
Το φυτό απαντάται είτε έρπον στο έδαφος ή και περιπλεγμένο σε άλλα είδη θαμνώδους βλάστησης, ή κατά μήκος φυσικών πετροδομών και κρημνών, είτε περιπλεγμένο στους κορμούς και στα κλαδιά μεγάλων δέντρων (πεύκα, λεύκες, πλατάνια), φθάνοντας μάλιστα σε μεγάλο ύψος, ακόμη μέχρι και τις κορυφές τέτοιων ψηλών δέντρων. Σε αρκετές μάλιστα περιοχές του Τροόδους αποτελεί ωραίο θέαμα ο κισσός που καλύπτει σχεδόν πλήρως τους κορμούς μεγάλων δέντρων. Ιδιαίτερα παράξενο είναι το θέαμα που παρουσιάζουν τα πλατάνια τον χειμώνα, όταν χάνουν τα φύλλα τους, αλλά παραμένουν σ' αυτά τα φύλλα του αειθαλούς κισσού. Έχουμε έτσι το θέαμα μεγάλων δέντρων χωρίς φύλλα, αλλά με καταπράσινο τον κορμό τους.
Ο κισσός έχει πλούσιο φύλλωμα, με φύλλα έντονου πράσινου χρώματος, σχήματος ωοειδούς. Ανθίζει μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου. Δίνει άνθη πολύ μικρά, πολλά μαζί σε σχήμα ομπρέλας, χρώματος κιτρινοπράσινου. Το φυτό έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και σε παλαιότερες εποχές είχαν χρησιμοποιηθεί τόσο τα φύλλα όσο και οι καρποί του από τη λαϊκή κι εμπειρική ιατρική. Εξάλλου το ξύλο του κισσού είναι σπογγώδες κι ελαφρό, γι’ αυτό και εχρησιμοποιείτο αντί του φελλού. Σήμερα διάφορες ποικιλίες κισσού καλλιεργούνται και χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικές.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια