Κατά το «Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως», ο Αριστοκλής καταγόταν από την Ταμασσό κι ήταν πρεσβύτερος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ζούσε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, φανατικού διώκτη των Χριστιανών. Εξαιτίας των διωγμών, ο Αριστοκλής ανέβηκε στο βουνό και ζούσε κρυμμένος μέσα σε σπηλιά. Μια μέρα, πάντα κατά το ίδιο Συναξάριον (στήλ. 933 - 934), ενώ προσευχόταν, «φωτί περιηστράφθη ὑπέρ τόν ἣλιον» και μια ουράνια φωνή τον προέτρεψε «ἀπελθεῖν ἐν Σαλαμῖνι τῇ μητροπόλει κἀκεῖ διαγωνίσασθαι τό μαρτύριον».
Ο Αριστοκλής ξεκίνησε πράγματι για τη Σαλαμίνα. Καθ' οδόν έφθασε στη Λήδρα (Λευκωσία) όπου «εἰς τόν οἶκον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Βαρνάβα» συνάντησε τον διάκονο Δημητριανό* και τον αναγνώστη Αθανάσιο*, οι οποίοι και τον φιλοξένησαν, αλλά άκουσαν και τη σχετική διήγησή του και τη θεία εντολή να πάει για να μαρτυρήσει στη Σαλαμίνα. Ο Αθανάσιος κι ο Δημητριανός αποφάσισαν κι ακολούθησαν τον Αριστοκλή στη Σαλαμίνα όπου κι οι τρεις διακήρυξαν τη χριστιανική τους πίστη. Ο εκεί τοπικός διοικητής τους συνέλαβε και με εντολή του ο πιο γνωστός από τους τρεις, ο Αριστοκλής, αφού μαστιγώθηκε άγρια, αποκεφαλίστηκε αμέσως. Οι άλλοι δυο φυλακίστηκαν κι ύστερα από πολλά βασανιστήρια ρίχτηκαν στην πυρά. Επειδή όμως η φωτιά δεν τους άγγιζε, αποκεφαλίστηκαν με σπαθί.
Η μνήμη του Αριστοκλή, καθώς και των δυο μαρτύρων συντρόφων του, τιμάται από την Εκκλησία στις 23 Ιουνίου. Ο Ρωμαίος διοικητής που διέταξε τον μαρτυρικό τους θάνατο μας είναι γνωστός από επιγραφές: είναι ο Αντίστιους* Σαμπίνους (Antistius Sabinus), praeses της Κύπρου μεταξύ 292 και 305 μ.Χ. ο οποίος κι αφιέρωσε ανδριάντες στον Κωνστάντιο και στον Μαξιμιανό.