Μεσαιωνικό γεφύρι, στον ποταμό Ρούδια, στο δάσος της Πάφου (περιοχή Αγίου Νικολάου).
Το γεφύρι του Τζιελεφού είναι κτισμένο πάνω από τον ποταμό Διάριζο και αποτελεί το μεγαλύτερο από τα μεσαιωνικά γεφύρια του νησιού. Βρίσκεται σ’ ένα υψόμετρο 440 μέτρων στο δάσος Πάφου, 6 χιλιόμετρα από το τουρκοκυπριακό χωριό Άγιος Νικόλαος, και είναι το μεγαλύτερο πέτρινο Mεσαιωνικό γεφύρι του νησιού. Χτίστηκε κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας στην Κύπρο (μεταξύ 1489 – 1571), και ανήκει μαζί με άλλα δύο γεφύρια, (αυτό της Ελιάς και αυτό του Ρουθκιά) σε ένα σύμπλεγμα ενετικών γεφυριών που κατασκευάστηκαν για να εξυπηρετούν την πρόσβαση των τότε κατοίκων της περιοχής.
Είναι κτισμένο από πέτρα προερχόμενη κυρίως από τον ποταμό. Αποτελείται από οξυκόρυφη καμάρα χτισμένη από τούφλα, πιθανόν επιτόπιας κατασκευής. Στα άκρα της καμάρας υπάρχουν πέτρες καλά πελεκημένες, και σε άριστη κατάσταση, καθώς και στην κορυφή στο κλειδί του γεφυριού όπου είναι και το πιο ευαίσθητο σημείο. Στη νότια πλευρά μόλις διακρίνεται χαραγμένος ένας μικρός σταυρός πάνω σε μια πέτρα. Στις άκρες του ποταμού, φαίνεται να υπάρχει ένας πεπλατυσμένος χώρος που ίσως χρησίμευε σαν χώρος αναμονής, αφού κατά την περίοδο της ενετοκρατίας, ο δρόμος παρουσίαζε έντονη δραστηριότητα. Πιστεύεται ότι αποτελούσε και την σύνδεση της Πάφου με τις υπόλοιπες επαρχίες, ενώ παράλληλα εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής συνδέοντας τα χωριά της δυτικής όχθης με τα χωριά της ανατολικής.
Το γεφύρι αποτελεί κομμάτι της λεγόμενης «καμηλόστρατας» μαζί με τα άλλα δύο μεσαιωνικά γεφύρια της περιοχή. Η «Καμηλόστρατα» αποτελούσε για αιώνες την κύρια εμπορική οδό μεταφοράς χαλκού από το ορυχείο του Πέρα Πεδιού προς τα λιμάνια της Πάφου και της Πόλης. Η μεταφορά γινόταν με καμήλες μέχρι την Πέρα Βάσα, όπου και γινόταν επεξεργασία του μεταλλεύματος και από εκεί με άλογα έπαιρνε το δρόμο προς το λιμάνι. Το δρόμο χρησιμοποιούσαν και οι περαστικοί καθώς και οι έμποροι της τότε εποχής. Μέχρι την ανεξαρτησία εξυπηρετούσε τις ανάγκες της περιοχής, συνδέοντας τα χωριά της δυτικής όχθης (Μηλικούρι, Βρέτσια, Άγιος Ιωάννης) με τα χωριά της ανατολικής όχθης (Άγιος Νικόλαος, Καμινάρια, Τρείς Ελιές). Τα παλαιότερα χρόνια το «Γεφύρι του Τζιελεφού», το χρησιμοποιούσαν για να συνδέει τα χωριά της δυτικής όχθης, το Μηλικούρι, τα Βρέτσια και τον Άγιο Ιωάννη με τα χωριά στα Ανατολικά, τον Άγιο Νικολάο τα Καμινάρια και τις Τρείς Ελιές.
Ο κόσμος πήγαινε στο γεφύρι και κρέμαζε κοφίνια από την κορυφή του γεφυριού για να πάρει τα χέλια που παρέσερνε το νερό.
Ονομασίες
Στην αρχαιότητα ονομαζόταν «Βόκαρος» (από το διορίζω – χωρίζω). Παλιά, το ονόμαζαν βάρβαρο γεφύρι και ο λόγος ήταν ο βρυχηθμός των ορμητικών νερών του, που ακουγόταν μέχρι τα γύρω χωριά. Έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες για την προέλευση του ονόματος του γεφυριού χωρίς όμως καμιά να έχει κατοχυρωθεί. Η λέξη «κέλεφος» είναι ελληνική και σημαίνει αδύνατος, άρρωστος. Ίσως η λέξη προήλθε από την λέξη «κέλυφος». Η ονομασία πιθανόν να συνδέεται από κάποιο πρόσωπο ή περιστατικό κατά την διάρκεια κατασκευής του γεφυριού.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια