Η Ονίσια είναι τοποθεσία στο Πάνω Δίκωμο της επαρχίας Κερύνειας. Στην περιοχή αυτή αναπτύχθηκε και λειτούργησε για 20 περίπου χρόνια η Συνεργατική Έπαυλη «Ονίσια» Λτδ. Ιδρύθηκε στις 20 του Ιούνη 1946, με την στήριξη της ΕΚΑ από 30 Απόστρατους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίοι προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Κύπρου. Πρόκειται για ένα πρότυπο συνεργατικό γεωργοκτηνοτροφικό συνεταιρισμό, με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία ασβέστη αλλά και άλλες οικονομικές δραστηριότητες. Η ίδρυση και λειτουργία της Έπαυλης πήρε στοιχεία από τη λειτουργία των κιπούτς στην Παλαιστίνη, αλλά και των κολχόζ στη Σοβιετική Ένωση, προσαρμοσμένα στις κυπριακές συνθήκες. Ωστόσο στην περίπτωση της Ονίσιας το βασικό στοιχείο είναι ότι οι ιδρυτές/μέτοχοι ήσαν οι ίδιοι ταυυτόχρονα και ιδιοκτήτες της περιουσίας της, αλλά και εργαζόμενοι στις παραγωγικές και άλλες οικονομικές δρασηριοτητές της. Παρά τα πρώτα δύσκολα χρόνια, ο οργανισμός αυτός σύντομα αναδείχθηκε σε μια ραγδαία αναπυσσόμενη οικονομική μονάδα. Η οικονομική ανάπτυξη, όμως, ανακόπηκε βίαια από τα γεγονότα του 1963 - 1964. Κατά τη διάρκεια των Διακοινοτικών Ταραχών οι Τουρκοκύπριοι της ΤΜΤ και οι Τούρκοι της ΤΟΥΡΔΥΚ κατέλαβαν και διέλυσαν τον συνεταιρισμό, αφού η περιοχή στην οποία βρισκόταν κρίθηκε ως στρατηγικής σημασίας για τη λειτουργία των Τουρκοκυπριακών Θυλάκων.
Στην ίδρυση και λειτουργία του Συνεταιρισμού συμμετείχε και ο πολιτικός στέλεχος του ΑΚΕΛ και συνεργατιστής Χρίστος Κουρτελλάρης, εξού και ο γιος του Κύπρος Κουρτελλάρης τον Ιούνη του 2021 κυκλοφόρησε βιβλίο που έχει εκδοθεί από το Ίδρυμα Λαογραφίας & Αγοτικής Ζωής - Χρίστος Κουρτελλάρης, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 75 χρονων από την ίδρυση της Συνεργατικής Έπαυλης «Ονίσια» .
Παραγωγή
Στο οικονομικό πεδίο η νέα εκδοχή αγροτικής εκμετάλλευσης, η συνεργατική, αποδείχθηκε δυναμικά παραγωγική. Σε μια συνολική έκταση 1650 στρεμμάτων αναπτύχθηκε μια αγροτο-βιομηχανική δραστηριότητα εξαιρετικά αποδοτική ειδικά σε σύγκριση με το άμεσο ή απώτερο παρελθόν. Σε 350-400 σκάλες (470-540 στρέμματα = μία σκάλα έχει 1338 περίπου τετραγωνικά μέτρα) καλλιεργήθηκαν σιτηρά είτε για κτηνοτροφική χρήση, είτε βρώσιμα. Σε 120 σκάλες (160 στρέμματα) καλλιεργήθηκαν κηπευτικά, σε 40 σκάλες (53,5 στρέμματα) αμπέλια, σε 20 σκάλες (26 στρέμματα) ελαιώνας, σε 12 σκάλες (16 στρέμματα) λεμονιές και σε άλλες 16 σκάλες διάφορα δενδρώδη.
Oι καλλιέργειες απλώθηκαν δηλαδή στο 50% της συνολικής έκτασης της έπαυλης ενώ στον υπόλοιπο χώρο, πέρα από κατοικίες και εγκαταστάσεις γεωργικού ενδιαφέροντος (αποθήκες κλπ.) αναπτύχθηκαν κτηνοτροφικές δραστηριότητες εξίσου παραγωγικές. Η εκτροφή παραγωγικών ζώων συμπλήρωνε την αγροτική παραγωγή και απορροφούσε μέρος της φυτικής παραγωγής σε μια κατεύθυνση μεγιστοποίησης της απόδοσης της καλλιεργούμενης γης.
Παράλληλα με τις γεωργικές δραστηριότητες η αναπτυξιακή δυναμική της έπαυλης εκδηλώθηκε σε βιομηχανικές δραστηριότητες όπως και στον τομέα των υπηρεσιών. Οι πρώτες εκφράστηκαν με την δημιουργία μονάδας παραγωγής ασβέστη -αξιοποιώντας τα πετρώματα της περιοχής- μονάδα που εμπλουτίστηκε με άμεσες ή έμμεσες μηχανολογικές επενδύσεις: κλίβανος, καυστήρες, οχήματα για μεταφορά πρώτης ύλης, προϊόντος και καυσίμων κλπ.. Οι δεύτερες εκφράστηκαν κυρίως με την αξιοποίηση των μεταφορικών μέσων της έπαυλης σε συγκοινωνιακό ρόλο αλλά και με την ενοικίαση/εμπορία των υδάτινων πόρων της εκμετάλλευσης.
Ως συγκριτικό μέγεθος, η έκταση της Ονίσιας απέδιδε το 1946, πριν την ίδρυση της έπαυλης, εισόδημα 150 λιρών -οι 35 ήταν το ενοίκιο που κατέβαλαν δύο κτηνοτρόφοι- ενώ στα 1963 το συνολικά παραγόμενο εισόδημα από τις δραστηριότητες της έπαυλης έφθασε τις 500.000 λίρες (24). Στην ουσία επρόκειτο για ένα υπόδειγμα αξιοποίησης του εγχώριου γεωργικού παραγωγικού πλούτου του νησιού της Κύπρου. Εάν τα 165 εκτάρια της αγροτικής έπαυλης απέδιδαν στην κυπριακή οικονομία τα παραπάνω σημαντικά ποσά, τότε στο σύνολο των 950.000 εκταρίων της καλλιεργήσιμης γης της Κύπρου (ή έστω στα 590.000 εκτάρια των ελεύθερων περιοχών) θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια ισχυρή παραγωγική βάση πάνω στην οποία θα αρθρώνονταν οι λοιπές οικονομικές δραστηριότητες του νησιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιδόσεις της Ονίσια επιτεύχθηκαν σε μια περίοδο ελλιπούς μηχανοποίησης και με καλλιεργητικές μεθόδους που βρίσκονταν πιο κοντά στον παραδοσιακό τρόπο εκμετάλλευσης της γης παρά στις σύγχρονες -και φυσικά πολύ πιο αποδοτικές μεθόδους.
Η οικονομική επιτυχία της συνεργατικής έπαυλης ενίσχυσε την πολιτική της ακτινοβολία. Το όλο εγχείρημα καταγράφηκε ως «κομμουνιστικό» παρά το γεγονός ότι το πρόπλασμα της πρωτοβουλίας αυτής ανάγεται (ας αφήσουμε στην άκρη το θεωρητικό πλαίσιο –του αν ανήκει δηλαδή στην κατηγορία του «ουτοπικού σοσιαλισμού») στην ισραηλινή πρακτική ενώ αντιμετωπίστηκε μάλλον θετικά και από τις βρετανικές Αρχές τον καιρό της Αποικιοκρατίας. Προφανώς το πρόβλημα εντοπιζόταν στους φορείς, δηλαδή στους αριστερούς φαντάρους της Κύπρου που βρέθηκαν, στην Β’ παγκόσμιο πόλεμο, εθελοντές στον τότε κοινό αγώνα. Ό, τι ιδέες και να έφερναν μαζί τους αυτοί οι φαντάροι θα αντιμετωπίζονταν με καχυποψία από τους συντηρητικούς παράγοντες της Κύπρου.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής Γ Μαργαρίτης "οι αγρότες της Ονίσια, τα μέλη της έπαυλης, όσοι εργάζονταν σε αυτή, Έλληνες αλλά και Τούρκοι, αξιοποιούσαν με τον μόχθο τους τον πλούτο της κυπριακής γης. Με αυτόν έφτιαχναν την ζωή τους, πάνω σε αυτόν θα στήριζαν την πατρίδα τους, για ελόγου του, για την υπεράσπισή του, θα πολεμούσαν. Εκτός από τη γη καλλιεργούσαν και κάτι πρόσθετο, επικίνδυνο για όσους απεργάζονταν δεινά για το νησί της Κύπρου, την ανεξαρτησία του και την δημοκρατία του: καλλιεργούσαν τον πατριωτισμό".
Το βιβλίο
Το βιβλίο αποτελείται από επτά κεφάλαια: «Ι. Λίγα λόγια για την Ονίσια», «ΙΙ. Μαύρα σύννεφα απειλούν με το “ καλημέρα" το νεόδμητο κυπριακό κράτος», «ΙΙΙ. Η τουρκική ανταρσία του 1963, τα γεγονότα του 1964 και η Ονίσια», «IV. Μαρτυρίες Ονισιωτών για την περίοδο της τουρκικής ανταρσίας», «V. Συνεντεύξεις», «VI. Τα γεγονότα του Απρίλη 1964 από τις στήλες του Τύπου» και «VII. Παραρτήματα». ο βιβλίο ξεκινά με Προλογικό σημείωμα από τον συγγραφέα και κλείνει με τον Επίλογο. Το βιβλίο -σχήματος 17 Χ 24 cm- αποτελείται από 272 σελίδες.
Πηγές: