Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η Κύπρος παρέμενε ακατοίκητη μέχρι το 7000 π.Χ.
Όμως, σε μια βραχοσκεπή στη Θέση Αετόκρεμμος (Αετόκρημνος), που βρίσκεται στο κέντρο της νότιας ακτογραμμής του Ακρωτηρίου των Γάτων αποκαλύφθηκαν σημάδια ανθρώπινης παρουσίας στο νησί αρκετά νωρίτερα, περί το 8500 π.Χ.
Tο Desert research Institute του Πανεπιστημίου της Nevada μετά από έρευνα υπέδειξε ότι πρόκειται για την αρχαιότερη μέχρι σήμερα γνωστή αρχαιολογική θέση στο νησί. Έτσι, η πρώτη πληροφορία σχετικά με την ανθρώπινη παρουσία στο νησί αφορά κυνηγετικές δραστηριότητες στην περιοχή αυτή. Συγκεκριμένα, στην περιοχή αυτή έχουν βρεθεί κατάλοιπα από πυγμαίους ιπποπόταμους, μαζί με άλλα ευρήματα, που χρονολογούνται περί το 8500 π.Χ. Πρόκειται για ένα μικρό καταφύγιο κυνηγών μέσα στα βράχια της ακτής. Το νησί ωστόσο δεν είχε ακόμη κατοικηθεί αυτή την περίοδο, αλλά άντρες από άλλες περιοχές το επισκέπτονταν και κυνηγούσαν το μικρό αυτό θηλαστικό για τροφή. Οι ομάδες αυτές των κυνηγών αποτελούν πιθανότατα και τους πρώτους γνωστούς κατοίκους της τροφοσυλλεκτικής κοινωνίας της Κύπρου. Εκτός από οστά πυγμαίων ιπποπόταμων, βρέθηκαν και οστά από ζώα όπως ο πυγμαίος ελέφαντας, διάφορα πτηνά καθώς και μεγάλη ποσότητα εδώδιμων θαλάσσιων οστρέων. Πολλά από τα οστά βρέθηκαν καμένα καθώς επίσης βρέθηκαν και λίθινα εργαλεία και εστίες, ένδειξη ότι στον χώρο αυτό γινόταν σφαγή και επεξεργασία των θηραμάτων
Οι πυγμαίοι ιπποπόταμοι και οι πυγμαίοι ελέφαντες που υπήρχαν στο νησί από την Πλειστόκαινη περίοδο εξαφανίστηκαν πριν από τη Νεολιθική εποχή, προφανώς λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την περίοδο αυτή. Τα ζώα αυτά είχαν μικρό μέγεθος, περίπου ίσο με το μέγεθος χοίρου και ο δε ιπποπόταμος ήταν ζώο ξηράς και όχι αμφίβιο, όπως ο σημερινός ιπποπόταμος. Ο ιπποπόταμος της Κύπρου αποτελούσε ξεχωριστό είδος και του δόθηκε η ονομασία Φανούριος (Phanurios minor ή minutus) (Παυλίδης 1991, 12).
Νεολιθική Εποχή :Τροφή και διαιτητικές συνήθειες
Με την έναρξη της Νεολιθικής περιόδου (8200-3500 π.Χ) εμφανίζονται και οι πρώτοι άποικοι στο νησί (7000 π.Χ.)
Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού φαίνεται να ζούσαν ομαδικά, σε ολιγάριθμες κοινότητες με κύριες 12 ασχολίες τους το κυνήγι, το ψάρεμα, την αλιεία και κάποια υποτυπώδη γεωργία. Οι μικροί οικισμοί ήταν κτισμένοι σε επιλεγμένες θέσεις πάνω σε υψώματα, ώστε να πληρούν κάποιες προϋποθέσεις για ασφάλεια, ύδρευση και άρδευση (κοντά σε ποταμούς ή πηγές) καθώς επίσης και τις κατάλληλες συνθήκες για καλλιέργειες (εύφορο έδαφος) και εκτροφή ζώων. Προφανώς μάλιστα, συνόρευαν και με δάση (ορεινές περιοχές) στα οποία διεξαγόταν το κυνήγι, τόσο διαφόρων πουλιών όσο και ζώων, ειδικότερα σε περιόδους κακής εσοδείας.
Οι διαθέσιμες πληροφορίες που αφορούν εδώδιμα είδη κατά την προϊστορική περίοδο αλλά και την αρχαιότητα στην Κύπρο αναφέρονται κυρίως στα ζωικά και φυτικά είδη που χρησιμοποιούνταν για τροφή, καθώς και στις τεχνικές εξασφάλισης και κατανάλωσής τους από τον άνθρωπο.
Πρακτικές εξασφάλισης και κατανάλωσης τροφής:
Η οικονομία των νεολιθικών οικισμών ήταν κυρίως γεωργοκτηνοτροφική και συμπληρωνόταν με την αλιεία αλλά και με το κυνήγι ελαφιών και άλλων ειδών άγριας πανίδας. Η εύρεση πολλών εργαλείων και αντικειμένων στον νεολιθικό οικισμό της Χοιροκοιτίας φανερώνει και τις πιθανές ασχολίες των κατοίκων του οικισμού αυτού. Δρεπάνια από πυριτόλιθο, τριπτήρες, χειρόμυλοι, γουδιά, κόπανοι και άλλα αποδεικνύουν γεωργικές ασχολίες. Ενώ, αιχμές βελών από πυριτόλιθο, λεπίδες μαχαιριών, μέσα αλίευσης και θαλάσσια όστρεα, αποδεικνύουν ότι οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνταν με το κυνήγι και το ψάρεμα. Βασική ασχολία του προϊστορικού Κύπριου αποτελούσε η εκτροφή χοίρων, αιγών και προβάτων. Τα είδη αυτά εισήχθησαν στο νησί ως εξημερωμένα από κοντινές στεριές. Με την εκτροφή ζώων οι προϊστορικοί αυτοί κάτοικοι εξασφάλιζαν κρέας, δέρμα και μαλλί. Τα ελάφια επίσης εισήχθησαν την περίοδο αυτή, αλλά φαίνεται να διαβίωναν ελεύθερα και η εξασφάλιση τους γινόταν με το κυνήγι. Για τα ελάφια υπάρχουν μεταγενέστερες μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων ότι έφθασαν στο νησί κολυμπώντας (‘Ηδύλος ο Σάμιος, κατά Στράβωνα, Αιλιανός, Περί Ζώων ‘Ιδιότητος, 5,56, Πλίνιος, Naturalis Historia, 8.114)
Ωστόσο από οικισμό σε οικισμό, παρατηρούνται και μερικές διαφοροποιήσεις σχετικά με τις ασχολίες των κατοίκων και συνεπώς με τα τρόφιμα που περιλάμβανε το διαιτολόγιο τους.
Στους οικισμούς του Αποστόλου Ανδρέα-Κάστρος και στην Πέτρα του Λιμνίτη, οι κάτοικοι ασχολούνταν περισσότερο με την αλιεία λόγω της εγγύτητας των θέσεων αυτών στη θάλασσα, γεγονός που ίσως συνεπάγεται και με μεγαλύτερη και συχνότερη κατανάλωση ψαριών. Επιπρόσθετα, οι κάτοικοι του αρχαιότερου νεολιθικού οικισμού της Κύπρου, της θέσης Σιυλλουρόκαμπος στο χωριό Παρεκκλησιά - που βρίσκεται 5 χιλιοστόμετρα από τις ακτές της αρχαίας Αμαθούντας - στο διαιτολόγιο τους συμπεριλάμβαναν σημαντικό ποσοστό ειδών αλιείας, με κύρια προτίμηση στη σφυρίδα. Αντίθετα, για τους κατοίκους του οικισμού της Βρύσης, η αλιεία δε φαίνεται να αποτελούσε συστηματική ασχολία αλλά ούτε και τα ψάρια σημαντική τροφή. Σχετικά με τη γεωργία, οι απανθρακωμένοι σπόροι που βρέθηκαν είναι ενδεικτικοί ενός τύπου οικονομίας που χαρακτηρίζεται από καλλιεργημένα φυτά και από εκμετάλλευση δέντρων με καρπούς. Βασικά είδη καλλιεργειών ήταν τα δημητριακά (σιτάρι των ποικιλιών Triticum monococcum και Triticum dicoccum, αλλά και κριθάρι), η φακή, τα μπιζέλια και τα ρεβίθια. Η καλλιέργεια αυτών των ειδών τεκμηριώνεται από απανθρακωμένα δείγματα τους που βρέθηκαν στις ανασκαφές, όπως επίσης τεκμηριώνεται και ύπαρξη της ελιάς, ενώ φαίνεται πως ήταν και ήδη γνωστή η παραγωγή λαδιού. Δεν είναι όμως, απόλυτα βέβαιο από που εισήχθησαν στην Κύπρο αυτά τα διάφορα είδη καλλιεργειών. Είναι πιθανόν να εισήχθησαν από γειτονικές χώρες, όπως η Μικρά Ασία και η Συροπαλαιστίνη ή από μακρύτερες περιοχές όπως η Θεσσαλία στην Ελλάδα. Ωστόσο, είναι πιθανό κάποια είδη όπως τα αμπέλια, να υφίσταντο από την αρχή στο νησί, στην άγρια τους μορφή. Ειδικά για τα αμπέλια, φαίνεται από απανθρακωμένους σπόρους ότι την εποχή αυτή αλλά και αργότερα, υπήρχαν και τα δύο είδη, τόσο τα αυτοφυή άγρια φυτά (Vitis vinifera ssp. sylvestris) όσο και τα καλλιεργούμενα. Τα δέντρα των οικισμών είναι καθαρά μεσογειακά, όπως η ελιά, η συκιά και η άγρια φιστικιά (Pistacia sp.), ενώ οι καρποί τους καταναλώνονταν στην αυτοφυή τους μορφή. Εκτός από την αυτοφυή τους μορφή, τα φρούτα φαίνεται να καταναλώνονταν και αποξηραμένα, αφού η πρακτική της αποξήρανσης ήταν γνωστή και στους προϊστορικούς Κύπριους. Η πρακτική αυτή είχε σκοπό τη διατήρηση των φρούτων σε εποχές στις οποίες δεν ήταν διαθέσιμα τα φρέσκα, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Συγκεκριμένα, η αποξήρανση των σταφυλιών και η μετατροπή τους σε σταφίδες, ήταν μια ήδη γνωστή μέθοδος επεξεργασίας των σταφυλιών από τη Νεολιθική εποχή. Με τη γεωργία σε μεγάλο βαθμό ασχολούνταν οι κάτοικοι του 14 οικισμού της Βρύσης (Θέση Άγιος Επίκτητος-Βρύση). Υπάρχουν ενδείξεις από φυτείες, από αγριόχορτα, από συκιές και ελιές (άγριες ή εξημερωμένες) και από αγριοστάφυλα και ποικιλίες φιστικιού. Μάλιστα τουλάχιστον μέχρι τον 4ο αι. π.Χ., δε φαίνεται να υπήρξε μεγάλη αλλαγή στα κύρια φυτά διατροφής. Στη Βρύση επίσης, βρέθηκε μια ποικιλία από μέσα πολτοποίησης των φυτικών τροφών. Συγκεκριμένα, η παρουσία θραυσμένων κουκουτσιών από σταφύλια οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η καλλιέργεια άγριων αμπελιών ίσως γινόταν και για την παρασκευή κρασιού (Τσαλίκη 2002, 93-94). Στις ανασκαφές επίσης, βρέθηκαν και κατασκευές που φαίνεται να χρησιμοποιούνταν για την επεξεργασία των δημητριακών. Σε κάποιο κτίριο του οικισμού της Χοιροκοιτίας βρέθηκε μια υπερυψωμένη κατασκευή με δυο επίπεδες πλάκες, που πιθανώς πρόκειται για περιοχή διαλογής των σπόρων από τα λέπυρα. Επίσης, οι ανασκαφείς αναγνώρισαν και μια «εγκατάσταση αλέσματος»
Βασικά είδη διατροφής και διαιτητικές συνήθειες
Από απανθρακωμένους σπόρους που βρέθηκαν σε προϊστορικές θέσεις γνωρίζουμε ότι καταναλώνονταν φυτικά είδη σε αξιοσημείωτη ποικιλία. Τεκμηριωμένη είναι η χρήση των μονόκοκκου σιταριού (Triticum monococum), δίκοκκου σιταριού (Triticum dicoccum), κριθαριoύ, σίκαλης, φακής, αρακά/ φάβας (Vicia sp.), ρεβιθιών, μολόχας, σύκων, σταφυλιών, ελιών, μούρων, χαρουπιών, φιστικιών (από άγριες φιστικιές, Pistacia sp.) και κάππαρης (Capparis spinosa). Από αυτά, τo σιτάρι, το κριθάρι και οι φακές καλλιεργούνταν ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Η ελιά , η κάππαρη καθώς και κάποια φρούτα, όπως σταφύλια, μούρα, σύκα, χαρούπια, χουρμάδες (φοινίκια) καθώς και ξηροί καρποί, όπως αμύγδαλα και φιστίκια συλλέγονταν στην αυτοφυή μορφή τους. Επίσης, βρέθηκε λιναρόσπορος στα βοτανολογικά κατάλοιπα στη θέση Απόστολος Ανδρέας-Κάστρος, άγνωστο όμως αν πρόκειται για το εξημερωμένο ή το άγριο είδος (Linum bienne Linum ή usitatissimum). Οι ενδείξεις που υπάρχουν για την καλλιέργεια λιναρόσπορου στην Ανατολή χρονολογούνται πριν από το 6000 π.Χ.. Τα δημητριακά, τα φρούτα και τα όσπρια παρείχαν το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας στους κατοίκους του νησιού κατά την πρώιμη και ύστερη προϊστορική περίοδο.
Οι προϊστορικοί Κύπριοι φαίνεται να κατανάλωναν συστηματικά κρέας από αιγοπρόβατα και χοίρους. Επίσης, κατανάλωναν κρέας από το κυνήγι ελαφιών, αγριόχοιρων και αγρινών (Ovis orientalis). Το αγρινό είναι ένα είδος άγριου προβάτου που ανήκει στην οικογένεια Caprinae, και θηρευόταν για το κρέας του ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Τα αγριογούρουνα αφθονούσαν στο νησί από τα προϊστορικά χρόνια και θηρεύονταν επίσης για το εξαιρετικό κρέας τους. Ένα άλλο θήραμα κυνηγιού στο κοντινό δάσος ήταν το ζαρκάδι (δορκάδα, roe deer). Τα είδη ελάφι (δάμα, dama mesopotamica), πρόβατο, αίγα και χοίρος αποτελούσαν και την κύρια πηγή κρέατος. Μάλιστα, τα περισσότερα οστά ζώων που βρέθηκαν στον οικισμό της Χοιροκοιτίας ήταν θραυσμένα, πιθανώς για την εξαγωγή του μυελού. Τα αιγοειδή πρόσφεραν και δευτερογενή προϊόντα: γάλα, μαλλί και κρέας. Μερικά κατάλοιπα πουλιών μαρτυρούν την παρουσία της κουρούνας και της φάσας, των οποίων η εκμετάλλευση γινόταν με το κυνήγι. Η φάσα είναι το αγριοπερίστερο και είναι πιο μεγάλο από το περιστέρι, ενώ η οικολογική του φωλιά είναι τα δασώδη μέρη. Τα είδη ψαριών που φαίνεται να κατανάλωναν οι κάτοικοι του οικισμού της Χοιροκοιτίας είναι ο ροφός (Epinephelus sp.), το λαβράκι, η τσιπούρα (Σπάρος ο χρυσόχρους, Sparus aurata) και ο κεφαλός (Mugil sp.). Τα είδη αυτά ανήκουν σε ψάρια μεγαλύτερου μεγέθους που απαντούν σε ακτές με βραχώδη βυθό και για την αλίευση των ψαριών αυτών απαιτούνται ειδικευμένες τεχνικές, όπως δίχτυα ή πετονιές με γερά αγκίστρια. Στον οικισμό όμως δεν βρέθηκαν τα ανάλογα εργαλεία, καθώς και ψάρια μικρότερου μεγέθους, γεγονός που υποδηλώνει ότι ίσως τα μέσα αλίευσης αφήνονταν μονίμως στην ακτή και τα μικρότερα ψάρια πιθανόν να μη μεταφέρονταν στον οικισμό, αφού πρέπει να γινόταν κάποια διαλογή στην ακτή. Στη θέση Απόστολος Ανδρέας-Κάστρος βρέθηκε μεγαλύτερη ποικιλία οστών ψαριών, αφού εκτός από τα είδη που προαναφέρθηκαν, αποκομίσθηκαν και τα είδη: Epinephelus guaza (Επινέφελος ο γκάζα), Diplodus sargus (Διπλόδους ο σαργός) και Diplodus annularis (Σπάρος ο δακτυλιωτός, κν. Σαργός). Στο διαιτολόγιο των προϊστορικών Κυπρίων είχαν θέση και τα διάφορα εδώδιμα όστρεα, που περιλαμβάνουν θαλάσσια και χερσαία είδη. Τα περισσότερα όστρεα που βρέθηκαν – είδη: πεταλίδα, στρείδι, τροχός, πορφύρα, κάρδιο, τρίτων, καβούρια και χερσαίο σαλιγκάρι - αποτελούν τροφικά κατάλοιπα και τα περισσότερα βρέθηκαν μαζί με οστά ζώων. Συγκεκριμένα, η μεγάλη 16 ποσότητα των ειδών, τροχός (Monodonta turbinatus Born) και πορφύρα (Murex trunculus L.) στον οικισμό της Χοιροκοιτίας, καθώς και η κατάσταση τους, φανερώνουν ότι μάλλον αποτελούσαν τροφή. Επίσης, κατανάλωναν και χερσαία σαλιγκάρια, είδος που φαίνεται να ήταν άφθονο και αρκετά εύκολο στη συλλογή. Τα είδη Rumina decollate Lin και Helix cincta Mull, είναι τα κοινά σαλιγκάρια στην Κύπρο και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο
Πηγές: