Αξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Ο Δημήτριος Παπαποστόλου υπηρέτησε επί χούντας ως επικεφαλής των ΛΟΚ στην Κύπρο και στη συνέχεια κατάφερε να δεισδύσει στο περιβάλλον του Προέδρου Μακαρίου όπου ανέλαβε την ευθύνη της προσωπικής του ασφάλειας.
Σύμφωνα με συγκλίνουσες μαρτυρίες και έρευνες που κυκλοφόρησαν, ο Παπαποστόλου βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη στις 15 Μαρτίου 1970. Ενωρίτερα η αινιγματική αυτή προσωπικότητα είχε συνωμοτίσει με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη για τη δολοφονία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Η απόπειρα εγινε στις 8 Μαρτίου 1970 στον περίβολο της Αρχιεπισκοπής και ενώ ο Αρχιεπίσκοπος είχε απογειωθεί με ελικόπτερο με κατεύθυνση το Μαχαιρά όπου θα χοροστατούσε στο ετήσιο μνημόσυνο του Γρηγόρη Αυξεντίου.
Γιωρκάτζης
Ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, πανίσχυρος υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Μακαρίου, συνεργάστηκε με τον Αλέκο Παναγούλη για τη δολοφονία του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου του 1968. Η απόπειρα απέτυχε, ο ρόλος του Γιωρκάτζη αποκαλύφθηκε και είχε ως συνέπεια την παραίτησή του.
Δύο χρόνια μετά ο Γιωρκάτζης συνέπραξε με μια ομάδα Ελλήνων αξιωματικών, υπό τον Δημήτριο Παπαποστόλου για να δολοφονήσουν τον Μακάριο καταρρίπτοντας το ελικόπτερό του.
Όταν το εγχείρημα απέτυχε ο Γιωρκάτζης πλήρωσε το τίμημα, επειδή οι ηθικοί αυτουργοί πίσω από τις απόπεριες δολοφονίας προφανώς φοβήθηκαν ότι ο Γιωρκάτζης θα μιλούσε και θα τους κατέδιδε.
Συμμαχία με τον Ασλανίδη
Πώς, όμως, ερμηνεύεται η συνεργασία του Γιωρκάτζη με στελέχη της χούντας να δολοφονήσουν τον Μακάριο, μόνο μερικούς μήνες μετά τη σύμπραξη Γιωρκάτζη - Παναγούλη για τη δολοφονία του επικεφαλής του καθεστώτος Γεώργιου Παπαδόπουλου;
Στο βιβλίο "Δύο απόπειρες και μια Δολοφονία" ο συγγραφέας Μακάριος Δρουσιώτης δίνει μια ερμηνεία την οποία στηρίζει με αρχειακό υλικό: Η χούντα ήταν διχασμένη σε δύο φατρίες. Από τη μια ήταν η ομάδα των Παπαδόπουλου, Παττακού και Μακαρέζου και από την άλλη η ομάδα των Ασλανίδη, Ιωαννίδη και Λαδά με τους οποίους συνεργαζόταν ο Παπαποστόλου. Οι δύο φατρίες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους και ο Γιωρκάτζης, αφού παγίδευσε τον Παναγούλη, έπαιξε με τους αντιπάλους του Παπαδόπουλου στη χούντα που επεδίωκαν το φάγωμά του. Κάπως έτσι ξεκίνησε και η συνεργασία του με τον Παπαποστόλου στην Κύπρο.
Μετά την απόπειρα κατά του Μακαρίου ο Δημήτρης Παπαποστόλου εξακολουθούσε να κινείται με άνεση, δεν συνέβαινε το ίδιο με τον Γιωρκάτζη, που είχε επισημανθεί ο ρόλος του στην απόπειρα. Ο ίδιος άρχισε να αγωνιά, προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τον διοικητή των ΛΟΚ, αλλά εκείνος φοβούμενος για τον εαυτό του, δεν ήθελε να εμφανίζεται πια μαζί του. Απέφευγε ακόμα και το τηλέφωνο να σηκώνει. Ο Γιωρκάτζης ένιωθε τον κλοιό να σφίγγει γύρω του. Ιδιαίτερα όταν η αστυνομία συνέλαβε τρεις φίλους του, τους Αντ. Γεναγρίτη, Αντωνάκη . Σολομώντος και Πολ. Πολυκάρπου, ήξερε ότι ερχόταν η σειρά του. Απεγνωσμένα ζητούσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Παπαποστόλου, αλλά ο Ελλαδίτης αξιωματικός δεν εμφανιζόταν.
Κάποτε πέτυχε να βγει στη γραμμή ο διοικητής των Καταδρομών. Του είπε ότι με την επιρροή που ασκούσε, θα φρόντιζε να στρέψει τις έρευνες προς την κατεύθυνση του «Εθνικού Μετώπου» και του υπέδειξε να μην τον ζητά στο τηλέφωνο, κι όταν είχε νεώτερα θα φρόντιζε να επικοινωνήσει μαζί του. Τη συνδιάλεξη αυτή -που αργότερα θα έπαιρνε ξεχωριστή σημασία- την άκουσε και ο προσωπικός φίλος και σωματοφύλακας του Γιωρκάτζη, ο Κυριάκος Πατατάκος, ειδικευμένος στις εκρηκτικές ύλες. Σε λίγες μέρες, ο Γιωρκάτζης συνελήφθη από την αστυνομία, διότι σε έρευνα που έγινε, βρήκαν στην κατοχή του δύο περίστροφα. Η κατηγορία ήταν μάλλον η αφορμή για να προσαχθεί σε δίκη, και το επίσημο κράτος να του δείξει ότι γνώριζε το ρόλο του στο σκοτεινό παρασκήνιο. Η μεταφορά του στο δικαστήριο παρουσίαζε μια παράξενη εικόνα. Από τη μια μεριά, τα δρακόντεια μέτρα ης αστυνομίας, κι απ' την άλλη, η ίδια η αστυνομία... περικυκλωμένη από τους ανθρώπους του Γιωρκάτζη, που εφοβούντο ότι ο πρώην υπουργός μπορούσε να δολοφονηθεί καθ' οδόν από τους πράκτορες της ελληνικής χούντας.
Η ποινή που του επεβλήθη από το δικαστήριο, ήταν τυπική: πρόστιμο 150 λιρών. Ο στόχος ήταν άλλος. Να του δείξουν ότι γνώριζαν το ρόλο του στις κινήσεις κατά του Αρχιεπισκόπου. Η περιπέτεια αυτή στο δικαστήριο, φαίνεται ότι στοίχισε πολύ στον Γιωρκάτζη. Ο άλλοτε πανίσχυρος άνθρωπος, που διέθετε πρωτοφανή δύναμη, που κι όταν δεν ήταν υπουργός ήλεγχε την αστυνομία από το παρασκήνιο και διέθετε τεράστιο δίκτυο πληροφοριών, τώρα ένιωθε παγιδευμένος. Κανείς από τους φανατικούς φίλους του δεν φαινόταν διατεθειμένος να του δώσει βοήθεια. Τότε ζήτησε να έλθει σ' επαφή με τον Μακάριο.
Έγραψε κι ένα σημείωμα μ' αυτά που θα του έλεγε: μια μακρά αναδρομή στην παλιά συνεργασία τους, την συστράτευσή του στο Μακαριακό στρατόπεδο, γεγονός που του δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις του με τον Γρίβα, κ.ά. Μ' όλα αυτά, ήθελε να καλύψει το ρόλο του στη συνωμοσία κατά του Αρχιεπισκόπου. Ο πρόεδρος της Κύπρου, όμως, δεν μπορούσε να ξεγελαστεί. Αρνήθηκε να τον δεχθεί. Κι αυτή η άρνηση μεγάλωσε τον πανικό του πρώτου υπουργού Άμυνας της Κύπρου. Αποφάσισε να φύγει για τη Βηρυτό, βέβαιος ότι η ζωή του κινδύνευε. Οι υπηρεσίες ασφαλείας ειδοποίησαν το προεδρικό μέγαρο κι ο ίδιος ο Μακάριος έδωσε εντολή στον Μιχ. Πατσαλίδη:
— Να σταματήσεις αμέσως το αεροπλάνο.
Το αεροσκάφος που δεν είχε μπει ακόμη στην ευθεία απογείωσης, έκανε στροφή. Σε λίγο, αστυνομικοί πλησίασαν τον Γιωρκάτζη και του είπαν ότι έπρεπε να αποβιβαστεί. Ο «Πολύς» δεν έφερε αντίρρηση κι επέστρεψε στη Λευκωσία.
Ο απόρρητος φάκελος με το σχέδιο ΕΡΜΗΣ
Μόλις έφθασε στο σπίτι του, ο Π. Γιωρκάτζης σήκωσε το τηλέφωνο και προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Παπαποστόλου. Τα κατάφερε με κόπο. Συμφώνησαν να συναντηθούν το ίδιο βράδυ. Ο Πατατάκος, έχοντας συνεπιβάτη στο αυτοκίνητο τον υπαστυνόμο Σολωμού, ακολούθησε τον Γιωρκάτζη που κατευθυνόταν προς το Βαρώσι. Κάποια στιγμή έκπληκτος είδε μέσα σ' ένα αυτοκίνητο τον Γιωρκάτζη με τον Παπαποστόλου που κατευθύνονταν προς τη Λευκωσία. Όταν πολύ αργότερα ο Γιωρκάτζης επέστρεψε στο προκαθορισμένο σημείο που τον περίμενε ο φίλος του, φαινόταν αναστατωμένος. Ο Πατατάκος τον ρώτησε τι είπαν με τον Παπαποστόλου, κι ο «Πόλυς» απήντησε ταραγμένος:
— Θα κάνουν κάτι πολύ τρομερό...
— Δηλαδή; Εξήγησε μου, θα σκοτώσουν κανέναν άλλο επίσημο;
— Ναι. Τον... Κληρίδη! Θα προσπαθήσω να τους εμποδίσω. Κι αυτός ο Κληρίδης, όμως, δεν ακούει κανένα και είναι εύκολος στόχος. Θέλουν να τον σκοτώσουν για ν' αποδοθεί ο φόνος σε αντίθετες παρατάξεις, ν' αρχίσει αιματοκύλισμα και να επέμβουν οι καλαμαράδες σαν σωτήρες του τόπου...
Τελικά ο υποψήφιος για δολοφονία ήταν ο ίδιος και όχι ο Γλαύκος Κληρίδης.
Ντοκουμέντα
Οι ερμηνείες του συγγραφέα Μακάριου Δρουσιώτη συνοδεύονται από πρωτογενές αρχειακό υλικό. Μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται έγγραφα τα οποία ήταν μέρος του προσωπικού αρχείου του τότε συνεργάτη του Μακαρίου, Γεώργιου Τομπάζου, ο οποίος διετέλεσε και διευθυντής της ΚΥΠ.
Μεταξύ των εγγράφων αυτών περιλαμβάνονται δύο ντοκουμέντα που ενοχοποιούν τον Παπαποστόλου για την εκτέλεση του Γιωρκάτζη:
Το στημένο άλλοθι
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο, ο Μακάριος πήρε την απόφαση να συγκαλύψει τη συμμετοχή του Παπαποστόλου και του σωματοφύλακά του, Αθανάσιου Πουλίτσα, στην απόπειρα κατά της ζωής του και στη δολοφονία του Γιωρκάτζη. Μέχρι τώρα επικράτησε η άποψη ότι τα κίνητρα του Μακαρίου ήταν ο φόβος για πιθανό πραξικόπημα της χούντας. Ο συγγραφέας απορρίπτει αυτή την εκδοχή και απαριθμεί μια σειρά από άλλους λόγους που ώθησαν τον Μακάριο να παρέμβει στο ανακριτικό έργο για να κλείσει η υπόθεση.
Ο Δ. Παπαποστόλου "ανακρίθηκε" έναν ακριβώς μήνα μετά τη δολοφονία του Γιωρκάτζη. Όμως η κατάθεση που έδωσε ήταν εικονική. Ο βοηθός αρχηγός αστυνομίας Μιχαλάκης Παντελίδης τον επισκέφθηκε στο γραφείο του στο ΓΕΕΦ και του ζήτησε να γράψει μόνος του την κατάθεσή του για τις κινήσεις του τη μέρα και την ώρα που διαπράχθηκε ο φόνος.
Η "κατάθεση" λήφθηκε εξ ονόματος του ανακριτή Παναγιώτη Αριστοκλέους, ο οποίος όμως δεν ήταν παρών. Ο Παπαποστόλου έγραψε την κατάθεσή του στο τυποποιημένο έντυπο που χρησιμοποιούσε η αστυνομία και περιέγραψε τα γεγονότα όπως αυτά ταίριαζαν με το σκηνοθετημένο άλλοθί του και ακολούθως την υπέγραψε.
Κάτω από την υπογραφή του, με τον ίδιο ακριβώς γραφικό χαρακτήρα, έγραψε την εξής σημείωση: "Η κατάθεσις αύτη ελήφθη υπ' εμού εις Αρχηγείον της Αστυνομίας σήμερον 14 Απριλίου 1970 εις την παρουσίαν του κ. Μ. Παντελίδη Β/Αρχηγού Αστυνομίας η ώρα 4.10 μ.μ. του ανεγνώσθη και ως ορθή την υπέγραψε εις την παρουσίαν μας".
Η σημείωση αυτή φέρει την υπογραφή "Π. Αριστοκλέους / Αστυν.". Όμως ο Αριστοκλέους δεν ήταν καν παρών και η υπογραφή του είναι με τον ίδιο ακριβώς γραφικό χαρακτήρα με τη χειρόγραφη κατάθεση και την υπογραφή του Παπαποστόλου, ενώ δεν μοιάζει καθόλου με την πραγματική υπογραφή του Αριστοκλέους. Την κατάθεση υπέγραψε ως μάρτυρας ο Μιχαλάκης Παντελίδης. (Δες το ντοκουμέντο στη φωτογραφία).
Δηλαδή, ο Παπαποστόλου, στην παρουσία του βοηθού αρχηγού Αστυνομίας Μιχαλάκη Παντελίδη, έγραψε την κατάθεση, την υπέγραψε, έγραψε το σημείωμα του ανακριτή και πλαστογράφησε την υπογραφή του!
Στην κατάθεσή του, ο Παπαποστόλου έδωσε τα ονόματα πολλών ατόμων που συνάντησε την ώρα του φόνου. Τα άτομα αυτά πέρασαν στη συνέχεια από το γραφείο του Π. Αριστοκλέους και υποστήριξαν το άλλοθί του. "Τους έφερναν τον έναν μετά τον άλλο και απάγγελλαν την κατάθεσή τους, όπως τα παιδιά λένε το "Πιστεύω" στο κατηχητικό", μαρτύρησε πολλά χρόνια αργότερα στον συγγραφέα ο Π. Αριστοκλέους.
Τον κάρφωσε η ερωμένη
Πέραν του γεγονότος ότι ο Παπαποστόλου χρειάστηκε να σκηνοθετήσει άλλοθι, τον ενοχοποίησε για το φόνο η ερωμένη του, η οποία, λίγους μήνες αργότερα, ομολόγησε στον Γ. Τομπάζο ότι ο Παπαποστόλου ενεχόταν στο φόνο του Γιωρκάτζη.
Στην "κατάθεσή" του ο Παπαποστόλου ανέφερε ότι τη μέρα του φόνου πήγε βόλτα στην Ακανθού με φιλενάδα του, την οποία δεν κατονόμασε, διότι, όπως ανέφερε, ήταν σύζυγος συναδέλφου του. Επέστρεψε στη Λευκωσία και πήγε στο σπίτι του γύρω στις 6.30 μ.μ.
"Περί την 7ην μ.μ. της 15.3.70 αφού εξηκρίβωσα από τηλεφώνου ότι ο Πουλίτσας με ανέμενε, ως είχαμε προκαθορίσει εις την Αρχιεπισκοπήν, μετέβην εκεί και συνήντησα τον κ. Πουλίτσα μετά του οποίου παρέμεινα περί τα 10 λεπτά. Εντός του γραφείου του συνήντησα τον κ. Καψάσκην, τον κ. Γιακουμήν, αδελφόν του Μακαριωτάτου και άλλους.
Ακολούθως μετά του κ. Πουλίτσα ανεχωρήσαμε περί την 7.15 μ.μ. διά του οχήματος ΕD 609 και μετέβημεν εις την Λέσχην της Εθνικής Φρουράς. Το όχημα, αφού το κλείδωσα, το άφησα έξωθι της εν λόγω Λέσχης". Ο Παπαποστόλου ισχυρίστηκε ότι έμεινε στη Λέσχη των Αξιωματικών μέχρι τις 9.00 μ.μ., ενώ ο φόνος έγινε γύρω στις 8.00.
Η ερωμένη του Παπαποστόλου, η οποία αναφέρεται με το αρχικό Α., είπε ότι την Κυριακή 15 Μαρτίου πήγε με τον Παπαποστόλου εκδρομή στην Κερύνεια. "Η συμπεριφορά του ήτο διαφορετική από άλλες περιπτώσεις. Ενώ δηλαδή εις άλλας εξορμήσεις η προσπάθεια ήτο να αποφεύγουν γνωστούς, την Κυριακήν εκείνην η προσπάθειά του ήτο να επιδεικνύεται μετά της φίλης του εις τους γνωστούς του."
Το απόγευμα, όταν επέστρεψαν στη Λευκωσία ο Παπαποστόλου οδήγησε τη φίλη του στην περιοχή Λακκοβούναρα, όπου θα συναντούσε το βράδυ τον Γιωρκάτζη, για "να ρομαντζάρουν ολίγον". Έμειναν εκεί για λίγη ώρα και μετά επέστρεψαν στο διαμέρισμα του Παπαποστόλου, όπου παρέμειναν μέχρι το βράδυ. "Κατά την 7.30 μ.μ. εκτύπησε το τηλέφωνον. Επήρε το ακουστικόν ο Παπαποστόλου, ο οποίος ηκούσθη να λέγη εις τον συνομιλιτήν του τας λέξεις "εντάξει, έρχομαι"." Αμέσως ο Παπαποστόλου είπε στη φίλη του: "Εγώ φεύγω για λίγη ώρα. Εσύ πήγαινε ντύθου και να συναντηθούμε απόψε στην Λέσχη". Οι δύο τους έφυγαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Σύμφωνα με το σημείωμα της ΚΥΠ που συντάχθηκε μετά τη συνομιλία με τη φίλη του, η Α. τον περίμενε στη Λέσχη όπως είχαν συνεννοηθεί. "Κατά την 8.45 ή 9 μ.μ. εισήλθαν εις την λέσχην οι Παπαποστόλου και Πουλίτσας με προσωπείον κάπως θορυβημένον (αγριωπόν). Η συμπεριφορά του Παπαποστόλου ήτο ασυνήθης. Δεν έδωσε καθόλου σημασίαν εις την φίλην του Α. που τον ανέμενεν εκεί, αλλά προσεπάθει να κάμη αισθητήν την παρουσίαν του εις τας διαφόρους ομάδας που εχαρτόπαιζαν ή συνωμίλουν εντός της Λέσχης. Η συμπεριφορά του προς τας ομάδας αυτάς ήτο πλήρης προσποιημένης ευγενείας.
Μετά από ένα τέταρτο, ο Παπαποστόλου εκλήθη στο τηλέφωνο. Όταν τελείωσε το τηλεφώνημά του κατευθύνθηκε προς τη φίλη του και της είπε: "Λυπούμαι, κάπου θα πάω". Ακολούθως έφυγαν μαζί με τον Πουλίτσα".
Την επομένη μέρα ακούγοντας η φίλη του Παπαποστόλου ότι δολοφονήθηκε ο Γιωρκάτζης, τον υποπτεύθηκε αλλά δεν του είπε τίποτα. Σε δύο τρεις μέρες ο Παπαποστόλου οδήγησε την Α. με το αυτοκίνητό του στο στρατόπεδο των ΛΟΚ στον Άγιο Χρυσόστομο όπου συνάντησε τρεις αξιωματικούς. Ο ένας θα πρέπει να ήταν ο Γρηγόριος Μπονάνος, τον οποίο έστειλε το καθεστώς των Αθηνών στην Κύπρο για να διεξαγάγει ένορκη διοικητική εξέταση για τυχόν ανάμειξη Ελλήνων αξιωματικών στα γεγονότα.
Χωρίς να την προετοιμάσει καθόλου, απευθυνόμενος προς τους αξιωματικούς είπε: "Την Κυριακήν ήμουν όλη μέρα μέχρι τις 9 μ.μ. μαζί της. Δεν είναι έτσι Α.;" Η φίλη του απάντησε καταφατικά. Όταν επέστρεψαν στο διαμέρισμα του Παπαποστόλου, η Α. τον ερώτησε: "Πες μου Δημήτρη, έχεις χέρι στην δολοφονίαν του Γιωρκάτζη ή όχι;". Απάντησε ως εξής: "Δεν επερίμενα τέτοιαν ερώτησιν από σένα. Αφού όμως θέλεις να μάθης ..." (Εις το σημείον αυτό έγινεν ένας μορφασμός κατανοήσεως, ισοδυναμών με καταφατικήν απάντησιν.)"...
Πηγές: