Αγκιστροειδές κομμάτι ξύλου, που κατασκευάζεται από κλαδιά δέντρου ή θάμνου, μικρότερο από την κατσούνα. Προσαρμόζεται στην οροφή ή τη δοκό των αγροτικών σπιτιών κι απ' αυτό κρεμάζουν καλάθια και αγαθά για φύλαξη.
Σε χωριά του Τροόδους, και ιδίως της Μαραθάσας, κατσουνάριν λέγεται κι ένα γεωργικό εργαλείο. Πρόκειται για ξύλο μήκους περίπου 1,5 μέτρου, διχαλωτό στη μια άκρη. Χρησιμοποιείται κατά τη συγκομιδή των καρπών της κερασιάς. Με το ξύλο αυτό οι γεωργοί τραβούν προς το μέρος τους τα απομακρυσμένα κλωνάρια των δέντρων (τα λεγόμενα ξώκλαινα), ώστε να μπορούν να μαζεύουν απ' αυτά τους καρπούς.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια