Pica pica. Οικογένεια: Corvidae (Κορακοειδή). Είναι πουλί ενδημικό αλλά κάποτε μεταναστεύει από τις γειτονικές χώρες, ιδίως τη Μικρά Ασία, προς την Κύπρο. Το χρώμα του από μακριά φαίνεται μαυρόασπρο αλλά όταν το πλησιάσεις το μαύρο του έχει ωραίες πράσινες και μπλε αποχρώσεις. Η μακριά ουρά, που φαίνεται τόσο παράξενη ιδίως όταν φυσά δυνατός άνεμος, έχει φαντακτερό ιριδίζον χαλκοπράσινο χρώμα. Τα κάτασπρα πούπουλα στις βάσεις κάθε φτερούγας προς τους ώμους, δίνουν στο πουλί, όταν πετά, πολύ ωραία εμφάνιση.
Η κατσικορώνα απαντάται παντού στην Κύπρο εκτός από τις ψηλές βουνοκορφές (πέραν των 2.500 ποδών ύψους) και στα πυκνά δάση. Αρέσκεται περισσότερο να ζει κοντά σε κατοικημένες περιοχές, αποφεύγει όμως τις πόλεις. Κτίζει τη φωλιά της σε ψηλά δέντρα, προτιμά όμως περισσότερο τις μοσφιλιές στους κάμπους γιατί έχουν αγκάθια που προσφέρουν περισσότερη προστασία. Τη φωλιά την κατασκευάζει με λεπτά ξυλαράκια και πηλό, τη φοδράρει δε με βρύα, τρίχες και πούπουλα. Γεννά 3-6 αυγά χρώματος γαλάζιου με καφέ στίγματα. Τα μικρά της τρέφονται με μεγάλα έντομα όπως ακρίδες, με σκουλήκια, σκαθάρια, σαύρες, και μικρά πουλιά και αυγά που κλέβουν από τις φωλιές άλλων πουλιών. Μέσα στις φωλιές της πολλές φορές γεννούν και τ' αυγά τους οι κούκοι ή κράνκες (Clamator glandarius και Cuculus canorus) που είναι πουλιά παρασιτικά - δεν κτίζουν ποτέ δική τους φωλιά - για τα οποία βλέπε λήμμα: κούκος ή κράνκα.
Η κατσικορώνα είναι πουλί παμφάγο. Τρέφεται με μεγάλα έντομα, μικρά πουλιά όπως και περδικάκια και κοτοπουλάκια, με φρούτα, καρπούζια, λουβιά φρέσκα, μέχρι ψοφίμια μαζί με τους γύπες. Ήταν και είναι η μάστιγα των πληγωμένων γαϊδάρων, ιδίως κατά τους μήνες του καλοκαιριού που τα ζώα αυτά βρίσκονταν στα χωράφια. Καθισμένες στη ράχη των γαϊδάρων, οι κατσικορώνες κατέτρωγαν τις πληγές τους - τις «κόντρες» - κι ουδέποτε τις άφηναν να κλείσουν.
Η φωνή της κατσικορώνας είναι δυνατή και διαπεραστική, μιμείται δε πολύ και φωνές άλλων πουλιών. Εξημερώνεται εύκολα όταν συλληφθεί μικρή από τη φωλιά και μαθαίνει, όπως όλα τα κορακοειδή, να προφέρει και πολλές λέξεις όπως ο παπαγάλος.
Το μέγεθός της φθάνει τα 45 εκατοστόμετρα περίπου.
Το βάδισμά της είναι αδέξιο - κάποτε βηματισμοί και κάποτε πηδήματα - σχετικά δε διηγούνται στην Κύπρο την ακόλουθη ιστορία που είναι παραλλαγή μύθου του Αισώπου:
Μια κατσικορώνα είδεν τα πεζούνια στην αυλήν ενός σπιδκιού που ήταν στην άκραν του χωρκού, πως εκαλοπερνούσαν που τα' τάιζεν ο αφέντης τους, ενώ τζ'είνη ούλλη μέρα έτρωεν τες κόντρες τους γαδάρους. Εσκέφτην ν' αλλάξει το χρώμαν της να γενεί τζ 'αι τζ'είνη πεζούνιν [=περιστέρι] για να καλοτρώει μητά τους. Έμπηκεν λοιπόν σε μιάβ βούρναν με τον ύψον, εγίνηκεν ολόασπρη, τζ' ανακατώθηκεν με τα πεζούνια. Εκαλοπέρασεν δκυο - τρεις ημέρες, ώσπου ο ύψος [=γύψος] έφυεν τζ'αι τα πεζούνια εκαταλάβαν την. Εκλωτσοκοπήσαν την κάτω που το σιμιντήριν τζ' έσπασεν τα πόδκια της τζ' αι δεν μπορεί να παρπατήσει ίσια. Που τότε που 'κούτσανεν, στραοπατά τζ'αι γελούν μητά της τζ'αί πλάσματα τζ'αί πουλιά.
Μια άλλη ιστορία λέγει ότι η κατσικορώνα ήταν κάποτε πραματευτής:
Η κατσικορώνα ήτουν πραματευτής τζ'ο πράτσος της που' μέτραν τα πανιά ήταν εξίκκιν [=λειψός] τζ' ανακαλύψαν την τζ' επκιάσαν τον πράτσον [πήχη] τζ' έμπηξαν τον που πίσω της τζ'αί κρέμμεται.
Οι λαογραφικές αναφορές για το πουλί αυτό είναι πολλές. Εκτός από μύθους περιλαμβάνουν και δίστιχα, όπως:
Κατσικουτάλα πλουμιστή κάτσε με την τιμήν σου,
πιάννω τον ρότσον που χαμαί τζ'αί λυώ την τζ'εφαλήν σου.
Ακόμη και καθαρογλωσσήματα:
Κατσικορώνα πλουμιστή
με το πουντζίν στο στόμαν της
γεμάτον κανναουροκολιαντρόσπορον.
Και, φυσικά, και παροιμίες, όπως:
Με το να φάει σκατά η κατσικορώνα, η θάλασσα δεν ιξημαρίζει.
(Λέγεται για τίμιους ανθρώπους που δεν μπορούν να τους θίξουν οι κακολογίες).
Η κατσικορώνα είναι πουλί επικηρυγμένο κι όχι προστατευόμενο, γιατί προκαλεί διάφορες καταστροφές. Δίνονται μάλιστα και ειδικές άδειες στους κυνηγούς για να την πλήττουν.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια