Νομικός - Πολιτικός. Ο Ανδρέας Παναγιώτου γεννήθηκε στο χωριό Φιλιά το 1936 και πεθανε στη Λευκωσία στις 29 Ιουνίου 2024. Φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και αργότερα σπούδασε νομική στην Αθήνα ενώ εργαζόταν ως δικηγόρος. Έλαβε μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ πρώτα μέλος της νεολαίας της οργάνωσης, ενώ αργότερα συμμετείχε μαζί με τον Μιχαλάκη Καραολή στο Εκτελεστικό της ΕΟΚΑ. Στο Εκτελεστικό η δράση του κορυφώθηκε με την εκτέλεση του Η. Πουλλή, λοχία της Αστυνομίας στις 28 Αυγούστου 1955, στο κέντρο της Λευκωσίας, κοντά στην “Αλάμπρα”. Την εκτέλεση την πραγματοποίησε ο 19χρονος Ανδρέας Κ. Παναγιώτου μαζί με τον 22χρονο Μιχαήλ Σ. Καραολή, από το Παλαιχώρι, απόφοιτο της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας. Σήμερα γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ο φόνος έγινε διά χειρός και από το όπλο του Παναγιώτου και όχι από τον Καραολή. Ωστόσο, συνελήφθη ο Καραολής λίγες ημέρες μετά τον φόνο, καθώς εντοπίστηκε γρήγορα από το ποδήλατό του, που εγκατέλειψε, και προσήχθη στο δικαστήριο κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία. Με συνοπτικές διαδικασίες ο Μιχαλάκης Καραολής καταδικάστηκε σε θάνατο και απαγχονίστηκε μαζί με τον Ανδρέα Δημητρίου στις 10 Μαΐου 1956.
Ο Παναγιώτου για τη δράση του συνελήφθη δύο φορές από τις βρετανικές δυνάμεις, καταφέρνοντας ωστόσο να αποδράσει.
Από τις 5 Σεπτεμβρίου 1955 όταν είχε συλληφθεί μαζί με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη για κατοχή όπλων, κατηγορήθηκε ότι σκόπευε να σκοτώσει βασικούς (Τουρκοκύπριους) μάρτυρες της υπόθεσης Καραολή. Οι βρετανικές διωκτικές και ανακριτικές αρχές δεν συνέδεσαν τον Παναγιώτου με την εκτέλεση του ΗΠ και ο ίδιος έζησε στις Κεντρικές Φυλακές μερικούς μαρτυρικούς μήνες, σε κοντινό κελλί με τον μελλοθάνατο Καραολή, γνωρίζοντας ότι σε κάθε στιγμή μπορούσε ο συναγωνιστής του να αποκαλύψει και τη δική του συμμετοχή και να οδηγούνταν και αυτός στην αγχόνη.
Ο Παναγιώτου κατάφερε να δραπετεύσει από τις Κεντρικές Φυλακές στις 5 Νοεμβρίου 1956. Τοποθετήθηκε στον τομέα Κερύνειας της ΕΟΚΑ και ήταν υπεύθυνος στα χωριά της περιοχής Λαπήθου – Καραβά, με τομεάρχη τον Κυριάκο Μάτση και στους τελευταίους μήνες του Αγώνα τον Άντη Σωτηριάδη. Έζησε από πολύ κοντά και συνεργάστηκε με τον Κυριάκο Μάτση, για τον οποίο μιλούσε με μεγάλο σεβασμό μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ δημιούργησε στενή φιλία με πολλούς συναγωνιστές του από την επαρχία Κερύνειας και κυρίως από τα χωριά δυτικά της πόλης του Πράξανδρου.
Διακοινοτικές
Μετά το τέλος του Αγώνα σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου αναμείχθηκε ενεργά στο κυπριακό και το πανελλαδικό φοιτητικό κίνημα. Επέστρεψε στην Κύπρο ως εθελοντής το 1964, όπως δεκάδες άλλοι Κύπριοι φοιτητές στην Ελλάδα και μετά τη λήψη του πτυχίου του εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία, όπου άσκησε τη δικηγορία.
Την περίοδο των Διακοινοτικών συγκρούσεων του 1963-1964 πολέμησε ως εθελοντής και αποστρατεύθηκε ως λοχαγός.
Κατά τη διάρκεια της Χούντας συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα σε συνεργασία με τον Αλέξαντρο Παναγούλη. Εντάχθηκε στον αντιχουντικό αγώνα από τη μέρα επιβολής της δικτατορίας του 1967 και στην Επιτροπή Αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (ΕΑΔΕ). Ήταν παρών στην πρώτη γνωριμία του Παναγούλη με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και γνώστης όλου του παρασκηνίου που οδήγησε στην απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου, τον Αύγουστο του 1968, και σημάδεψε την πορεία των ελλαδοκυπριακών σχέσεων στα χρόνια της Επταετίας αλλά και την ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Μετά το 1974 συμμετείχε ενεργά σε κινήσεις εναντίον της παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής στην Κύπρο.
Εξελέγη βουλευτής στις Βουλευτικές εκλογές 1985 στην Εκλογική Περιφέρεια Λευκωσίας με το ΔΗΚΟ για την Ε΄ Κοινοβουλευτική Περίοδο.
Πηγές