Βασιλιάς της Κύπρου (1197 -1205) και των Ιεροσολύμων (1198-1205). Ήταν ο δεύτερος της δυναστείας των Λουζινιανών βασιλέων της Κύπρου. Διαδέχθηκε τον αδελφό του Γουΐδο (Γκυ)ντε Λουζινιάν, πρώτο Φράγκο βασιλιά του νησιού (το οποίο είχε αγοράσει από τους Ναΐτες και τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο στα 1192), που είχε πεθάνει στα 1194. Μετά το θάνατο του Γουΐδου και για 3 χρόνια, ο Αμάλριχος διατήρησε την εξουσία στο νησί έχοντας τον τίτλο του άρχοντα της Κύπρου μέχρι το 1197 που στέφθηκε βασιλιάς. Ήταν κοντόσταβλος Ιεροσολύμων προτού ανέλθει στο θρόνο και από το 1193 είχε και τον τίτλο του κόμητος της Γιάφφας. Το θρόνο του βασιλείου των Ιεροσολύμων απέκτησε το 1198, όταν νυμφεύθηκε τη βασίλισσα Ισαβέλλα, κόρη του βασιλιά των Ιεροσολύμων Αμάλριχου Α' και της Μαρίας Κομνηνής, ήδη δυο φορές χήρα, του Κορράδου του Μομφερατικού και του Ερρίκου της Καμπανίας. Ήταν ο μόνος βασιλιάς της Κύπρου μ' αυτό το όνομα, ενώ στη σειρά των βασιλέων των Ιεροσολύμων είναι γνωστός σαν Αμάλριχος ο δεύτερος. Πριν από το γάμο του που απέφερε το θρόνο των Ιεροσολύμων, ήταν νυμφευμένος με την Εχίβη ντ’ Ιμπελέν, με την οποία απέκτησε στα 1195 ένα γιο, το διάδοχό του στο θρόνο της Κύπρου βασιλιά Ούγο Α' (1205-1218). Μετά το θάνατο του Αμάλριχου (στην Άκρα, 1η Απριλίου 1205), στον μεν θρόνο της Κύπρου τον διαδέχθηκε ο γιος του Ούγος Α', ενώ στο θρόνο των Ιεροσολύμων ανήλθε τελικά η Μαρία η Μομφερατική, κόρη του Κορράδου και της Ισαβέλλας.
Ο Αμάλριχος, προκειμένου να εξασφαλίσει και να εδραιώσει τον θρόνο της Κύπρου, ζήτησε τη βοήθεια και προστασία του Γερμανού αυτοκράτορα Ερρίκου Στ'. Αποτέλεσμα ήταν να εγκατασταθούν στην Κύπρο γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις που, για να εκδιωχθούν αργότερα, χρειάστηκε σκληρός όσο και μακρόχρονος πόλεμος (κράτησε 40 χρόνια). Απ' εδώ αρχίζουν οι διεκδικήσεις δικαιωμάτων Γερμανών αυτοκρατόρων στην Κύπρο.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Αμάλριχος εργάστηκε για να εδραιώσει και να οργανώσει το, νεαρό ακόμη, λατινικό βασίλειο της Κύπρου, στα πρότυπα του δυτικού ευρωπαϊκού φεουδαρχικού συστήματος. Για την εγκαθίδρυση στην Κύπρο της λατινικής Εκκλησίας, ο Αμάλριχος είχε προτείνει στον πάπα Κελεστίνο Γ' την παροχή μηνιαίων μισθών σε Λατίνους κληρικούς, αλλά τελικά απεδέχθη κι ανέλαβε την υποχρέωση να εκχωρήσει στη δημιουργούμενη λατινική Εκκλησία της Κύπρου γαίες και άλλα εισοδήματα που θα αφαιρούνταν από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πρώτος Λατίνος αρχιεπίσκοπος του νησιού εξελέγη ο Άλαν, στα 1196, επί ημερών του Αμάλριχου.
Ο Κύπριος βασιλιάς διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Λέοντα Β' της Αρμενίας, ο οποίος μάλιστα νυμφεύθηκε αργότερα (1210) την κόρη του Αμάλριχου από την Ισαβέλλα, Σίβυλλα. Τον Ιούλιο του 1198 έκλεισε συνθήκη ειρήνης με το σουλτάνο της Αιγύπτου Αλ Μαλίκ αλ Αντίλ, με διετή ισχύ, ενώ 6 χρόνια αργότερα, το Μάιο του 1204, επετέθη κατά της Αιγύπτου με επιχειρήσεις του στόλου του στην περιοχή του Δέλτα. Οι συμμαχικές του Αμαλρίχου γερμανικές δυνάμεις υπό τον δούκα Ερρίκο της Λωρραίνης, αποκρούοντας, στις 23 Οκτωβρίου 1197, επίθεση του Αλ Μαλίκ Αλ Αντίλ, κατέλαβαν τη Βηρυτό, την οποία ο Αμάλριχος εκχώρησε στον αδελφό της συζύγου του Ιωάννη ντ’ Ιμπελέν, που έγινε γνωστός σαν ο «γέροντας άρχων της Βηρυτού», σφοδρός αντίπαλος του Φρειδερίκου Β' της Γερμανίας.
Σχετικά με την οικονομία της Κύπρου, ο Αμάλριχος προώθησε κι εγκαθίδρυσε καλές σχέσεις με τους εμπόρους της Δύσης, προκειμένου να χρησιμοποιείται η Κύπρος ως διαμετακομιστικός σταθμός εμπορίου. Η σύγκρουσή του με τον Αλ Μαλίκ Αλ Αντίλ οφειλόταν κυρίως σε ανταγωνισμό για το αιγυπτιακό και μεσανατολικό εμπόριο: σε μια περίπτωση ο Αμάλριχος συνέλαβε ολόκληρο αιγυπτιακό εμπορικό στόλο που μετέφερε πολύτιμο φορτίο στη Συρία κατά παράβαση της ειρήνης του 1198.
Επειδή ο Αμάλριχος είχε στο μεταξύ εξασθενήσει πολιτικοστρατιωτικά, τον Σεπτέμβριο του 1204 με χαρά υπέγραψε 6ετή ανακωχή με τον Αλ Μαλίκ της Αιγύπτου που σήμαινε κυρίως αποχή από πειρατικές ενέργειες του ενός εναντίον του εμπορικού στόλου του άλλου.
Συνεχίζοντας την αντίσταση των Κυπρίων κατά των Φράγκων κυριάρχων, ο Έλληνας (Κύπριος;) κουρσάρος Κανάκης, στα πρώτα χρόνια της εξουσίας του Αμάλριχου, έκανε επιδρομές στις ακτές της Κύπρου από καταφύγιο στην Κιλικία, με πλοίο του Αντιοχειανού Έλληνα άρχοντα Ισαακίου. Σε μια από αυτές, ο Κανάκης συνέλαβε τη βασίλισσα -σύζυγο του Αμαλρίχου Εχίβη ντ’ Ιμπελέν που βρισκόταν σε ανάρρωση, μαζί με τα παιδιά της, στο Παραδείσι, στα βόρεια του χωριού Λιμνιά Αμμοχώστου. Την μετέφερε θριαμβευτικά στην Αντιόχεια, τελικά όμως ο Ισαάκιος αναγκάστηκε να την επιστρέψει ύστερα από παρέμβαση του Λέοντος Β' της Αρμενίας, που την μετέφερε στην Κώρυκο, από όπου την παρέλαβε, μαζί με τα παιδιά της, ο Αμάλριχος. Ύστερα από λίγο η βασίλισσα πέθανε από τις ταλαιπωρίες.