Καμπανέλλης Ιάκωβος

Κύπρος, το μυθικό νησί

Κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη για την Κύπρο με τίτλο "Κύπρος, το μυθικό νησί" που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η Λέξη- Ιούνιος-Αύγουστος 1989:

 

ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ βρέθηκα για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Με είχε καλέσει ο Γιώργος Βασιλείου, με τον οποίο είχαμε γνωριστεί κι είχαμε γίνει πολύ φίλοι στο Λονδίνο, όπου είχα μείνει για δυο περίπου χρόνια. Όταν έφυγε ο Γιώργος, ζήτησε να πάω οπωσδήποτε στην Κύπρο. Πήγα για δεκαπέντε μέρες κι έμεινα επτά ολόκληρους μήνες. Αν γράφω “έμεινα” και δε γράφω “με κράτησε η Κύπρος”, είναι γιατί βρίσκω το “κράτησε” λίγη σα λέξη, ενώ το “έμεινα” είναι πιο σωστό σα ρήμα.

 

Η Κύπρος έχει σε πολύ έντονο βαθμό το αρχαίο, το βυζαντινό και το φράγκικο στοιχείο. Στοιχεία που τα έχει και το Αιγαίο και, ειδικότερα για μένα, η Νάξος, όπου και μεγάλωσα. Πραγματικά, η Νάξος έχει πολύ Κύπρο, αλλά και η Κύπρος έχει πολύ Νάξο, ή μάλλον έχει πολύ Αιγαίο. Δεν θέλω μ’ αυτά που λέω να κάνω την αυτοβιογραφία μου στην Κύπρο, θέλω να εξηγήσω ότι πηγαίνοντας στην Κύπρο, βρέθηκα στην κυριολεξία σ’ ένα Αιγαίο και μάλιστα σ’ ένα Αιγαίο, θα έλεγα, κυκλαδίτικο. Βαθύτερα βρέθηκα σ’ ένα ψυχικό σκηνικό που ήταν το σκηνικό τής παιδικής μου ζωής και μυθολογίας – αυτό εννοούμε όταν λέμε “ψυχικό σκηνικό”. Ήταν καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο μάλιστα –η Κύπρος, ως γνωστόν, είναι ξερό μέρος και δεν έχει πολύ πράσινο– κι ήταν στην αποθέωσή τους οι πολύ ψημένες απ’ τον ήλιο αμμουδιές, οι ακρογιαλιές, οι βράχοι με τις σαύρες πάνω τους, η μυρουδιά του ξεραμένου απ’ το καλοκαίρι χορταριού. Μετά από ένα Λονδίνο δυο χρόνων, όλα αυτά τα στοιχεία, που είναι η Μεσόγειος και ειδικά η Ελλάδα, εισέβαλαν μέσα μου και με κυρίευσαν μ’ έναν τρόπο αισθησιακό. Εκεί ανακάλυψα το τι Ελλάδα είναι η Κύπρος και το τι Κύπρος είναι η Ελλάδα.

 

Λυπάμαι όταν, μιλώντας πολλές φορές για το κυπριακό πρόβλημα, καταλαβαίνω πως είναι για τους Έλληνες μια άγνωστη ιστορία επειδή αγνοούν την Κύπρο. Το Κυπριακό συζητιέται ενοχλητικά, όπως ενοχλητικά συζητιέται το Παλαιστινιακό για τους Άραβες. Αν οι Ελλαδίτες ήξεραν την Κύπρο, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα πολιτικά, γιατί μέσα απ’ την Ελλάδα και μέσα απ’ τους Έλληνες περνάει το κυπριακό πρόβλημα. Δε θα λυνόταν, βέβαια, το πρόβλημα αυτό, αλλά θα το περιέβαλλε μια άλλη τελείως ατμόσφαιρα, καθώς θα ήξεραν οι Ελλαδίτες πόσο δική τους είναι ψυχικά η Κύπρος. Σε τελευταία ανάλυση, η Κύπρος είναι πέραν της Κύπρου, πέραν του πολιτικού προβλήματος. Είναι ένας τόπος που ανθρώπινα, ως Ελλαδίτες, μας ενδιαφέρει και πρέπει να μας ενδιαφέρει, γιατί αν το πάρουμε πολιτισμικά το θέμα (τον πολιτισμό τον θεωρώ, καταρχήν, ψυχικό εφόδιο), είναι κάτι που μας συμφέρει να το γνωρίζουμε, να το έχουμε. Δε μιλάω πατριωτικά, μιλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο (ούτε οι πατριωτισμοί ούτε οι εθνικισμοί μου αρέσουν), μιλάω για ένα άπλωμα της ψυχής μας, μιλάω γι’ αυτό που έχω ανάγκη ως άνθρωπος για να ταξιδεύω με το νου μου και με την ψυχή μου. Μ’ ενδιαφέρει ιδιωτικά η Κύπρος γιατί μου απλώνεται ο τόπος μου, μου απλώνεται η Νάξος, μου απλώνονται οι μνήμες της παιδικής μου ηλικίας.

 

Μου έκανε εντύπωση τότε (μιλάω για το ’62), όταν πηγαίνοντας σε κάτι μακρινά χωριουδάκια με είκοσι, το πολύ τριάντα σπίτια, βόσκικους οικισμούς θα τους έλεγα καλύτερα, έβλεπα τα τρία σπίτια να είναι η οδός Κολοκοτρώνη, άλλα τέσσερα η οδός Καραϊσκάκη, άλλα δυο παραπέρα, η οδός Μιαούλη, κι εφτά ακόμη, η οδός Καποδίστρια. Ήθελαν σ’ έναν οικισμό με είκοσι σπίτια να έχουν και οδούς, αλλά δεν ήταν οι οδοί που χρειάζονταν. Το έκαναν για να βάλουν τις ταμπέλες με τις ονομασίες αυτές, ονομασίες που θύμιζαν Ελλάδα και μάλιστα μιαν επαναστατημένη Ελλάδα, μια Ελλάδα που ζητάει την ανεξαρτησία της. Το σπέρμα της ανεξαρτησίας (άλλωστε το 1821 είχε εξεγερθεί και η Κύπρος) και των αγώνων που έκανε μετά, ή μάλλον πρόσφατα, από το ’54, βρίσκεται σ’ αυτά τα δρομάκια, σ’ αυτά τα βόσκικα χωριά με τα είκοσι σπίτια. Εγώ απ’ αυτούς τους δρόμους, απ’ αυτά τα μονοπάτια, ανακάλυψα, αγάπησα και λάτρεψα την Κύπρο, κι όχι γνωρίζοντας αθρώπους ή, ακόμη, γνωρίζοντας τους καλούς της ποιητές και συγγραφείς – πράγμα που έγινε αργότερα. Ευτύχημα, μάλιστα, ότι συνάντησα τους ποιητές της τη σωστή στιγμή της πορείας και της σχέσης μου με την Κύπρο, κι όχι πρώτα αυτούς και μετά την Κύπρο.

 

Όπως έγραψα ήδη είχα προλάβει την Κύπρο μετά την ανεξαρτησία της, το ’62-’63, κι έβλεπα ακόμη τους Τουρκοκύπριους να κυκλοφορούν μια χαρά μέσα στη Λεμεσό (αναφέρω τη Λεμεσό γιατί εκεί έμενα), και τους θυμάμαι να έρχονται στον πατέρα του Γιώργου του Βασιλείου, που ήταν ένας πολύ καλός οφθαλμίατρος, και να κάνουν ουρά για να εξεταστούν. Μετά τις 12.00 με 12.30 το μεσημέρι, δε θυμάμαι ακριβώς, ο πατέρας Βασιλείου δεχόταν εκείνους που δεν είχαν να πληρώσουν και στην ουρά των φτωχών οι περισσότεροι ήταν Τουρκοκύπριοι. Ίσως και να είχαν να πληρώσουν και να επωφελούνταν από το μέτρο, γεγονός όμως είναι ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν πιο φτωχοί απ’ τους Ελληνοκύπριους. Πηγαίναμε και ψωνίζαμε στα τούρκικα μαγαζιά, δεν υπήρχε κανένα μίσος, το μίσος κατασκευάστηκε και τους επιβλήθηκε χωρίς να το θέλουν οι ίδιοι. Υπάρχουν, άλλωστε, μαρτυρίες γι’ αυτό εκ των υστέρων, όπως μια αλληλογραφία ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους που υπήρξαν γειτόνοι, φίλοι, συνεργάτες και τους χώρισαν, και που είναι πάρα πολύ συγκινητική. Έτυχε κάποτε να διαβάσω ένα αντίστοιχο γράμμα ενός Τουρκοκύπριου που τον είχαν βάλει σ’ ένα σπίτι Ελλήνων στην άλλη μεριά, γραμμένο στα ελληνικά, γιατί μιλούσαν όλοι ελληνικά, και έλεγε: “Μένουμε σ’ ένα σπίτι που δεν είναι δικό μας, κοιμόμαστε σε κρεβάτια που δεν είναι δικά μας, μαγειρεύουμε σε τσουκάλια που δεν είναι δικά μας, τρώμε σε πιάτα που δεν είναι δικά μας και δε μου πάει η ψυχή”. Όχι μόνο το μίσος αλλά και η καταστροφή κατασκευάστηκε, γιατί πιστεύω, όπως πιστεύει πάρα πολύς κόσμος, ότι ο τουρκοκύπριος πληθυσμός δεν ήθελε να χωρίσει απ’ τον αντίστοιχο ελληνοκύπριο.

 

Όταν είχα αρχίσει να σεργιανώ στην Κύπρο για πρώτη φορά και πήγα στις Πλάτρες, στη Σαλαμίνα και την Αγία Νάπα, έμαθα πως ο Σεφέρης είχε μείνει πολύ καιρό στην Κύπρο και ζήτησα να διαβάσω όλα αυτά που είχε γράψει. Και κατάλαβα πολύ καλά τι ήταν αυτό που είχε συμβεί κι είχε καθηλώσει η Κύπρος τον Σεφέρη. Υπάρχει ένα “γίγνεσθαι” στη γλώσσα και τις καταστάσεις, τίποτε δεν είναι οριστικό και τελειωμένο. Η γλώσσα είναι τόσο ζωντανή όσο ήταν τον καιρό του Σαίξπηρ για τον Σαίξπηρ, ή όσο ήταν η γλώσσα τού δημοτικού ακριτικού τραγουδιού. Η ζωή στην Κύπρο, πολύ περισσότερο τότε που ο τουρισμός δεν ήταν τόσος πολύς όσο είναι σήμερα, και τα πράγματα, στο σύνολό τους, δεν είχανε αλλοιωθεί, διέθετε μύθο. Θυμάμαι που πήγα κάποτε έξω απ’ τη Λεμεσό, σε μια περιοχή που λέγεται Πολεμίδια κι αντίκρισα ένα εκπληκτικό θέαμα. Μια παλιά, ενετική, καθολική εκκλησία, δίχως πόρτες, σωστό ερείπιο, που στα χαλάσματά της τα πουλιά είχαν φτιάξει τις φωλιές τους και χαλούσε ο κόσμος απ’ τις φωνές τους. Και λίγο παραπέρα, μέσα στην ερημιά, μια ελληνική εκκλησία μ’ ένα πολύ μεγάλο, τεράστιο, δέντρο, να στέκει έξωθέν της. Μου φαίνεται πως ήταν χαρουπιά, μια χαρουπιά διακοσίων, τριακοσίων χρόνων που από πάνω της κρέμονταν μανίκια, μισοφόρια, παντελόνια, κυρίως εσώρουχα. Ένας τεράστιος όγκος κι ανάμεσα στα φύλλα του να κρέμονται λογής πράγματα, κάποια πολύ παλιά ρούχα, που καθώς είχαν μείνει δεκάδες χρόνια εκεί, δεν έβλεπες πια παρά κλωστές να κρέμονται. Το δέντρο από κάτω, που η διάμετρός του μπορεί να έφτανε και τα σαράντα μέτρα, ήταν γεμάτο με χιλιάδες, το ένα δίπλα στο άλλο, κανάτες, κανάτια, μπουκάλια, μικρά και μεγάλα. Κι όταν είδα μια γυναίκα να κατεβαίνει σ’ ένα σκάμμα της γης που ήταν εκεί κοντά και να παίρνει νερό, κατάλαβα, αλλά και μου είπανε, πως το νερό ήταν αγίασμα και τ’ αντικείμενα πάνω στο δέντρο και κάτω απ’ αυτό τάματα για την πηγή.

 

Θυμάμαι ακόμη κάτι άλλο που είχε συμβεί σ’ένα απ’ αυτά τα μικρά βόσκικα (η λέξη είναι ναξιώτικη) χωριά για τα οποία μίλησα παραπάνω. Το χωριουδάκι ήταν πάνω σε λόφο κι είχαμε μπει σε μιαν εκκλησιά με θαυμάσιες εικόνες. Πολύ κοντά στην εκκλησιά υπήρχε ένα νεκροταφείο, ζηλευτό θα έλεγα νεκροταφείο, έτσι μικροσκοπικό καθώς ήταν, με είκοσι πέντε το πολύ τάφους. Ήταν προχωρημένο απόγευμα κι έπεφτε ένα εκπληκτικό, θείο φως, τόσο που θα μπορούσε να πει κανείς: “Ωραία, θα πεθάνω που θα πεθάνω, τουλάχιστον ας με θάψουνε εδώ πέρα”. Κοντά στους τάφους τριγύριζε ένας παπάς κι είδαμε, πηγαίνοντας κοντά, πως είχε σκάψει και φυτέψει το νεκροταφείο με αγκινάρες και κουκιά. Κι όταν ο Κύπριος φίλος που είχαμε κάνει μαζί την εκδρομή έσκυψε και του είπε: “Μα, παπά, στο νεκροταφείο φύτεψες αγκινάρες; Αμαρτία δεν είναι;”, ο παπάς, χωρίς να διστάσει καθόλου, του αντέτεινε: “Τι αμαρτία, εδώ δεν πεθαίνει κανείς, εγώ πώς θα ζήσω;” Για να ζήσει, είχε κάνει λαχανόκηπο το νεκροταφείο. Το βρήκα ωραιότατο αλλά και υγιέστατο, να μπορούν να συνυπάρχουν σε αρμονία όλα μαζί, ο παπάς, οι πεθαμένοι, οι αγκινάρες και τα κουκιά.

 

Το ’62, που πρωτοπήγα στην Κύπρο, μαζί με τους άλλους της κατοίκους, άρχισα σιγά-σιγά να γνωρίζω και τους λογοτέχνες της. Θυμάμαι τώρα έναν πολύ αδύνατο και τρυφερό νέο που μου είχε φέρει να διαβάσω τα πρώτα του γραπτά, και που είναι σήμερα ο πολύ γνωστός και καταξιωμένος ποιητής Μιχάλης Πασιαρδής. Όπως επίσης έναν άλλο Μιχάλη, τον Πιτσιλίδη, που έχει γράψει ωραία κυπριακά διηγήματα σε παραδοσιακή μορφή, αλλά και πολύ καλά θεατρικά έργα στην κυπριακή διάλεκτο και είναι ένας από τους σκαπανείς του κυπριακού θεάτρου στον τομέα της συγγραφής έργων. Είναι κι οι δυο τους θαυμάσιοι άνθρωποι, πάρα πολύ της Κύπρου, γεγονός που το λογαριάζω τύχη για μένα, ότι δηλαδή τους ανθρώπους των γραμμάτων της Κύπρου τους γνώρισα μέσα από πρόσωπα που έχουν μια ψυχική και ανθρώπινη αυθεντικότητα. Αλλά πέρα απ’ τις δυο αυτές περιπτώσεις, η Κύπρος έχει, στο σύνολό της, μια πολύ καλή ποίηση και πεζογραφία. Και δε μιλώ μόνο γι’ αυτά που γίνονται τώρα, την περασμένη ή την προπερασμένη δεκαετία. Υπάρχει εδώ κι έναν αιώνα μια πολύ σημαντική, πολύ ισχυρή λογοτεχνία και η ποίησή τους είναι σ’ ένα διαρκές “γίγνεσθαι”, πράγμα που το μαρτυρεί ακόμη και η ύπαρξη των ποιητάρηδων. Το ότι υπάρχει ο ποιητάρης μάς αποκαλύπτει ένα “γίγνεσθαι” που σ’ εμάς εδώ έχει εκλείψει. Γεγονός αναπόφευκτο, άλλωστε, αφού είμαστε σ’ ένα σταθμό της πορείας μας που, με το να έχουμε πλήρως αστικοποιηθεί, δεν ευνοεί τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη των ποιητάρηδων. Στην Κύπρο, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν αστικά κέντρα –όταν στην Ελλάδα, μ’ εξαίρεση την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, δεν υπήρχαν παρά μόνο χωριά–, παρά το γεγονός ότι είναι πιο σύγχρονοι και πιο κοσμοπολίτες και παρά το γεγονός ότι υπάρχει μια παράδοση αστικισμού πολύ παλιότερη απ’ ό,τι σ’ εμάς, υπάρχει παράλληλα μια παράδοση που γεννά τον ποιητάρη. Όχι μόνο τον γεννά, αλλά του επιτρέπει και να δημιουργεί, γιατί τον χρειάζονται, είναι απαραίτητο τοιχείο μέσα στη ζωή και τη λειτουργία τους, θέλουν να τον ακούνε. Δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό που γίνεται σ’ εμάς όταν πηγαίνουμε να δούμε τον Καραγκιόζη στην Πλάκα. Σ’ εμάς διακρίνει κανείς κάποια “φιλολογίτιδα”, πηγαίνουμε να δούμε τη λαϊκή τέχνη με τον ίδιο τρόπο που αγοράζουμε ένα αντίστοιχο αντικείμενο και το βάζουμε στο σαλόνι μας. Στην Κύπρο ο ποιητάρης δε λείπει απ’ τη γιορτή, απ’ τα βαφτίσια, απ’ το γλέντι, απ’ το πανηγύρι. Κι ο στίχος του εκφέρεται στην ιδιωματική γλώσσα που τη μιλούν κυρίως στα χωριά, αλλά που έχουν το θάρρος να τη μιλάνε και οι αστοί μέσα στην πόλη.

 

Η κυπριακή ποίηση και πεζογραφία, τόσο πριν από την εισβολή όσο και μετά την εισβολή, έχει ένα σπαραγμό, μιαν ορμή και μια δύναμη που η δική μας δεν είχε λόγο να τα έχει, γιατί δεν είχε το δράμα, το πίσω δράμα. Μου θυμίζει η λογοτεχνία τους τη δική μας κατοχική και μετακατοχική εμπειρία. Στη λογοτεχνία συμβαίνει κάτι παράξενο απ’ όποια σκοπιά κι αν το εξετάσουμε, είτε από τα προσωπικά μας είτε από άλλα παραδείγματα. Ξεκινήσαμε, όπως ξεκίνησα κι εγώ, με κατοχικά, εμφυλιακά θέματα και καθώς δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε καθαρά για τα δράματα της εποχής, μιλούσαμε έμμεσα. Υπήρχε ο απόηχος μέσα από ένα δράμα που δεν ήταν πολιτικό, που ήταν κοινωνικό. Αλλά το πολιτικό θέμα υπήρχε έντονο, σαν ένα στοιχείο από τα δυναμικά και καθοριστικά του δραματικού πυρήνα. Όμως αυτό το εφόδιο, ο τρόπος να διαπιστώνεις μια πραγματικότητα, να προσπαθείς να τη διαπιστώσεις σε βάθος, η προσπάθεια να την εκφράζεις, είναι μια σπουδή, έστω και υποσυνείδητη, την οποία κάνεις· και όσο προχωρούν τα πράγματα κι εσύ μετατίθεσαι πια, μοιραία ο άξονας που έχεις μέσα σου αλλάζει. Θα έλεγα ότι ο άξονας μένει πάντα ο ίδιος, απλώς είναι ένα πρίσμα που γυρίζει και βλέπεις πιο εδώ ή πιο εκεί. Είναι μια κεκτημένη σπουδή, που με τον ίδιο τρόπο υποτάσσει το νεότερο πράγμα στην ποιητική φορμα και την εκφράζει. Η ορμή και ο σπαραγμός που είχε η κυπριακή λογοτεχνία στα μετά την εισβολή χρόνια είναι ένας σπαραγμός που υπάρχει ακόμη κι όταν μιλούν σήμερα για άλλα πια πράγματα.