Μαντήλια Κοιλανιώτικα

Image

Μαντήλια που γίνονταν έως το 1960 περίπου αποκλειστικά στο χωριό Κοιλάνι, με τη μέθοδο δέσιμο-βάψιμο (tie-dye). Την παλαιότητά τους μαρτυρεί το 1788 ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός «Βέλα, ή σάλια μεταξωτά εύμορφα, δουλεμένα και ζώναι γίνονται και εις Λευκοσίαν και εις την Πολιτείαν Κοιλάνιον, τέχνη παλαιά εκείνου του τόπου» (Κυπριανός σ.546).

 

Βλέπε λήμμα: Μετάξι, μεταξάς, μεταξωτά

 

Τα κοιλανιώτικα μαντήλια ήταν δίμιτα ολομέταξα από ντόπιο μετάξι που υφαίνανε στο χωριό όπου γινόταν εκτροφή μεταξοσκώληκα. Το δέσιμο και το βάψιμο των σαλιών ήθελε μεγάλη τέχνη και στο χωριό υπήρχαν οι τεχνίτισσες, οι σαλιάραινες όπως τις ονόμαζαν που έκαναν αποκλειστικά αυτή τη δουλειά. Στο Κοιλάνι οι γυναίκες (σιαλάρενες) χρησιμοποιούσαν τα φύλλα του χρυσόξυλου που είναι συγγενικό με το ρούδι για να δημιουργήσουν κίτρινη και χρυσαφιά βαφή. Για τη δημιουργία βαφών χρησιμοποιήθηκαν ακόμη κρεμμυδόφυλλα, διάφοροι φελλοί πεύκου, άνθη του σκουρούπαθθου και ροδόφυλλα. 

 

Βλέπε λήμμα: Βαφική τέχνη

 

 

Πριν από την βαφή άσπριζαν το ύφασμα με αλισίβα και το έκοβαν σε κομμάτια διαστάσεων 70Χ70εκ. Στην αρχή σημάδευαν με σάλιο το βασικό μοτίβο, ένα σταυρό που χώριζε όλη την επιφάνεια σε 4 τετράγωνα και με συνεχή κόκκινη κλωστή τρύπωναν το σχέδιο. Κατόπιν άρχιζε το δέσιμο των κόμπων που θα έμεναν άβαφοl. Έχοντας προηγουμένως μουλιάσει το ύφασμα σε διάλυση νερού με στύψη, άρχιζαν το πρώτο βάψιμο με κίτρινο-χρυσαφί χρώμα, βράζοντας το μαντήλι μαζί με κομμάτια χρυσόξυλου, ντόπιου άγριου φυτού (Rhus cotinus). Μετά το στέγνωμα, έδεναν τους κόμπους που ήθελαν να μείνουν κίτρινοι και έλυναν όσους ήταν να βαφούν κόκκινοι στο επόμενο βάψιμο με ρυζάρι ή κιρμίζι. Για το τρίτο βάψιμο με μπλε βαφή που γινόταν σε βαφεία της Λευκωσίας ή στο Πέρα Πεδί, έδεναν μεγαλύτερους κόμπους και έλυναν όσους ήθελαν να πάρουν χρώμα πράσινο από την ένωση κίτρινου με μπλε. Η βάση γινόταν βαθυκόκκινη στο χρώμα του κρασιού από την ένωση κίτρινου, κόκκινου και μπλε. Τα σάλια του Κοιλανιού τα ονόμαζαν «εφταλοϊτικα» (εφτά λογιών χρωματισμοί).

Τα σχέδια ήταν γραμμικά, ρόμβοl, σταυροί, παράλληλες ή τεθλασμένες γραμμές, ροζέτες, όλα σχηματισμένα με κουκκίδες που ήταν αποτέλεσμα της τεχνικής με κόμβους. Καθένα από τα τέσσερα τετράγωνα του μαντηλιού είχε διαφορετικό σχέδιο. Αυτά προσομοίαζαν με τα Βυζαντινά ή Εκκλησιαστικά μοτίβα. Η φήμη των κοιλανιώτικων μαντηλιών είχε ξεπεράσει τα όρια της Κύπρου.

Η τεχνική των δετών υφασμάτων (τάι-ντάι) είναι μια πανάρχαια τεχνική. Στη Κύπρο είναι άγνωστο πότε προτοεμφανίστηκε. Η τέχνη αυτή έχει τις ρίζες της στην Ανατολή, πιθανό στη Κίνα και εξαπλώθηκε σε πολλές άλλες χώρες ακολουθώντας το δρόμο που έκαναν τα καραβάνια μεταφέροντας μετάξι. Οι Γιαπωνέζοι ευγενείς του μεσαίωνα ντύνονταν με μεταξωτά βαμμένα με τη μέθοδο τάι-ντάι, ενώ στην Ινδία και την Ινδονησία η τέχνη αυτή αναπτύχθηκε και εξελίχτηκε σε μια πολύ εκλεπτυσμένη διακόσμηση. Παραδείγματα βαφής τάι-ντάι έχουν βρεθεί στην Αμερική χρονολογούμενα από την εποχή πριν από τον Κολόμβο, είναι δε και σήμερα σε χρήση στην Αφρική όπου έχουν δημιουργηθεί θαυμάσια τολμηρά σχέδια με ξεχωριστό στυλ, συνήθως βαμμένα με μπλε χρώμα ή λουλακί.

Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο τάϊ-ντάι οι κύπριοι τεχνίτες μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ατέλειωτη σειρά σχεδίων με ιδιότητες φανταστικές που τίποτε άλλο σχετικό με στάμπωμα και βάψιμο δεν θα μπορούσε να κάνει.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας