Χτισμένη σε έναν λόφο γνωστό ως Ρας Σάμρα, στη μεσογειακή ακτή της σημερινής βόρειας Συρίας, η Ουγκαρίτ ήταν μια ακμάζουσα κοσμοπολίτικη πόλη κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Η επικράτειά της κάλυπτε μια έκταση περίπου 60 χιλιομέτρων από το όρος Κάσιο στα βόρεια μέχρι το Τελ Σούκας στα νότια και 30 έως 50 χιλιομέτρων από τη Μεσόγειο στα δυτικά μέχρι την Κοιλάδα του Ορόντη στα ανατολικά.
» Βλέπε λήμμα: Σχέσεις Κύπρου Συρίας κατά τους Ιστορικούς Χρόνους
Η κτηνοτροφία ευημερούσε στο ήπιο κλίμα της Ουγκαρίτ. Η περιοχή παρήγε σιτηρά, ελαιόλαδο, κρασί καθώς και ξυλεία—ένα προϊόν σπάνιο στη Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο. Επιπλέον, η τοποθεσία της πόλης στο σταυροδρόμι στρατηγικών εμπορικών οδών την κατέστησε ένα από τα πρώτα μεγάλα διεθνή λιμάνια. Στην Ουγκαρίτ, έμποροι από την Κύπρο, το Αιγαίο, την Αίγυπτο, την Ανατολία, τη Βαβυλώνα και άλλα μέρη της Μέσης Ανατολής εμπορεύονταν μέταλλα, αγροτικά προϊόντα και μεγάλες ποσότητες εγχώριων αγαθών.
Παρά την υλική ευημερία της, η Ουγκαρίτ ήταν πάντα υποτελές βασίλειο. Η πόλη ήταν το βορειότερο παραμεθόριο τμήμα της Αιγυπτιακής Αυτοκρατορίας μέχρις ότου προσαρτήθηκε το 14ο αιώνα Π.Κ.Χ. στην αποκαλούμενη από κοσμικές ιστορικές πηγές Χετταϊκή Αυτοκρατορία. Η Ουγκαρίτ ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει φόρους και να προμηθεύει στρατό στους επικυρίαρχούς της. Όταν οι επελαύνοντες «Λαοί της Θάλασσας» άρχισαν να λυμαίνονται την Ανατολία (κεντρική Τουρκία) και τη βόρεια Συρία, οι Χετταίοι επίταξαν τα στρατεύματα και το στόλο της Ουγκαρίτ. Ως αποτέλεσμα, η Ουγκαρίτ έμεινε ανυπεράσπιστη και καταστράφηκε ολοσχερώς γύρω στο 1200 π.χ
Αναβίωση του Παρελθόντος
Όταν καταστράφηκε η Ουγκαρίτ, στη θέση της έμεινε ένας τεράστιος λόφος ύψους σχεδόν 20 μέτρων και έκτασης 240 και πλέον στρεμμάτων. Έχει ανασκαφτεί μόνο το ένα έκτο αυτής της περιοχής. Ανάμεσα στα ερείπια, οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως ό,τι απέμεινε από ένα τεράστιο ανακτορικό συγκρότημα, το οποίο έχει γύρω στα εκατό δωμάτια και αυλές και καλύπτει έκταση περίπου 10.000 τετραγωνικών μέτρων. Το συγκρότημα είχε τρεχούμενο νερό, λουτρά και αποχετευτικό σύστημα. Τα έπιπλα ήταν επενδυμένα με χρυσό, λαζουρίτη (λάπις λάζουλι) και ελεφαντόδοντο. Έχουν βρεθεί πλακίδια από ελεφαντόδοντο με περίτεχνα σκαλίσματα. Ένας περιτοιχισμένος κήπος και μια δεξαμενή, χαμηλότερη από το επίπεδο του εδάφους, πρόσθεταν στην αίγλη του ανακτόρου.
Πάνω από την πόλη και τη γύρω πεδιάδα δέσποζαν οι ναοί του Βάαλ και του Δαγάν. Αυτοί οι ναοί-πύργοι, ύψους πιθανώς 20 μέτρων, αποτελούνταν από έναν μικρό προθάλαμο που οδηγούσε σε ένα εσωτερικό δωμάτιο όπου στεγαζόταν μια αναπαράσταση του θεού. Η σκάλα που υπήρχε εκεί κατέληγε σε μια ταράτσα από όπου προΐστατο ο βασιλιάς σε διάφορες τελετές. Τη νύχτα ή όταν είχε καταιγίδες, μπορεί να άναβαν πυρσούς στην κορυφή των ναών για να καθοδηγούνται τα πλοία στο λιμάνι με ασφάλεια. Κάποιοι ναυτικοί που απέδωσαν την ασφαλή επιστροφή τους στον θεό της καταιγίδας Βάαλ-αδάδ ήταν αναμφίβολα εκείνοι που έφεραν ως αναθηματικές προσφορές τις 17 πέτρινες άγκυρες οι οποίες βρέθηκαν στο ιερό του.
Πολύτιμη Ανακάλυψη Επιγραφών
ΤΟ 1928, το αλέτρι κάποιου Σύριου αγρότη χτύπησε σε μια πέτρα που κάλυπτε έναν τάφο στον οποίο υπήρχαν αρχαία πήλινα αντικείμενα. Ο ίδιος ούτε που φανταζόταν τη σπουδαιότητα της ανακάλυψής του. Ακούγοντας για αυτό το τυχαίο εύρημα, μια γαλλική αρχαιολογική ομάδα με επικεφαλής τον Κλοντ Σαφέρ έφτασε στο χώρο την επόμενη χρονιά.
Έχουν ανακαλυφτεί χιλιάδες πήλινες πινακίδες στα ερείπια της Ουγκαρίτ. Βρέθηκαν οικονομικά, νομικά, διπλωματικά και διοικητικά κείμενα σε οχτώ γλώσσες, γραμμένα σε πέντε συστήματα γραφής. Η ομάδα του Σαφέρ βρήκε επιγραφές σε μία μέχρι τότε άγνωστη γλώσσα—ονομάστηκε ουγκαριτική—που χρησιμοποιούσε 30 σφηνοειδή σύμβολα, τα οποία αποτελούσαν ένα από τα αρχαιότερα αλφάβητα που έχουν ανακαλυφτεί ποτέ.
Εκτός από την κάλυψη καθημερινών ζητημάτων, τα ουγκαριτικά έγγραφα περιλαμβάνουν και λογοτεχνικά κείμενα τα οποία έριξαν νέο φως στις θρησκευτικές αντιλήψεις και συνήθειες εκείνης της περιόδου. Η θρησκεία της Ουγκαρίτ φαίνεται να είχε μεγάλες ομοιότητες με αυτήν που ασκούσαν οι γειτονικοί Χαναναίοι. Σύμφωνα με τον Ρολάν ντε Βο, αυτά τα κείμενα «αποτελούν αρκετά ακριβή αντανάκλαση του πολιτισμού της γης Χαναάν λίγο πριν κατακτηθεί αυτή από τους Ισραηλίτες».
Η Θρησκεία στην Πόλη του Βάαλ
Περισσότεροι από 200 θεοί και θεές αναφέρονται στα κείμενα της Ρας Σάμρα. Η υπέρτατη θεότητα ήταν ο Ελ, ο οποίος αποκαλούνταν πατέρας των θεών και του ανθρώπου. Ο δε θεός της καταιγίδας Βάαλ-αδάδ ήταν «αυτός που ίππευε στα σύννεφα» καθώς και «ο κύριος της γης». Ο Ελ αναπαριστάνεται ως σοφός γέροντας με λευκή γενειάδα απομακρυσμένος από τους ανθρώπους. Από την άλλη πλευρά, ο Βάαλ είναι μια ισχυρή και φιλόδοξη θεότητα που επιζητεί να κυβερνήσει τους θεούς και την ανθρωπότητα.
Τα κείμενα που ανακαλύφτηκαν πιθανώς απαγγέλλονταν στη διάρκεια θρησκευτικών εορτασμών, όπως για τη νέα χρονιά ή το θερισμό. Ωστόσο, η ακριβής ερμηνεία τους είναι άγνωστη. Σε ένα ποίημα σχετικά με κάποια αψιμαχία για τη διακυβέρνηση, ο Βάαλ νικάει τον αγαπημένο γιο τού Ελ, τον Γιαμ, το θεό της θάλασσας. Αυτή η νίκη μπορεί να έδινε την πεποίθηση στους ναυτικούς της Ουγκαρίτ ότι θα είχαν την προστασία του Βάαλ στη θάλασσα. Σε μια μονομαχία με τον Μοτ, ο Βάαλ νικιέται και πηγαίνει στον κάτω κόσμο. Ακολουθεί ξηρασία και παύουν όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες. Η σύζυγος και αδελφή του Βάαλ, η Ανάτ—θεά του έρωτα και του πολέμου—σκοτώνει τον Μοτ και επαναφέρει τον Βάαλ στη ζωή. Ο Βάαλ σφαγιάζει τους γιους της γυναίκας του Ελ, της Αθιράτ (Ασεράχ), και ανακτά το θρόνο. Ο Μοτ, όμως, επανέρχεται εφτά χρόνια αργότερα.
Μερικοί ερμηνεύουν αυτό το ποίημα ως σύμβολο του ετήσιου κύκλου των εποχών στη διάρκεια του οποίου οι ζωογόνες βροχές νικιούνται από την έντονη ζέστη του καλοκαιριού και επανέρχονται το φθινόπωρο. Άλλοι πιστεύουν ότι ο εφταετής κύκλος σχετίζεται με το φόβο για το ενδεχόμενο πείνας ή ξηρασίας. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η υπεροχή του Βάαλ θεωρούνταν απαραίτητη για την επιτυχία των ανθρώπινων επιδιώξεων. Ο μελετητής Πίτερ Κρέιγκι επισημαίνει: «Σκοπός της θρησκείας του Βάαλ ήταν η διασφάλιση της κυριαρχίας του. Μόνο ενόσω παρέμενε εκείνος κυρίαρχος, όπως πίστευαν οι λάτρεις του, θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν οι σοδειές και τα ζώα που ήταν τόσο απαραίτητα για την ανθρώπινη επιβίωση».