'Ενας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που γέννησε ο πλανήτης, ο Ούγγρος Φέρεντς Πούσκας, για πολιτικούς λόγους βρήκε για μικρό χρονικό διάστημα φιλόξενο καταφύγιο στην Κύπρο και αγωνίστηκε με την ομάδα του Πεζοπορικού Λάρνακας. Ο περίφημος Ούγγρος ποδοσφαιριστής της Χόνβεντ της Εθνικής Ουγγαρίας και αργότερα της Ρεάλ Μαδρίτης, επισκέφθηκε στην Κύπρο τον Ιούνιο του 1957, ενισχύοντας τον ΠΟΛ σε φιλικούς αγώνες. Πως ο θρυλικός Πούσκας βρέθηκε στη Λάρνακα;
Το 1957 ο Πούσκας ήταν 30 χρόνων έχοντας εγκαταλείψει την Ουγγαρία μετά την εισβολή των Σοβιετικών (1956), βρισκόταν στην αναζήτηση πολιτικού ασύλου στην Ευρώπη. Ήταν όμως τιμωρημένος για δύο χρόνια από την UEFA , λόγω της άρνησής του να γυρίσει στην ομάδα του (Χόνβεντ), έτσι επισήμως μπορούσε να παίξει ξανά το 1958. Μετέβη αρχικά στην Ελλάδα προσκεκλημένος από τον Εθνικό Πειραιώς με σκοπό να αγωνιστεί στο ελληνικό πρωτάθλημα. Καταγγέλθηκε όμως από τις ομάδες Παναθηναϊκό-Ολυμπιακό και ΑΕΚ ότι παραβίαζε την τιμωρία που του επιβλήθηκε και αναγκάστηκε να σταματήσει.
Στην Κύπρο ήρθε εξαιτίας του Ούγγρου προπονητή του Πεζοπορικού Γκιούλα Ζέγκελερ, μεγάλης προπολεμικής μορφής του ουγγρικού ποδοσφαίρου.
Ήλπιζε πως η απόφαση θα ανατρεπόταν και σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ελευθερία», όσο ήταν στην Κύπρο, έλεγε ότι θα αγωνιζόταν στη Μίλαν, με την οποία είχε υπογράψει και συμβόλαιο.
Μέλος της «ARANY CSAPAT»
Ο Πούσκας έως το 1955 αγωνιζόταν στη Χόνβεντ ενώ ήταν μέλος της «Arany Csapat» (Χρυσή Ομάδα) της Ουγγαρίας, η ήττα της οποίας στον τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954 έμεινε στην ιστορία ως το «Θαύμα της Βέρνης». Έπαιξε σε τέσσερις από τους έξι αγώνες εκείνου του Μουντιάλ, σκοράροντας σε όλους, συμπεριλαμβανομένου του τελικού (άνοιξε το σκορ). Το 1958 εντάχθηκε στη Ρεάλ Μαδρίτης, όπου έπαιξε μέχρι τα 39 του χρόνια, διαψεύδοντας και τον ίδιο του τον εαυτό καθώς το 1957 στην Κύπρο έλεγε πως θα παίξει άλλα πέντε χρόνια – τελικά έπαιξε εννιά. Δεν αγωνίστηκε ποτέ ξανά με την Ουγγαρία μετά το 1956, ενώ αρχές των 60s έπαιξε τέσσερις φορές με την Εθνική Ισπανίας.
Ρεπορτάζ εφημερίδων
Στην Κύπρο αφίχθη την 18η Ιουνίου του 1957 και προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στους φιλάθλους, οι οποίοι γέμιζαν τα στάδια για να τον δουν από κοντά.
«Είναι μετρίου αναστήματος, με ξανθήν κόμην, μικρά γαλανά μάτια, πλατύν αυχένα, ισχυρούς βραχίονας και δίδει εκ πρώτης όψεως την εντύπωσιν μάλλον παλαιστού» είναι η περιγραφή του δημοσιογράφου της Ελευθερίας που τον συνάντησε και του πήρε συνέντευξη. Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση και το πρώτο μέλημα του συντάκτη ήταν να μεταφέρει στον κόσμο πως μοιάζει αυτός ο θρυλικός ποδοσφαιριστής. «Ο Πούσκας ήρθε στην Κύπρο για ένα μήνα προσκεκλημένος του αδελφικού του φίλου Γκιούλα Ζέγκελερ» θυμάται ο τότε ποδοσφαιριστής του Πεζοπορικού, Μίλτος Μιχαηλίδης. Στα έξι φιλικά που έγιναν στην Κύπρο αγωνίστηκε και ο Ζέγκελερ, παρότι 42 χρόνων. Δύο πρώην αρχηγοί της Εθνικής Ουγγαρίας, έσμιγαν με τη φανέλα του Πεζοπορικού.
Εξι φιλικά
Το πρώτο παιχνίδι έγινε στο ΓΣΖ το Σάββατο, 22 Ιουνίου με τον Πεζοπορικό να φιλοξενεί την Ανόρθωση, την οποία κέρδισε με 3-2. Ήταν τόσο πολύς ο κόσμος, που ο αγώνας διεκόπη δέκα λεπτά πριν το τέλος, λόγω γενικότερες αταξίας και εισβολής στον αγωνιστικό χώρο φιλάθλων, που ήθελαν να δουν τον Πούσκας από κοντά. «Το γήπεδο όμως δεν μου άρεσε, ο αγωνιστικός χώρος ήταν κακός» είπε μετά τον αγώνα ο Ούγγρος ποδοσφαιριστής. Την επόμενη μέρα ο Πεζοπορικός πήγε στη Λεμεσό και κέρδισε την ΑΕΛ με 3-0 (ο Πούσκας έβαλε το δεύτερο). Στις 26 Ιουνίου, ο Πεζοπορικός κέρδισε 2-0 στη Λευκωσία τον ΑΠΟΕΛ, που ήταν ενισχυμένος και με παίκτες της Ομόνοιας, μπροστά σε 10.000 θεατές. Ο Πούσκας, που έβαλε το πρώτο γκολ, είχε επισκεφθεί και τον Ούγγρο πρώην προπονητή του ΑΠΟΕΛ Γιόζεφ Κίνσλερ, στο κατάστημα αθλητικών ειδών που διέθετε.
Την Κυριακή, 30 Ιουνίου ο Πεζοπορικός έπαιξε με την Ανόρθωση στην Αμμόχωστο, κερδίζοντας με 4-0 στο ασφυκτικά γεμάτο ΓΣΕ την ομάδα που μόλις είχε ανακηρυχθεί πρωταθλήτρια και μάλιστα αήττητη. Στις 3 Ιουλίου ο Πεζοπορικός έγινε η ρεβάνς του αγώνα στο ΓΣΠ, απέναντι σε Μικτή ομάδα της Λευκωσίας (παίκτες ΑΠΟΕΛ, Ομόνοιας, Ολυμπιακού) στο ΓΣΠ. Το παιχνίδι ήταν ισόπαλο 3-3 (ο Πούσκας ισοφάρισε 1-1). Το τέλος της περιοδείας του Πούσκας στην Κύπρο ήταν άδοξο, αφού αποχώρησε από το τελευταίο παιχνίδι (Άρης – Πεζοπορικός), που έγινε την Κυριακή, 7 Ιουλίου στο ΓΣΟ. Έχοντας σκοράρει τα δύο πρώτα γκολ, στο 36ο λεπτό ο Πούσκας σέρβιρε ένα τρίτο στον Μυρίστη, που ακυρώθηκε ως οφσάιντ. Ο Ούγγρος διαφώνησε με την απόφαση του διαιτητή και αποχώρησε.
Προπονητής
Μετά το τέλος της καριέρας του σε ηλικία 39 ετών ως ποδοσφαιριστής ο Φέρεντς Πούσκας διέπρεψε και ως προπονητής.
Ως προπονητής έγινε γνωστός στο ελληνικό κοινό, καθώς ανέλαβε το 1970 τον Παναθηναϊκό
(έως το 1974), καταφέρνοντας να τον οδηγήσει στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 (2 Ιουνίου) στο Στάδιο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου, όπου ηττήθηκε με 2–0 από την τότε ανερχόμενη υπερδύναμη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου Άγιαξ.
Το ιστορικό της εξέγερσης στην Ουγγαρία
Το 1956 οι Ούγγροι εξεγέρθηκαν κατά της ΕΣΣΔ και ακολούθησε εισβολή των σοβιετικών τανκς στη Βουδαπέστη. Μεταδόθηκε μέσω μεγάλου ειδησεογραφικού πρακτορείου ότι ο Πούσκας είχε σκοτωθεί (27 Οκτωβρίου). Την ώρα που τα νέα έκαναν τον γύρο του κόσμου, ο Πούσκας ήταν κανονικά με την υπόλοιπη αποστολή της Ουγγαρίας πριν τη συνάντηση με τη Σουηδία, που τελικά ματαιώθηκε. Λόγω της έκρυθμης κατάστασης στη χώρα, η Χόνβεντ υποχρεώθηκε να δώσει φιλοξενούμενη τον αγώνα του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών στην Ισπανία (22 Νοεμβρίου), όπου έχασε από την Ατλέτικο Μπιλμπάο με 3–2. Με την πατρίδα τους σε αναταραχή, οι παίκτες επέλεξαν να παίξουν το δεύτερο στις Βρυξέλλες όπου, καθώς η αποτυχημένη επανάσταση στην πατρίδα τους έγινε αιματηρή, έφτασαν στο 3–3 (ένα γκολ σημείωσε ο Πούσκας) και η ομάδα αποκλείστηκε. Ο Πούσκας υποστήριξε την εξέγερση των συμπατριωτών του και η Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Ουγγαρίας προσπάθησε να ματαιώσει το παιχνίδι, αλλά «Ο Καλπάζων Συνταγματάρχης», ως αρχηγός, διευκρίνησε ότι η ομάδα δεν αναγνώριζε πλέον την εξουσία της Ομοσπονδίας. Η καταγγελία του για την Ουγγρική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ήταν ασυνήθιστη για τους αθλητές των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και επιπλέον, ο Πούσκας δεν είχε ιστορικό πολιτικής έκφρασης, ούτε ενδιαφέρθηκε για την πολιτική και σε μεταγενέστερο χρόνο. Στη συνέχεια, οι αβέβαιες εγχώριες συνθήκες οδήγησαν τον Πούσκας στο να παραμείνει στο εξωτερικό μαζί με άλλους συμπαίκτες του αρνούμενοι να επιστρέψουν ως διαμαρτυρία προς το νέο καθεστώς. Αρχικά μείνανε στην Ισπανία δίνοντας φιλικούς αγώνες, πρώτα με μία μικτή ομάδα της Μαδρίτης αποτελούμενη από παίκτες της Ρεάλ και της Ατλέτικο, αγώνας που έληξε με 5–5 με ένα γκολ του Πούσκας και τρία του Αλφρεδο Ντι Στέφανο και μετά νικώντας τη Μπαρτσελόνα με 4–3. Μετά από αγώνες στην Ιταλία και την Ιταλία, η Ομοσπονδία της Ουγγαρίας σε αντίδραση, απαγόρευσε στην παρέα του Πούσκας να χρησιμοποιούν το όνομα και τα χρώματα της Χόνβεντ σε οποιαδήποτε αγώνα τους. Έτσι γεννιέται η Hungaria, η οποία με τα χρώματα της ουγγρικής σημαίας αναχωρεί για τη Βραζιλία, προκειμένου να ξεκινήσει την περιοδεία της χωρίς άδεια από την Ομοσπονδία της χώρας. Μέχρι τη στιγμή της επιστροφής του Φεβρουαρίου η πολιτική αναταραχή είχε λήξει, ο Πούσκας και πολλά άλλα μέλη της ομάδας αποφάσισαν να παραμείνουν στη Βιέννη φοβούμενοι την αντιμετώπιση των νέων αρχών της πατρίδας τους. Η ομάδα διαλύθηκε τελικά με 11 παίκτες να επιστρέφουν στην Ουγγαρία, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν στο εξωτερικό.
Η FIFA απαγόρευσε σε όλους τους παίκτες να αγωνιστούν για δύο χρόνια μετά από παρέμβαση της Ουγγρικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Η ποινή αργότερα μειώθηκε στους 18 μήνες. Στις 31 Μαρτίου 1957 έληξε το τελεσίγραφο των ουγγρικών αρχών για την επιστροφή των παικτών, αλλά ο Πούσκας δεν γύρισε πίσω. Τον Απρίλιο του 1957, ο Εθνικός τον προσέγγισε και τον έφερε στην Ελλάδα μαζί με τον Κότσις για να ενισχύσουν την εξαιρετική εκείνον τον καιρό ομάδα του Πειραιά. Το ΠΟΚ (Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ) αντέδρασε έντονα και η διεθνής απαγόρευση επέτρεψε στους δύο Ούγγρους να αγωνιστούν μόνο για ένα ημίχρονο σε φιλική συνάντηση. Στη συνέχεια μετέβη στην Κύπρο και αγωνίστηκε με τη φανέλα του Πεζοπορικού. Οι πολιτικές αρχές της Ουγγαρίας τον χαρακτήρισαν «προδότη» και του απαγορεύτηκε η είσοδος στις χώρες του τότε σοβιετικού συνασπισμού.
Πηγές: