Ποδοσφαιριστής. Ο Παυλάκης Βασιλείου γεννήθηκε το 1940 στο χωριό Πύλα της Επαρχίας Λάρνακας. Από νεαρή ηλικία άρχισε να ασχολείται με το ποδόσφαιρο. Διέπρεψε στη δεκαετία του ’60 και είναι ο μοναδικός παίκτης που έπαιξε και στην Εθνική Κύπρου και στην Εθνική Ελλάδας.
Εκανε τα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο στην ΕΠΑ Λάρνακας. Σε ηλικία 15 ετών έπαιξε στην πρώτη ομάδα. Ήταν αρχικά επιθετικός, πριν καθιερωθεί ως μέσος και ξεχώριζε για το ταλέντο, την ταχύτητα και το ποδοσφαιρικό του μυαλό. Εγραψαν τότε οι Τάιμς οφ Σάιμπρους για τον Παυλάκη:
«Το τεχνικό επιτελείο της ΕΠΑ δεν δίστασε να διοχετεύσει στις γραμμές της ομάδας νεαρά, αμούστακα ποδοσφαιρικά βλαστάρια [Παυλάκην, Τσάκκαρον, Σταυρινόν, Τασήν, Αργυρίδην κλπ] που κατά γενική ομολογία απεδείχθησαν σπάνια ποδοσφαιρικά ταλέντα και που θα αποτελέσουν τη χρυσή ελπίδα του λαμπρού σωματείου».
Ο Παυλάκης έπαιξε εφτά χρόνια στην ΕΠΑ (1955-1963), αλλά δεν μπόρεσε να πανηγυρίσει κάποιον τίτλο. Το ταλέντο του όμως εντοπίστηκε από τον Ολυμπιακό Πειραιώς κι έτσι το 1963 πήρε μεταγραφή στην ομάδα του Πειραιά. Έπαιξε στον Ολυμπιακό μέχρι το 1970 και μαζί του πανηγύρισε τρεις τίτλους. Δύο πρωταθλήματα (1966, 1967) και ένα κύπελλο (1968). Δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα για τον Παυλάκη Βασιλείου, που όχι μόνο ήταν βασικό στέλεχος του Ολυμπιακού, αλλά έβαλε και τη δική του σφραγίδα σε αυτές τις επιτυχίες.
Οι οπαδοί του Ολυμπιακού τον αποκαλούσαν «Μακάριο», λόγω της κυπριακής καταγωγής του. Έιχε επίσης το παρατσούκλι «βαζελοκτόνος» γιατί σκόραρε σημαντικά γκολ στον Παναθηναϊκό
Ο Βασιλείου ανέκαθεν ήταν αυτό που αποκαλούμε «low profile». Πάντα ολιγόλογος και μακριά από τα μέσα ενημέρωσης δεν επιζητούσε τη δημοσιότητα, ούτε τραβούσε τα φώτα του προσκηνίου πάνω του. Ήθελε να περνά απαρατήρητος. Πάντα κοιτούσε σε όλα μόνο την ουσία και το αποτέλεσμα ξεχωρίζοντας με τα προσόντα και το ταλέντο του. Γρήγορος και με ποδοσφαιρικό μυαλό, ήταν οργανωτής παιχνιδιού αλλά και σκόρερ. Είχε τα πάντα σε πολύ ικανοποιητικό και επαρκή βαθμό: τεχνική, ντρίμπλα, ταχύτητα, σέντρα και πάσα. Ήταν πάντα φιλότιμος, αγωνιστικός και ομαδικός και γι’ αυτό πολύ χρήσιμος και αρεστός σε όλους τους προπονητές. Το βασικό χαρακτηριστικό προσόν του ήταν το φοβερό του σουτ. Είχε ένα δεξί δυναμίτη, που εξαπέλυε ασύλληπτες βολίδες, πραγματικά «τούβλα». Αποτελώντας το βασικόέξω δεξιά (δεξί εξτρέμ) του Ολυμπαικού αγωνίστηκε σε 193 παιχνίδια πρωταθλήματος Α΄ κατηγορίας και σημείωσε 48 τέρματα (τα 4 με πέναλτυ).
Συμπαίκτες του στον Ολυμπιακό τότε ήταν οι Φρονιμίδης, Γκαϊτατζής, Ζαντέρογλου, Παυλίδης, Πολυχρονίου, Γ. Σιδέρης, Αγανιάν, Γιούτσος, Μποτίνος, Ν. Σιδέρης, Παπάζογλου.
Κύπελλο
Από τις καλύτερες στιγμές του Π. Βασιλείου ήταν η κατάκτηση του κυπέλλου το 1968, όταν ο Ολυμπιακός κέρδισε τον Παναθηναϊκό στον τελικό 1-0 με τέρμα του Κύπριου άσου. Ο Παύλος είχε μέσο όρο σκοραρίσματος κοντά στα 10 γκολ ανά χρονιά.
Οι μεγάλες εμφανίσεις του με τα χρώματα του Ολυμπιακού Πειραιώς δεν άφησαν ασυγκίνητους τους ομοσπονδιακούς προπονητές της Ελλάδας. Έτσι, έγινε βασικός στην Εθνική δίπλα από τους μεγάλους άσους Κούδα, Γ. Σιδέρη, Δομάζο, Παπαϊωάννου. Στα 30 του χρόνια επιστρέφει στην Κύπρο, όπου αγωνίζεται στην ΕΠΑ (ήταν τότε στην Α’ Εθνική) και στην Εθνική Κύπρου. Κατέγραψε 8 συμμετοχές στην Εθνική Ελλάδας και άλλες 8 στην Εθνική Κύπρου.
Όταν ξεκίνησε στην ΕΠΑ ήταν ο μικρός έχοντας μαζί του μεγάλα ονόματα της εποχής όπως οι Χειμώνας, Πύργος, Λουρουτζιάτης, Τερζιάν κ.ά. Επιστρέφοντας βρήκε τη μεγάλη ομάδα που μόλις είχε πάρει τον τίτλο, με τους Αλκιβιάδη, Κκόλα, Γιαννάκη, Κώστα, Μούσκο, Τάσο, Μάριο, Λ. Θεοδώρου, Κλείτο, Καλόγηρο, Χάρη κ.ά.
Η Ένωση Αθλητικογράφων Κύπρου ανακήρυξε τον Παύλο Βασιλείου αθλητή ήθους το 1974.
Πηγή: