Καρβουνιάρης ή καρβουνάρης ή κοτσ’ινονούρης

Image

Phoenicurus ochrurus. Οικογένεια: Turdidae. Πουλί που έρχεται στην Κύπρο κατά τον Οκτώβριο για να διαχειμάσει και φεύγει κατά το Μάρτιο. Ζει μονήρες σε πετρώδεις άγονες περιοχές και σε ελαιώνες. Διανυκτερεύει (τζ'οιδκιάζει κατά το κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα) σε σπηλιές, εγκαταλειμμένες μάντρες και ερειπωμένα σπίτια.

 

Στο εμπρόσθιο μέρος της κεφαλής, τα πλευρά του προσώπου και το στήθος έχει χρώμα μαύρο σαν κάρβουνο - γι' αυτό και η ονομασία του καρβουνιάρης - και δίνει την εντύπωση ότι έχει μπει σε καπνοδόχο και λερωθεί. Οι μαυροκαφέ φτερούγες του αρσενικού έχουν άσπρη γραμμή στη μέση, που εμφανίζεται μετά το πρώτο έτος της ηλικίας του πουλιού. Το κάτω μέρος του κορμού και η ουρά είναι καστανά προς το κόκκινο, εκτός από τα δυο φτερά στο κέντρο της ουράς που είναι καφέ. Γενικά η εμφάνιση του καρβουνιάρη είναι εκείνη ενός «μουζωμένου» (μαυρισμένου από την καπνιά) πουλιού με καστανόχρωμη την ουρά και το πίσω μέρος του κορμού. Το χρώμα του θηλυκού είναι πολύ πιο ανοικτό από του αρσενικού, προς το σταχτί, η δε ουρά του είναι κεραμιδιά. Το μέγεθός του φθάνει τα 14-15 εκατοστόμετρα.

 

Φωλιάζει σε εκτεταμένες περιοχές από τη Βαλτική μέχρι τα βουνά του Μαρόκου και στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, από τη Βόρεια θάλασσα μέχρι τις χώρες της Σοβιετικής Ένωσης και στο νότο μέχρι τη Μεσόγειο. Κτίζει τη φωλιά του σε τρύπες σπιτιών και βράχων. Γεννά 3 – 6 αυγά. Κατά τον χειμώνα οι καρβουνιάρηδες κατεβαίνουν από τις βόρειες χώρες προς την Μεσόγειο, ενώ στις θερμότερες χώρες (Ισπανία, Ελλάδα, Τουρκία) εγκαταλείπουν τα βουνά και διαχειμάζουν στις πεδιάδες.

 

Ο καρβουνιάρης τρέφεται με σκουλήκια (ο Αριστοτέλης τον περιγράφει: ὂρνις σκωληκοφάγος), σκαθάρια και άλλα. Κάποτε θεάται πάνω σε μερσινιές και σχινιές να τρώει τους καρπούς τους.

 

Είναι ο φοινίκουρος των αρχαίων. Ο Αριστοτέλης και πάλι περιγράφει τη διαφορά μεταξύ του ερίθακου (κοκκινολαίμη) και του φοινίκουρου (καρβουνιάρη): μεταβάλλουσιν οἱ  ἐρίθακοι καί οἱ καλούμενοι φοινίκουροι ἐξ ἀλλήλων' ἐστί δ' ὁ μέν ἐρίθακος χειμερινόν, οἱ δέ φοινίκουροι θερινοί, διαφέρουσι δέ ἀλλήλων οὐδέν ὡς εἰπεῖν ἀλλ' ἤ τῇ χρόᾳ μόνον.