Ζωγράφος, αγιογράφος. Γεννήθηκε στη Βυτίνα της Πελοπονήσου το 1862. Έζησε στην Λεμεσό από τις αρχές του 1899 έως το 1931 με τα Οκτωβριανά, οπότε αναχώρησε πλέον επιστρέφοντας μονίμως για την Αθήνα όπου και έζησε έως τον θάνατό του στις 26 Φεβρουαρίου 1936. Ο Όθων Γιαβόπουλος είναι ο πατέρας του γιατρού Νίκου Γιαβόπουλου εκ των ιδρυτών του Κομουνιστικού Κόμματος Κύπρου και της Φωφώς-Βασιλείου Γιαβόπουλου, μητέρας του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, Γιώργου Βασιλείου.
Ο Όθων είχε άλλα έξι αδέλφια, όπως φαίνεται στα επίσημα αρχεία του τέως δήμου Νυμφασίας και
η οικογένεια του χαρακτηριζόταν ως εύπορη.
Φοίτησε στη σχολή της Βυτίνας με σχολάρχη τον αρχιμανδρίτη Παναγιώτη Παπαζαφειρόπουλο και συνέχισε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο Δημητσάνας. Μετέβη στην Αθήνα το 1876 και γράφτηκε στη σχολή καλών τεχνών, όπως φαίνεται στα αρχεία της σχολής. Φοίτησε δε από το 1876 έως το 1883 και τελείωσε αριστούχος. Μάλιστα το ακαδημαϊκό έτος 1880-1881 και ενώ φοιτούσε στην Ε΄ τάξη αξιολογείται δεύτερος. Στη σχολή, η οποία σημειωτέον ήταν τμήμα του τότε Πολυτεχνικού σχολείου, ευτύχησε να έχει δάσκαλους τον σπουδαίο ζωγράφο Κωνσταντίνο Βολονάκη και τον Κερκυραίο Κωνσταντινο Προσαλέντη. Οι δάσκαλοι του αυτοί επηρέασαν τον Γιαβόπουλο, ο οποίος στα έργα του δείχνει έντονα τη δυτική τεχνοτροπία (σχολή του Μονάχου).
Στην Αθήνα
Ο Γιαβόπουλος μετά την αποφοίτησή του ασχολήθηκε σοβαρά κατ’ αρχάς με την κοσμική ζωγραφική αλλά στη συνέχεια περισσότερο με την αγιογραφία. Δείγματα της τέχνης του στην Αθήνα βρίσκουμε στις εκκλησίες της Αγίας Ειρήνης (πρώτη μητρόπολη της Αθήνας) και του Αγίου
Δημητρίου στου Ψυρρή. Το έργο του Γιαβόπουλου στις δύο αυτές εκκλησίες έτυχε ευμενούς κριτικής και δημιούργησε θετική γνώμη στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Χαρακτηριστικό το δημοσίευμα της εφημερίδας «Εφημερίς» στις 6 Νοεμβρίου 1890, η οποία έγραψε. «Στην επικαιρότητα βρίσκεται και ευμενώς σχολιάζεται αυτό το χρόνο η εικονογράφηση των ναών Αγίας Ειρήνης και Αγίου Δημητρίου στου Ψυρρή από τον αγιογράφο Όθωνα Γιαβόπουλο και κυρίως το έργο του ο «Μυστικός Δείπνος». Ο σπουδαίος αυτός αγιογράφος δεν ήταν δυνατόν να ξεχάσει τη γενέτειρά του. Έτσι το 1898 μεταβαίνει στη Βυτίνα και αγιογραφεί τον «Μέγα Αρχιερέα» στην Ωραία Πύλη του Αγίου Τρύφωνα, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα, και στην οποία υπογράφει «Όθων Γιαβόπουλος. εν Βυτίνη εποίει 1898».
Στην Κύπρο
Το 1899 μεταβαίνει στην Κύπρο και εγκαθίσταται στη Λεμεσό μετά από πρόσκληση ενός «Λεμεσιανού πολίτου με σκοπό να ζωγραφίσει τον εσωτερικόν χώρο της οικίας του». Η άφιξη του καλλιτέχνη στη Λεμεσό δεν πέρασε απαρατήρητη, διότι καθώς διαπίστωνε η εφημερίδα Σάλπιγξ της Λεμεσού στις 20 Μαρτίου 1899, «υπάρχουσι τόσαι εκκλησίαι αίτινες στερούνται εικόνων ή κέκτηνται τοιαύτας εκτρωματικάς[…]».
Έφτασε στην Κύπρο με τη σύζυγο του Αργυρώ Καλαμιώτου και τα δύο τους παιδιά, το Νίκο Γιαβόπουλο και τη Χρυσούλα. Τα άλλα τρία η Λέλα, η Φωφώ Γιαβοπούλου -Βασιλείου και ο Γιάνκος γεννήθηκαν στην Κύπρο. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λεμεσό στην οδό βασιλέως Μακεδόνος. Καλός τραγουδιστής όπως ήταν μαζί με άλλους γνωστούς Λεμεσιανούς σε μια εθελοντική ομάδα μουσικής και χορωδίας, δίνοντας μουσικές συναυλίες αφιλοκερδώς, για φιλανθρωπικούς σκοπούς αλλά και για τη διασκέδαση τους. Δίδαξε ιχνογραφία στην Ελληνική Σχολή Λεμεσού και ζωγραφίζει τις εικόνες στο εργαστήρι του, τις οποίες πολλοί αγοράζουν είτε για να εμπλουτίσουν τις ιδιωτικές τους συλλογές είτε για να τις αφιερώσουν στις εκκλησίες.
Αγιογραφίες
Το αγιογραφικό έργο του Όθωνα Γιαβόπουλου στη Κύπρο είναι πολύ μεγάλο και χρονολογικά αρχίζει από το 1899. Στη Λεμεσό αγιογράφησε τον καθεδρικό ναό της Αγίας Νάπας και την εκκλησία της καθολικής – Παντάνασσας. Δυστυχώς το έργο του Γιαβόπουλου και στις δύο εκκλησίες έχει καταστραφεί. Από το 1904 - 1918– αγιογράφησε την εκκλησία Ευαγγελισμός της Θεοτόκου στη Βάσα Κοιλανίου και στον ίδιο Ναό βρίσκονται 22 εικόνες τις οποίες ζωγράφισε ο ίδιος. Εικόνες βρίσκονται και σε πολλές εκκλησίες όπως, Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου στο Βουνί, Εκκλησία Χρυσολοφίτισσα Λόφου, Τιμίου Σταυρού στο Όμοδος, Εκκλησία της Παναγίας Παλλουρώτισσα, Εκκλησία Αγίου Γεωργίου Καπέδες , τον Άγιο Μάμα στη Μόρφου, την Παναγία την Ελεούσα στην Κοράκου στην Τεμπριά και αλλού.
Το σύνολο των αγιογραφιών του Γιαβόπουλου είτε τοιχογραφίες, είτε φορητές εικόνες ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες και εκτός των εκκλησιών πολλές φορητές εικόνες ευρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές.
Κοσμικό έργο
Εξίσου σημαντικό με το αγιογραφικό είναι και το κοσμικό του έργο με σημαντικούς πίνακες όπως η αυτοπροσωπογραφία του, το «σώμα και ψυχή», «μετά τη μάχη» ενώ αρκετά έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές χωρίς τίτλο. Μάλιστα ένα έργο του με τίτλο «ηρωίδες» (ο πρώτος τίτλος ήταν
«Σουλιώτισσες») δημοπρατήθηκε από τον οίκο δημοπρασιών Bonhams του Λονδίνου σε υψηλή τιμή. Επίσης έχει διακοσμήσει αρκετά σπίτια στη Λεμεσό όπως των Λοΐζου και Παναγιώτη Ιακωβίδη (σήμερα έχουν κατεδαφιστεί), της οικογενείας Λανίτη και της Πάτρας Κουδουνάρη, το οποίο σήμερα στεγάζει το πολιτιστικό ίδρυμα «Πανίκου Μαυρέλη».
Ελληνική Επανάσταση
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μιας μουσειολογικής μελέτης για τα 100 χρόνια Αθηναϊδείου Γυμνασίου Καθολικής από τον Μίμη Σοφοκλέους, επιστημονικό διευθυντής του Παττίχειου Δημοτικού Μουσείου Ιστορικού Αρχείου Λεμεσού, ένας πίνακας στο γραφείο της διευθύντριας του σχολείου, τράβηξε την προσοχή. Το θέμα του πίνακα είναι εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Δεν υπήρχαν καθόλου πληροφορίες στο Ιστορικό Αρχείο Λεμεσού αναφορικά με την ύπαρξη του εν λόγω πίνακα, ούτε και στο ίδιο το σχολείο, πέρα από τον ίδιο τον πίνακα που έφερε την υπογραφή του δημιουργού του, καθώς και την ημερομηνία της δημιουργίας του. «Όθων Γιαβόπουλος – 19/9» (Σεπτέμβριος του 1919). Είναι ένας πίνακας όπως πολλούς άλλους στον οποίο παρουσιάζεται η ηρωική θυσία των λίγων ανδρών που έμειναν να αντιστέκονται κατά την Ελληνική Επανάσταση. Στο φόντο παρουσιάζονται τραυματίες ή νεκροί μετά τη μάχη ενώ ο μόνος που φαίνεται μάχιμος ακόμα είναι ο έφιππος σημαιοφόρος, με το άλογο μάλιστα να έχει πάρει την αντίθετη φορά, έτοιμο να φύγει από τη μάχη. Κατά τον Μίμη Σοφοκλέους η μάχη που περιγράφεται στον πίνακα του Γιαβόπουλου μάλλον αναφέρεται στη Μάχη της Βυτίνας, του τόπου καταγωγής και γέννησης του ζωγράφου. Στον πίνακα οι Τούρκοι έχουν περικυκλώσει με ιππικό και πεζούς τους εναπομείναντες ζωντανούς και τραυματισμένους γενναίους Έλληνες, με τον ένα να κρατά αναπεπταμένη τη σημαία. Ο πίνακας, χωρίζεται σε δύο επίπεδα: οι Έλληνες από τη μια και οι Τούρκοι από την άλλη. Στη μέση βρίσκονται συνήθως η ελληνική σημαία από τη μια και το «μπαϊράκι» από την άλλη. Στο μέσο του πίνακα βρίσκεται η σημαντική «σκηνή»: όλοι σχεδόν έχουν εξουδετερωθεί, σκοτωθεί ή τραυματιστεί, εκτός από τον σημαιοφόρο ο οποίος αντιστέκεται ακόμα, ενώ κάτω του ακριβώς βρίσκονται δύο πολεμιστές. Ο ένας θεωρείται μάλλον τραυματίας ο οποίος βρίσκεται στα χέρια ενός άλλου, εξουδετερωμένου πολεμιστή.
Αξιολόγηση
Το έργο του χαρακτηρίζεται από την άριστη χρήση των χρωμάτων, που πολλές φορές λειτουργεί σε
βάρος της εκφραστικότητας. Πολλές φορές η τέχνη του σκανδαλίζει, όπως πχ η αναπαράσταση της πόρνης στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο Όμοδος. Ο βυζαντινολόγος και κριτικός τέχνης Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου γράφει σχετικά: «Οι σκηνές, αλλά και οι μεμονωμένες μορφές που απεικονίζει ο Γιαβόπουλος στο σύνολο του έργου του έχουν κάτι το πομπώδες και θεατρικό χωρίς αυτό να σημαίνει την παντελή έλλειψη συναισθημάτων. Η δουλειά του κινείται στην πραγματικότητα της εποχής του και συμβάλλει στη διαμόρφωση της Κυπριακής τέχνης στα χρόνια που ακολούθησαν».
Τη ζωή και το έργο του Όθωνα Γιαβόπουλου παρουσιάζει στο βιβλίο της με τίτλο ΌΘΩΝ ΓΙΑΒΟΠΟΥΛΟΣ ζωγράφος Αθηναίος» η Κύπρια ιστορικός και συγγραφέας Μάρω Σωφρονίου. Σε ένα πολυτελή τόμο εκατόν εβδομήντα σελίδων με πληθώρα έγχρωμων φωτογραφιών των αγιογραφιών των εκκλησιών της Κύπρου σκιαγραφεί τον αγιογράφο μέσα από συνεντεύξεις συγγενικών προσώπων και προσωπική έρευνα και παρουσιάζει κατά τον καλύτερο τρόπο τον Γιαβόπουλο ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη.
Πίσω στην Αθήνα
Ο Γιαβόπουλος σταμάτησε να αγιογραφεί το 1924 λόγω προβλημάτων υγείας, συνέχισε όμως να ζωγραφίζει στο εργαστήριό του μέχρι το θάνατό του. Από την Κύπρο έφυγε όπως και όλη η οικογένειά του διωκόμενος την περίοδο της Παλμεροκρατίας από το Αγγλικό καθεστώς κατοχής το 1931 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε ιδιόκτητο κατοικία στην οδό Μητροπόλεως. Πέθανε στις 26 Φεβρουαρίου 1936 σε ηλικία 73 ετών και ετάφη στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών. Ο θάνατός του αναγγέλθηκε από τις Αθηναϊκές και Κυπριακές εφημερίδες με ανάλογα εγκωμιαστικά σχόλια. Η κατοικία του στην «κάτω Βυτίνα» σήμερα είναι εντελώς ερειπωμένη.
Πηγές: