Πολλά στοιχεία θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’. Με όσα και αν τον πιστώσει ή τον χρεώσει η Ιστορία και η κοινή μνήμη, αυτό που θα του αναγνωρίσουν όλοι, είναι πως δεν υπήρξε μια αδιάφορη προσωπικότητα. Κατά τη διάρκεια της ζωής και του δημόσιου βίου του, βρέθηκε πολλές φορές στο μάτι του κυκλώνα, λόγω του εκρηκτικού χαρακτήρα του, ο οποίος δεν του είχε εξασφαλίσει πολλούς φίλους. Του εξασφάλισε όμως την αναγνώριση της ικανότητάς του, να ανατρέπει καταστάσεις, ενίοτε με τσαμπουκά και θράσος στα όρια ή ακόμα και εκτός νομιμότητας. Λίγοι θα τον θυμούνται για την πνευματική του παρακαταθήκη, αλλά είναι σίγουρο πως όλοι θα τον θυμούνται για το επιχειρηματικό του δαιμόνιο και την αλλαγή της εικόνας της Εκκλησίας της Κύπρου σε οργανωτικό επίπεδο, αλλά και την τολμηρή απόφασή του να αναγνωρίσει την Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Φτώχεια και ορφάνια
Ο κατά κόσμον Ηρόδοτος Δημητρίου γεννήθηκε στην Τάλα της Πάφου το 1941, ενώ μαινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Δεν ήταν το παιδί, που κάποιος θα μπορούσε να προβλέψει ότι θα ανέλθει στον θρόνο του Αποστόλου Βαρνάβα.
Η φτωχή αγροτοκτηνοτροφική οικογένεια του Αντώνη και της Θέκλας πάλευε για τον επιούσιο χωρίς ορατές προοπτικές για τα παιδιά της.
Ήταν δεν ήταν ενός έτους ο Ηρόδοτος όταν ο πατέρας του αποφάσισε να καταταχθεί στον βρετανικό στρατό και να συμβάλει στη νίκη κατά του χιτλεροφασισμού. Κατά τη διάρκεια του πολέμου πιάστηκε αιχμάλωτος, αλλά κατάφερε να επιστρέψει ζωντανός στην Κύπρο το 1945, όταν ο πόλεμος είχε λήξει και οι πάντες ανέμεναν την υλοποίηση των υποσχέσεων του Λονδίνου για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Υποσχέσεις που έμειναν υποσχέσεις.
Ο πατέρας του Ηρόδοτου βλέποντας πως δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τα λίγα ζώα και τα χωράφια της οικογένειας αποφάσισε να δουλέψει μεροκάματο ως εργάτης στο Μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου που ανακαινιζόταν. Σκληρή δουλειά, λίγα λεφτά, αλλά αναγκαία για τις καθημερινές ανάγκες.
Δυστυχώς αυτός ο αγώνας δεν είχε καλή κατάληξη. Κάποια μέρα ενώ είχε κατέβει σε έναν λάκκο έπεσε το χώμα που είχε συσσωρευθεί γύρω και τον σκέπασε. Παρά τις προσπάθειες να τον βγάλουν, ο Αντώνης θάφτηκε ζωντανός και άφησε την τελευταία του πνοή, αφήνοντας ορφανά τα παιδιά του και χήρα τη γυναίκα του που ανέλαβε πλέον τον διπλό ρόλο της μητέρας και του πατέρα. Σε δύο εβδομάδες μετά την κηδεία γεννήθηκε και ο Δημήτρης ο μικρότερος αδελφός του Ηρόδοτου.
Λύση το ράσο
Οι συνθήκες στις οποίες ζούσε η οικογένεια μετά τον θάνατο του πατέρα ήταν τραγικές και ούτε λόγος για να μπορέσει η μητέρα να ανταποκριθεί στις ανάγκες των παιδιών για μόρφωση.
Η Μονή Αγίου Νεοφύτου λόγω του θανάτου του πατέρα του Ηρόδοτου, έδωσε υπόσχεση να σπουδάσει τα παιδιά αναλαμβάνοντας τα έξοδα. Ο Ηρόδοτος αφού τέλειωσε το δημοτικό πηγαίνει στο μοναστήρι ως δόκιμος. Για να μπορέσει όμως να παρακολουθήσει τα μαθήματα του γυμνασίου έπρεπε να μείνει ως δόκιμος για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Εκεί διαπίστωσε πως είχε κλίση προς την ιεροσύνη και παρά τις δύσκολες συνθήκες για ένα παιδί έμεινε στο μοναστήρι υπομένοντας ακόμα και εξευτελιστικές συμπεριφορές από τους παλαιούς μοναχούς. Τα πρώτα «μαθήματα» οικονομικών τα πήρε στην αποθήκη της μονής και ο ίδιος θυμόταν πως οι υπόλοιποι μοναχοί συμπεριφέρονταν στους δόκιμους ως να ήταν δούλοι και τους χρησιμοποιούσαν σε όλες τις δύσκολες δουλειές.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκε να βγάλει το ράσο και να αναζητήσει την τύχη του μακριά από το μοναστήρι.
Σε μία από τις πολλές συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει στον «Π» θυμόταν ότι διαχειριζόταν με μεγάλο πόνο τις στιγμές που περνούσε από το σημείο που είχε σκοτωθεί ο πατέρας του. Κάποτε συνέβη και ένα επεισόδιο με έναν μοναχό που τον είχε χαρακτηρίσει προβληματικό αναγκάζοντάς τον να αποφασίσει να εγκαταλείψει το μοναστήρι νιώθοντας πληγωμένος.
Μάλιστα είχε ετοιμάσει και τα πράγματά του και ήταν έτοιμος να ανακοινώσει την απόφασή του. Ωστόσο, το βράδυ στον ύπνο του είδε όνειρο τον ηγούμενο της μονής ο οποίος του είπε πως έπρεπε να παραμείνει γιατί έχει προσδοκίες από αυτόν.
Την επόμενη ημέρα αποφασισμένος να φύγει τον κάλεσε ο ηγούμενος και του είπε τι ακριβώς είχε ακούσει στον ύπνο του, κάτι που τον ανάγκασε να αλλάξει απόφαση παρά την έντονη προτροπή της μητέρας του να εγκαταλείψει τον μοναχισμό, ώστε να μην ανέχεται την πίεση και τον εξευτελισμό.
Έσφιξε τα δόντια και παρέμεινε ώσπου τέλειωσε το γυμνάσιο το 1963 και εκάρη μοναχός, με το όνομα Χρυσόστομος.
Με θράσος στον Μακάριο
Πριν πάει στην Αθήνα να σπουδάσει έμεινε για πέντε χρόνια στο μοναστήρι. Το 1964 αποφάσισε να πάει να δει τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας και Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Το 1964 πήγε να δει τον Μακάριο για να του αναφέρει διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζε το μοναστήρι. Μάλιστα, ο ίδιος έλεγε πως είχε το θράσος παρά το νεαρό της ηλικίας του, να πει του Αρχιεπισκόπου ποιον θεωρούσε ο ίδιος καταλληλότερο για ηγούμενο του μοναστηριού. Τότε, και με την παρέμβαση του Μακαρίου, εξελέγη ο Αλέξιος αναγκάζοντας τον τότε Αρχιεπίσκοπο να παραδεχθεί πως είχε ικανότητες στη διαχείριση δύσκολων καταστάσεων. Μάλιστα, αργότερα όταν ήταν μόλις 32 ετών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εξελέγη ηγούμενος του μοναστηριού από τον ίδιο τον Μακάριο. Προηγουμένως είχε μεταβεί στην Αθήνα για σπουδές όπου έμεινε τέσσερα χρόνια.
Όταν τον ρωτήσαμε αν βλέπει τον εαυτό του ως Μακάριο, απάντησε πως «εκείνος που θα πάει να μιμηθεί τον Μακάριο θα γελοιοποιηθεί. Ένας ήταν ο Μακάριος. Εγώ γνώρισα τον Μακάριο, πολύ μικρός, σε ηλικία 22 ετών και τον θαύμασα. Πολλοί τον θεωρούν εγωιστή. Δεν ήταν εγωιστής. Ήξερε και αξιολογούσε τους ανθρώπους. Εμένα με υπεραγαπούσε. Δεχόταν και κριτική. Όταν ο άλλος ήταν καλομελετημένος και διαφωνούσε μαζί του, σηκωνόταν και του έδινε συγχαρητήρια, όπως μου έδωσε και εμένα. Αν έρθει ένας διάκος και μου πει εκείνα που έλεγα εγώ του Αρχιεπισκόπου (Μακαρίου), θα τον ανεχθώ; Δεν θα τον ανεχθώ. Θα του πω άντε πήγαινε και δεν θα μου πεις εσύ το διακάκι, τι θα κάνω εγώ».
Με όπλο στο πραξικόπημα
Ο Χρυσόστομος Β΄ όταν ανέλαβε το Μοναστήρι Αγίου Νεοφύτου επικεντρώθηκε κυρίως σε οργανωτικά θέματα, δίνοντας τα χωράφια της μονής σε πολίτες έναντι ενοικίου, καθώς οι μοναχοί δεν μπορούσαν να τα διαχειριστούν αποδοτικά. Μάλιστα έφτιαξε και φράγμα το οποίο παραδεχόταν ότι το έκανε παράνομα, ώστε με το νερό να μπορεί να αρδεύει τα χωράφια ακόμα και αν υπήρχε μεγάλη περίοδος ξηρασίας.
Την ασταθή περίοδο του πραξικοπήματος το 1974 αναγκάστηκε να πάρει όπλο για να αντισταθεί μαζί με τον λαό της Πάφου. Θυμάται μάλιστα πως είχε κάνει ακόμα και συλλήψεις πραξικοπηματιών καταφέρνοντας να εξασφαλίσει τον οπλισμό που είχε η Εθνική Φρουρά.
Ο ίδιος πάντα έλεγε πως δεν ήταν τυχαίο ότι ο Μακάριος μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος επέλεξε να πάει στην Πάφο, καθώς εκεί ένιωθε ασφαλής ξέροντας πως τα σχέδια της χούντας δεν θα πετύχαιναν σε μια επαρχία που είχε αποφασίσει να αντισταθεί. Αρκετές φορές εξιστορούσε τον τρόπο που έγινε η ανακατάληψη της Μητρόπολης Πάφου από τους πραξικοπηματίες, όταν βρέθηκαν έξω από το οίκημα 3.000 άτομα. Οι πραξικοπηματίες που ήταν μέσα αφοπλίστηκαν και εγκατέλειψαν τη Μητρόπολη. Το 1977 μετά τον θάνατο του Μακαρίου εξελέγη μητροπολίτης Πάφου και μετά ο δρόμος προς τον αρχιεπισκοπικό θρόνο ήταν θέμα συγκυριών τις οποίες παραδεχόταν ότι αξιοποίησε.
Έτσι έγινα Αρχιεπίσκοπος
Μιλώντας τον «Π» τον Δεκέμβριο του 2020 ο Αρχιεπίσκοπος εξιστόρησε τον τρόπο με τον οποίο πέτυχε την εκλογή του.
Είχε αναφέρει ότι ενώ ο ίδιος δεν ήταν υποψήφιος, υποστήριζε τον Κύκκου Νικηφόρο, γιατί δεν ήθελε τον Αθανάσιο της Λεμεσού. Αλλά η σχέση του με τον Νικηφόρο χάλασε γιατί «με ύβρισε δύο φορές μέσα στη Σύνοδο, ενώ προήδρευα ως τοποτηρητής».
Ο ίδιος έλεγε πως δεν ήξερε γιατί έδειξε τέτοια συμπεριφορά ο Κύκκου: «Αναίτια. Έτσι… Την πρώτη φορά έκανα πως δεν κατάλαβα. Είπα άστο. Τη δεύτερη φορά, λέω… ‘α δεν είναι στα καλά του. Αν τώρα που δεν είναι τίποτα με υβρίζει, αύριο που θα είναι Αρχιεπίσκοπος τι θα κάνει; Δεν θα λογικεύεται με τίποτα’. Και είπα ‘τράβα πίσω’. Μεγάλη ιστορία να σου την πω, γιατί τελικά έβαλα υποψηφιότητα. Λέω ‘δουλειά του Θεού, ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει’. Άλλοι με έπεισαν έπειτα να υποβάλω υποψηφιότητα…».
Παρά το ότι φαινόταν να είναι ο λιγότερο δημοφιλής ο ίδιος επέμενε πως θα είναι ο επόμενος Αρχιεπίσκοπος και τελικά αποδείχθηκε πως είχε δίκιο.
Πάντοτε διέψευδε ότι εξαπάτησε τον Κύκκου και τον Λεμεσού υποσχόμενος πως θα παρέμενε στον θρόνο μόνο για πέντε χρόνια.
«Όχι. Ήμουν έντιμος. Κάλεσα το βράδυ πριν την εκλογή τον Κύκκου και του λέω: ‘Άκου. Εγώ θέλω να κάνω μερικές τομές, τις οποίες ούτε εσύ ούτε ο Λεμεσού μπορείτε να κάνετε. Θέλω να σου πω να με ψηφίσεις αύριο και εγώ θα σου δώσω την παραίτησή μου από απόψε. Θα συντάξω παραίτηση, θα την υπογράψω με κόκκινο μελάνι και θα σου τη δώσω να την κρατάς. Αλλά θέλω να σταθείς δίπλα μου, να με βοηθήσεις να κάνω τις τομές και σε έναν χρόνο εγώ τελειώνω και θα φύγω. Δεν επιθυμώ να μείνω Αρχιεπίσκοπος, αλλά ούτε και θέλω να γίνω. Το θέλω μόνο για να κάνω τις τομές που δεν μπορείτε να κάνετε εσείς». Ο Κύκκου κατά τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο φέρεται να απάντησε: «Αστειεύεσαι. Έχω τους εκλέκτορες εγώ και εκλέγομαι και θα σε κάνω Αρχιεπίσκοπο εσένα και να περιμένω να παραιτηθείς; Όχι». Τότε ο Χρυσόστομος Β’ του απάντησε ότι θα πάω με τον Λεμεσού «και θα σε πετάξω έξω» και ο Νικηφόρος σηκώθηκε και έφυγε.
Ο Αθανάσιος πήγε στη συνέχεια στον Χρυσόστομο και του είπε: «Θέλεις να βγάλεις τον Νικηφόρο Αρχιεπίσκοπο;». Του απάντησε πως όχι, αλλά ότι ήθελε να βγει ο ίδιος. Τότε ο Αθανάσιος, του είπε: «Μου δίνεις τρεις αιρετούς και να σου δώσω τρεις οφφικιάλους, να πάμε και οι δύο στην τρίτη ψηφοφορία και να πετάξουμε έξω τον Νικηφόρο;». Του είπε εντάξει και συμφώνησαν.
Και αφού έκλεισε η συμφωνία ο Χρυσόστομος όπως ο ίδιος έλεγε είπε του Αθανάσιου: «Εσύ έχεις παραπάνω εκλέκτορες από μένα. Αν βγεις, εγώ θα σταθώ δίπλα σου να εφαρμόσω το πρόγραμμα σου. Αν εκλεγώ εγώ, που δεν έχω τόσες πιθανότητες, θα σταθείς δίπλα μου; Δώσε το χέρι μου λέει, και δώσαμε για δεύτερη φορά τα χέρια». Του έλεγε μάλιστα ότι έχει περισσότερες πιθανότητες να εκλεγεί, αλλά ο ίδιος ήξερε πως τις περισσότερες πιθανότητες τις είχε ο ίδιος και τελικά εξελέγη.
Θέλω Μεγάλο διάδοχο
Ο Αρχιεπίσκοπος δημοσίως δεν διατύπωνε άποψη για ποιον εκ των επισκόπων θα ήθελε για διάδοχό του. «Δεν είναι δική μου η επιλογή και δεν πρέπει να κάνω επιλογή. Εκείνον που θα θέλει ο λαός και ο κλήρος», έλεγε.
Δεν έκρυβε την πικρία του για τις συζητήσεις που γινόντουσαν για τη διαδοχή του ενώ ήταν εν ζωή. «Δεν με ενοχλεί. Εκείνο που με θλίβει, είναι ότι όσοι σκέφτονται έτσι, είναι μικροί και θα παραμείνουν μικροί. Εγώ θέλω ο διάδοχος μου να είναι μεγάλος. Θέλω να είναι προσωπικότητα. Δεν θέλω να είναι μικρός άνθρωπος. Εκείνοι που μανικώνονται και χτενίζουν τα γένια τους, συνήθως δεν γίνονται».
Παραδέχθηκε ότι σκέφτηκε πολλές φορές να παραιτηθεί, γιατί «έφτασα στο σημείο πολλές φορές να πω, ότι δεν αξίζει κανείς να δουλεύει για την Εκκλησία, όταν οι εντός της Εκκλησίας τον κατηγορούν ασύστολα, και ενώ ξέρουν την αλήθεια, προσπαθούν να τον συκοφαντήσουν. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο». Χωρίς να κατονομάζει αυτούς που έλεγε ότι τον συκοφαντούσαν τους «φωτογράφιζε» λέγοντας «Τι να τους πω εγώ; ‘Εν παντί θλιβόμενοι αλ’ ου στενοχωρούμενοι’ όπως λέει ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή προς Κορινθίους».
Κάποτε έδερνα…
Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν επίσης γνωστός για τον αυθορμητισμό και την εκρηκτικότητα του χαρακτήρα του. Χωρίς επιστροφές απαντούσε: «Ναι ήμουν εκρηκτικός. Και έδερνα. Είπα πως, από τη στιγμή που έγινες Αρχιεπίσκοπος πρέπει να αλλάξεις. Σιγά-σιγά πίεζα τον εαυτό μου και μπορώ να πω ότι πολλές φορές μπαίνω σε μία απάθεια, που μπορεί να με βρίζει ο άλλος και να γελώ. Έχω αντοχή, αλλά καμιά φορά βγαίνω έξω από τα ρούχα μου».
Εκκλησία και χλιδή
Κατά τον Χρυσόστομο Β’ δεν πρέπει να ενοχλεί, η χλιδή στην εκκλησία. «Αν πας σε ένα ξωκκλήσι, που είναι λερωμένο, ατημέλητο κ.λπ. και μπεις και σε έναν μεγαλοπρεπή ναό είναι το ίδιο; Η μεγαλοπρέπεια του ναού σε ανεβάζει ψυχολογικά. Είναι το σπίτι του Θεού, δεν είναι δικό μας. Αν δεις επίσης έναν αρχιερέα με τα άμφια του… δεν είναι δικά του. Τα άμφια δεν είναι δικά μας. Είναι της Εκκλησίας». Και στο ερώτημα γιατί πρέπει να είναι ακριβά τα άμφια και να προκαλούν, ο Αρχιεπίσκοπος είχε απάντηση: «Το έκανε αυτό η Καθολική Εκκλησία. Κάποτε τα άμφιά τους ήταν πλούσια. Τώρα πήγαν στο άλλο άκρο και ό,τι φορούν δεν είναι μεγαλοπρεπή. Και ο Πάπας και οι καρδινάλιοι κ.λπ. Δεν το πέτυχαν. Έχω και ακριβά χρυσοκέντητα, έχω και πάμφθηνα και έχω καταλήξει στα πάμφθηνα. Έχω μια στολή που μου αρέσει, που είναι φθηνή και είναι και ελαφριά. Τη φορώ και χειμώνα και καλοκαίρι».
Όσο για τους χρυσούς σταυρούς και τις καδένες ο Αρχιεπίσκοπος δεν είχε πρόβλημα να αποκαλύψει και την τιμή τους. «Έχω μόνο ένα σετ χρυσά. Σταυρός, ο Χριστός και η Παναγία. Μου τα έκανε δώρο ένας φίλος όταν έγινα Αρχιεπίσκοπος. Στοίχιζαν θυμάμαι 50.000 ευρώ και του είχα πει ότι δεν τα ήθελα, αλλά επέμενε πως ήθελε να μου κάνει δώρο. Έχουν περάσει 15 χρόνια και αμφιβάλλω αν τα έβαλα 15 φορές. Μια φορά τον χρόνο. Φοράω αυτά που είναι επίχρυσα και πολλοί τα βλέπουν και νομίζουν ότι είναι χρυσά. Δεν είναι χρυσά. Είναι φθηνά».
Το γαϊδουράκι και οι λιμουζίνες
Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν της άποψης πως όποιος έχει μια θέση πρέπει να έχει ένα καλό αυτοκίνητο, γιατί δεν είναι σωστό να τον αφήνει στον δρόμο. Ο ίδιος μας είχε πει ότι έχει δύο καλά αυτοκίνητα που του τα χάρισαν φίλοι.
«Αν ήταν σήμερα ούτε ο Χριστός θα έμπαινε με γαϊδουράκι» έλεγε. «Εγώ για παράδειγμα δεν έχω κανένα πρόβλημα να κυκλοφορώ και με ένα ‘μινάκι’. Δεν χωράω όμως».
Όσο για δύο παλαιά αυτοκίνητα έξω από την Αρχιεπισκοπή ο Χρυσόστομος Β’ ανέφερε πως ανήκαν στον Μακάριο. «Οι Αμερικανοί του χάρισαν το Cadillac που ήταν θωρακισμένο και το χρησιμοποιούσε όταν άρχισαν να κάνουν απόπειρες εναντίον του. Οι Γερμανοί του χάρισαν το Mercedes, το 600άρι με τη μεγάλη καρότσα, το οποίο όμως δεν ήταν θωρακισμένο και το χρησιμοποίησε ελάχιστες φορές. Έχει και άλλα αυτοκίνητα, τα οποία φυλάξαμε στην Αστυνομία. Μπορώ να τα πουλήσω. αλλά δεν μου πάει. Από τον καιρό της εισβολής δεν κινήθηκαν. Χρειάζονται μηχανικό και πού να βρεις για το αμερικάνικο το Pontiac; Δεν ξέρω αν υπάρχουν εξαρτήματα κ.λπ. Είναι και δαπανηρά αυτοκίνητα».
Πηγή: