Καραολής Μιχαήλ

Image

Ήρωας του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59, ο πρώτος από τους εννέα που εκτελέστηκαν από τους Βρετανούς με απαγχονισμό. Γεννήθηκε στο χωριό Παλαιχώρι της επαρχίας Λευκωσίας  στις 13 Φεβρουαρίου 1934 κι εκτελέστηκε στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας στις 10 Μαΐου του 1956. Μαζί του εκτελέστηκε με απαγχονισμό και ο ήρωας Ανδρέας Δημητρίου

Ο Μιχαήλ Καραολής πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του Παλαιχώρι, μέχρις ότου αποφοίτησε από το εκεί δημοτικό σχολείο. Στη συνέχεια ήλθε στη Λευκωσία όπου φοίτησε στην Αγγλική Σχολή. Μετά την αποφοίτησή του προσελήφθη στην κυβερνητική υπηρεσία σαν υπάλληλος κι εργαζόταν στο Γραφείο Εσωτερικών Προσόδων στη Λευκωσία, ενώ εγκαταστάθηκε και διέμενε στο Στρόβολο. Μέλος της ΕΟΚΑ έγινε από τους πρώτους, κι εντάχθηκε σε μαχητική ομάδα της Οργάνωσης που δρούσε στην περιοχή της πρωτεύουσας.

 

Ο Μιχαήλ Σάββα Καραολής πήρε μέρος, ως μέλος της ΕΟΚΑ, κυρίως σε επιχειρήσεις δολιοφθορών — όπως για παράδειγμα η τοποθέτηση από τον ίδιο ωρολογιακής βόμβας στο κυβερνητικό κτίριο στο οποίο εργαζόταν, παρά την Αρχιγραμματεία στη Λευκωσία. Ωστόσο συνελήφθη από   την Βρετανική Αστυνόμια στις 3 Σεπτεμβρίου του 1955 κοντά στο χωριό Λευκόνοικο και κατηγορήθηκε για το φόνο του Ελληνοκυπρίου αστυνομικού Ηρόδοτου Πουλλή. Ο Πουλλής είχε εκτελεστεί στις 28 Αυγούστου του 1955 στην οδό Λήδρας στη Λευκωσία, επειδή συνεργαζόταν με τις αγγλικές αρχές. Δεν είχε όμως εκτελεστεί από τον Καραολή αλλά από άλλο μέλος της ΕΟΚΑ. Ο Καραολής κατετέθη ότι βρισκόταν στη σκηνή της εκτέλεσης, ενώ ο ίδιος υποστήριξε ακριβώς το αντίθετο. Μετά την εκτέλεση, ο Καραολής, όπως ανέφερε στη δίκη του η κατηγορούσα αρχή, «ἐθεάθη νά τοποθετῇ ἕν περίστροφον ὑπό τό ὑποκάμισόν του καί ἀκολούθως νά σπεύδῃ νά λαμβάνῃ ἕνα ποδήλατον καί νά προχωρῇ...» Όπως επίσης ανέφερε η κατηγορούσα αρχή, ο αστυνομικός Πουλλής εκτελέστηκε ενώ βρισκόταν σε υπηρεσία με πολιτική περιβολή (παρακολουθούσε συγκέντρωση αριστερών στην «Αλάμπρα») από τρία άτομα που τον πλησίασαν, εκ των οποίων «τό ἕν ἦτο ὁ κατηγορούμενος».

 

Ο Καραολής, επειδή θεώρησε ότι ήταν δυνατό να ενοχοποιηθεί, έσπευσε να εξαφανισθεί. Η εκτέλεση του Πουλλή είχε γίνει μέρα Κυριακή. Από την επαύριο Δευτέρα ο Καραολής δεν παρουσιάστηκε στην εργασία του. Όταν συνελήφθη, στις 3 Σεπτεμβρίου 1955, σε χωράφια μεταξύ Λευκονοίκου και Τζιάους, ταξίδευε για να συναντήσει στα βουνά του Πενταδάκτυλου τον Γρηγόρη Αυξεντίου, στην αντάρτικη ομάδα του οποίου επρόκειτο να ενταχθεί. Πάνω του βρέθηκε σημείωση της Οργάνωσης που έλεγε:

 

Ζῆδρο,

 

Σοῦ στέλλω τόν φέροντα τό παρόν σημείωμα καί νά τόν προσέξῃς καλά. Εἶναι καλό παιδί καί πατριώτης μέχρις αὐτοθυσίας, μπορεῖς νά τοῦ  ἔχῃς ἐμπιστοσύνην. Δέν πρέπει νά μάθῃ κανείς τήν ταυτότητά του.

 

Ἀβέρωφ.

 

«Ζήδρος» ήταν ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο οποίος βρισκόταν τότε στον Πενταδάκτυλο και προς τον οποίο αποστελλόταν ο Καραολής από τη Λευκωσία.

 

Η δίκη του Καραολή άρχισε στη Λευκωσία στις 24 Οκτωβρίου του 1955 και συγκέντρωσε μεγάλο ενδιαφέρον. Αξίζει να αναφερθεί ότι μεταξύ των δικηγόρων που τον υπεράσπισαν ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης, ενώ την κατηγορούσα αρχή εκπροσωπούσε ο Ραούφ Ντενκτάς, τότε προσωρινός γενικός εισαγγελέας. Η δίκη τερματίστηκε το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου του 1955 και ο Άγγλος αρχιδικαστής Κύπρου σερ Έρικ Χάλλιναν ανακοίνωσε στον κατηγορούμενο ότι το δικαστήριο τον είχε βρει ένοχο κι ότι τον καταδίκαζε σε θάνατο (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).

 

Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου εξετάστηκε από το Εφετείο η έφεση του Καραολή. Η έφεση απερρίφθη στις 12 του μηνός.

 

Αμέσως μετά οι δικηγόροι του μελλοθανάτου απευθύνθηκαν με αίτησή τους στο ανακτοσυμβούλιο, που συζήτησε το θέμα τον Δεκέμβριο κι απέρριψε, στις 16 του μηνός, την αιτούμενη άδεια για έφεση σ' αυτό.

 

Στο μεταξύ η καταδίκη του Καραολή σε θάνατο προκάλεσε μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες σε ολόκληρη την Κύπρο, στην Ελλάδα και σε διάφορες άλλες χώρες. Οι πλείστες όσες εκκλήσεις, από πολλά μέρη του κόσμου, και από κορυφαίους πνευματικούς ανθρώπους, για να δοθεί χάρη στο νεαρό Κύπριο μελλοθάνατο, δεν είχαν κανένα  αποτέλεσμα και τελικά ο Μιχαήλ Καραολής εκτελέστηκε στην αγχόνη στις 10 Μαϊου 1956, σε ηλικία 22 μόλις χρόνων.

 

Φαίνεται, κι αυτό καταγγέλλει κι ο ίδιος ο Καραολής σε επιστολή του από τη φυλακή μετά την καταδίκη του σε θάνατο, ότι οι Άγγλοι είχαν παρουσιάσει στο δικαστήριο ψευδομάρτυρες (δυο απ' αυτούς είχαν πράγματι καταθέσει ότι τον είδαν με το πιστόλι στο χέρι να πυροβολεί τρεις φορές) για να επιτύχουν καταδίκη του, παρά το ότι γνώριζαν ότι δεν ενεχόταν στο φόνο αυτό. Ο ίδιος ο Καραολής ανέφερε ότι κατά την ανάκριση οι Άγγλοι τον είχαν απειλήσει πως, εάν δεν απεκάλυπτε τους συναγωνιστές του, θα στρέφονταν εναντίον του οι κατηγορίες για το φόνο του Πουλλή, όπως και τελικά συνέβη.

 

Μέχρι την τελευταία του στιγμή επαναλάμβανε ότι ήταν αθώος. Κατά το διάστημα της κράτησής του στην πτέρυγα των μελλοθάνατων, δίπλα από την αίθουσα της αγχόνης στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας, βασανίστηκε από τους Άγγλους στρατιώτες - φρουρούς του, παρόμοια όπως κι όλοι οι άλλοι μελλοθάνατοι.

 

Η εκτέλεση του Καραολή από τους Άγγλους προκάλεσε οργή, παναπεργίες, μαχητικές διαδηλώσεις και θύελλα διαμαρτυριών στην Κύπρο και στην Ελλάδα, και παγκόσμια συγκίνηση.

 

Ο Καραολής ασχολείτο με τον αθλητισμό. Επίσης έγραψε λίγα πατριωτικά ποιήματα που σώθηκαν. Δίνουμε δείγμα της ποιητικής του εργασίας, ποίημά του με τίτλο Ἀπ' τό βάρος τοῦ ζυγο:

 

Φτωχή Κύπρος ἐκυρτώθης

ἀπ' τό βάρος τοῦ ζυγοῦ,

τῆς σκλαβιᾶς οἱ  ἁλυσίδες

σ' ἂνοιξαν πληγές παντοῦ.

 

Τοῦ  ἐρέβους οἱ δυνάστες

τά συχαμερά σκυλιά

κτυποῦν ἄνανδρα στούς δρόμους

τά ἀθῶα σου παιδιά.

 

Οἱ καννίβαλοι Ἐγγλέζοι

βασανίζουν τόν λαό

τήν πολύπαθη τή γῆ σου

τήν ἐκάναν μακελειό.

 

Τῆς δεινῆς στρατοκρατίας

οἱ χυδαῖοι αρχηγοί

πόσο ἀκόμα μέ τά ὅπλα

θά ματώσουνε τή γῆ;

 

Από τη φυλακή ο Καραολής έγραφε επίσης σειρά επιστολών προς τους συγγενείς του κυρίως, όπου φαίνεται ότι είχε παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του ήρεμος και γαλήνιος, δίνοντας μάλιστα θάρρος ο ίδιος στους λοιπούς και δίνοντας με τη στάση του αυτή νόημα σε μερικούς άλλους στίχους του που λένε:

 

... Τά Ἑλληνόπουλα δέν ξέρουν

μόνο πῶς πρέπει νά ζοῦν.

Ξέρουν πῶς καί νά πεθαίνουν,

τήν Πατρίδα νά τιμοῦν.

 

Ο Μιχαήλ Καραολής (όπως κι οι άλλοι εκτελεσθέντες καθώς και μερικοί από τους πεσόντες του αγώνα) ετάφη από τους Άγγλους στα «Φυλακισμένα Μνήματα», στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας. Και τούτο για να αποφευχθεί κηδεία που θα κινητοποιούσε το λαό ο οποίος θα εξωτερίκευε την οργή του.

 

Η τελευταία του Επιστολή 

Εστάλη στον αδελφόν του Ανδρέα στις 8 Μάιου 1956

 

Κεντρικαί Φυλακαί
Λευκωσίας,
8 Μαΐου 1956

 

Αγαπητέ μου Ανδρέα,

 

Χαίρε. Επήρα τα συγκινητικά γράμματά σου της 1ης και 3ης Μαΐου και εχάρηκα πολύ που είδα να μου γράφεις ότι άρχισες να βλέπεις την ζωήν και τον εαυτόν σου από μια άλλη σκοπιά και ότι ανεκάλυψες μίαν γλυκειάν και θεϊκήν δύναμιν να σε τραβά και να σε δένη προς τα θαυμάσια μεγαλεία του θεού και να σε σπρώχνη προς τον δρόμον Του. Είθε ο Πανάγαθος να δώση να μην παρεκκλίνης από τον δρόμον τούτον, ο οποίος, αν και στενός και δύσβατος, είναι εν τούτοις ο μόνος που οδηγεί εις την αιωνίαν μακαριότητα.

 

Είμαι αγαπητέ μου αδελφέ πολύ στενοχωρημένος που θα σε λυπήσω με τα νέα μου, αλλά αφού ο Θεός μού επεφύλαξε το πικρόν τούτο ποτήριον, «ου μη πίω αυτό». Γενηθήτω το θέλημα του Παντοδύναμου. Το Εκτελεστικόν Συμβούλιον απεφάσισεν ότι θα εκτελεσθώ. Με πληροφόρησε ψες ο κ. Irons διά την απόφασιν αυτήν του Εκτελεστικού Συμβουλίου και η απόφασις αυτή επηρεάζει και τον Δημητρίου, είναι δε πολύ βραχεία η διορία που μας άφησε. Εάν δε ο Παντοκράτωρ Κύριος δεν ματαιώσει τα σχέδιά τους, τότε την ερχόμενην Πέμπτην την αυγήν θα ανέλθωμεν εις το φονικόν ικρίωμα διά να υποστούμεν το μαρτύριον που από τόσους μήνες δολίως εμελέτησαν άνδρες άδικοι και πονηρότατοι παρά πάσαν την γην. Ο Θεός όμως «ο ετάζων νεφρούς, και καρδίας» ας αποδώση «εκάστω κατά την καρδίαν αυτού». Εν όψει της τροπής αυτής των πραγμάτων εζήτησα να σου επιτραπή να έλθης εις τας φυλάκας να με επισκεφθής και μου το αρνήθησαν. Επίσης αρνήθησαν να επιτρέψουν εις θείους, θείας και πρώτα εξάδελφα να με επισκεφθούν. Εάν θελήση ο Κύριος να εκτελεσθώ και δεν μου επιτρέψουν να σε ιδώ και να σ’ αποχειρετήσω και σένα και τους άλλους στενούς συγγενείς, αυτό θα είναι η συμπλήρωσις της μεγάλης αδικίας που κάμνουν σε μένα και στην οικογένειά μου η οποία θα τους είναι εις αιωνίαν καταφρόνησιν, αιώνιον αίσχος και αιώνιον στίγμα εις την ούτω καλούμενην δικαιοσύνην των.

 

Σήμερα το πρωί ήλθαν να με επισκεφθούν η μητέρα μου, η Μαρούλα και η Νίκη. Ήταν όλως δι’ όλου ανίδεες διά την την απόφασιν αυτήν, αλλά επειδή τα ενταθέντα μέτρα ασφαλείας τούς έφεραν πολλήν πικρίαν άρχισαν να μου φωνάζουν συγκινητικά «να μην φοβούμαι» κ.λ.π. Εγώ δε, νομίσας ότι είχαν προηγουμένως ειδοποιηθή υπό της Αστυνομίας διά την απόφασιν αυτήν (διότι υπεσχέθη προηγουμένως ο κ. Irons να τους ειδοποιήση) όταν ήλθαν κοντά μου τους εμίλησα καθαρά. Δεν περιγράφεται δε η σκηνή της φρίκης, του πόνου, του σπαραγμού και της απογνώσεως που επηκολούθησε. Τα φτωχά και αδύναμα πλάσματα με γοερές κραυγές εθρήνουν και ελυπώντο και καθώς ήσαν άσπρες σαν το πανί και ελιποθυμούσαν κάθε λίγο, μου επαρουσίαζαν ένα σπαραξικάρδιο θέαμα που δεν μπόρεσα να κρατήσω την συγκίνησιν και τα δάκρυά μου.Θλίβομαι, αγαπητέ μου αδελφούλη, θλίβομαι αφάνταστα όχι διά τον δικόν μου το χαμό, αλλά διά τον αβάστακτο πόνο που θα φορτώση η εκτέλεσίς μου εις τους ασθενείς και γεροντικούς ώμους των γονέων μου και τους ώμους των αδελφιών και των άλλων μου προσφιλών συγγενών. Θλίβομαι διότι ενώ ήλπιζον να γίνω το στήριγμα και ο προστάτης εις τες αγαπημένες μου αδελφές και να ξεκουράσω μια μέρα τους πολυμόχθους μου προσφιλέστατους γονείς, έρχεται το άδικον χέρι της ούτω καλούμενης δικαιοσύνης να με αποχωρίση από τα πρόσωπα που εστήριξαν σε μένα τόσες ελπίδες, ακριβώς εις στιγμήν κατά την οποίαν θα εκαρποφορούσαν οι ελπίδες των. Θλίβομαι ακόμα, καλέ μου Ανδρέα, διότι οι ευγενείς σου θυσίες για μένα δεν εκαρποφόρησαν, εστερήθησαν δηλάδή της ευκαιρίας να καρποφορήσουν. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους λυπούμαι πράγματι τόσον πολύ, και όχι δια τον εαυτόν μου. Από τον εαυτό μου τι να λυπηθώ; «Ον θεοί φιλούσι νέος αποθνήσκει» έλεγαν οι αρχαίοι. Ελπίζω να με καταλαμβάνης και να μη λυπάσαι για μένα αλλά να δίνης θάρρος και παρηγοριά εις τους ολιγόψυχους εκείνους συγγενείς και ειδικά εις την φτωχή μας τη μάνα και τον πατέρα που ο πόνος και ο σπαραγμός ενδέχεται να έχη μεγάλας συνεπείας εις την υγείαν των. Παρηγόρησέ τους χρυσέ μου Ανδρέα, δίνε τους θάρρος και προσπάθησε να τους κάμης να εννοήσουν με ποίον γαλήνιον τρόπον και ποίαν στωικήν ανεκτικότητα αντιμετώπισα ώς τώρα όλα τα κακά και θα τα αντιμετωπίσω και εις το μέλλον. Δεν πρέπει να κλαίουν εκείνοι για μένα κι’ εγώ γι’ αυτούς. Εάν με νοιώθουν και καταλαμβάνουν την ψυχικήν μου ηρεμίαν τότε θα πρέπει να παύσουν να θρηνούν και να σπαράζουν. Και αν παύσουν, αν κατανικήσουν τον πόνον των και τα δεχθούν όλα με το μέτωπο περήφανα σηκωμένο ψηλά, αυτό θα είναι για μένα μια απέραντος υστάτη ευχαρίστησις. Όσο για σένα, δεν πιστεύω να χρειάζεσαι να σου πω τα ίδια πράγματα ούτε και να σου συστήσω να προσέχης και να αυτοσυγκρατήσαι (ξέρεις μόνος σου ότι ευρίσκεσαι σε στρατόπεδο) και δεν θέλω άλλα κακά να βρουν κανένα από σας.

 

Και τώρα χρυσέ μου αδελφέ, δεν έχω παρά να σε σφίξω στην «νοερή μου αγκαλιά» για να σου δώσω τα γλυκά φιλιά του αποχαιρετισμού τα οποία μου αποστερεί η άκαρδος χειρ της εξουσίας και να σου μεταδώσω από μακρυά τους παλμούς της αγάπης, της λατρείας και της ευγνωμοσύνης που η καρδιά μου σου στέλλει μαζί με τας πιο θερμάς ευχάς της διά την καλυτέραν τύχην, την μεγαλυτέραν ευτυχίαν και την πληρεστέραν εκπλήρωσιν και απόλαυσιν κάθε σου πόθου και ιδανικού.

 

Χαίρε γλυκέ μου Ανδρέα και ο Θεός ας είναι πάντοτε μαζί σου.

 

Σε φιλώ και πάλι,
Μιχαλάκης

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image