Κορόβια τάφος

Image

Σε δύσβατη ερημική τοποθεσία νοτιοδυτικά του χωριού Κορόβια σώζεται ο μεγαλύτερος και πλέον εντυπωσιακός αρχαίος λαξευτός τάφος. Τον αναφέρουν ως εκπληκτικό και μοναδικό στο είδος του επισκέπτες του β΄ μισού του 19ου αιώνα, ο σερ Σάμιουελ Μπέικερ, ο Χόγκαρθ και ο Αθανάσιος Σακελλάριος. Τελευταίος δε ο George Jeffery (1918). Έκτοτε το μνημείο ξεχάστηκε. Τον Φεβρουάριο του 2008 εντοπίστηκε και εξετάστηκε από τον Άντρο Παυλίδη, συγγραφέα και του παρόντος λήμματος.

 

Βρίσκεται σε δύσβατη και δυσπρόσιτη τοποθεσία, η δε ανάβαση μέχρι την είσοδό του είναι ιδιαίτερα προβληματική. Πρόκειται για εξολοκλήρου λαξευμένο στον βράχο τάφο, τεραστίων διαστάσεων. Η πρόσοψή του ξεπερνά σε πλάτος τα 30 μέτρα και σε ύψος τα 40. Η πλαγιά είχε λαξευθεί σε σχήμα Π. Η είσοδος βρίσκεται σε ύψος 25 μέτρων περίπου και είναι θολωτή, σχηματίζει δε ένα είδος μικρού προθαλάμου μήκους 3 μέτρων και πλάτους 2. Στο βάθος του βρίσκεται η ορθογώνια είσοδος του τάφου.

 

Εσωτερικά υπάρχουν τρεις μακρόστενες θολωτές αίθουσες (θάλαμοι), και όλες έχουν μήκος περίπου 30 μέτρα, το δε ύψος τους πλησιάζει τα 2 μέτρα. Η κεντρική αίθουσα έχει πλάτος σχεδόν 4 μέτρα ενώ οι δύο πλαϊνές έχουν πλάτος περίπου 3,50 μέτρα. Οι δύο πλαϊνές αίθουσες έχουν από ένα άνοιγμα στην πρόσοψη για φωτισμό και αερισμό. Οι μεσότοιχοι, που αφέθηκαν κατά τη λάξευση, έχουν πάχος σχεδόν 1,50 μέτρο. Δύο καμαρωτές θύρες σε κάθε μεσότοιχο οδηγούν από την κεντρική αίθουσα στις δύο πλαϊνές. Στο εσωτερικό άκρο της κεντρικής αίθουσας υπάρχει ορθογώνιο άριστα λαξευμένο πηγάδι, του οποίου το βάθος ξεπερνά τα 17 μέτρα.  Υπάρχουν 4 ταφικές θήκες στην αριστερή αίθουσα και άλλες 4 στη δεξιά, συνεπώς είχαν γίνει ή προορίζονταν να γίνουν συνολικά 8 ταφές.

 

Η λάξευση ολοκλήρου του μνημείου είναι άριστη, αλλά οι αιώνες της εγκατάλειψης, ο καιρός και τα πουλιά που κατά δεκάδες φωλιάζουν εκεί, προκάλεσαν διάβρωση και ζημιές. Δεν υπάρχουν κτερίσματα, αφού το μνημείο είχε λεηλατηθεί πριν από αιώνες. Ο Geffery (1918) γράφει ότι παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί από τρωγλοδύτες ή και βοσκούς, όχι όμως και ως ασκητήριο ή ναός, αφού δεν υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις. Γράφει ακόμη ότι οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής το θεωρούσαν ως ενδιαίτημα της περίφημης και απρόσωπης Ρήγαινας των κυπριακών θρύλων.

 

Φαίνεται ότι κάποτε οι τρωγλοδύτες ή και οι τυμβωρύχοι είχαν σκάψει και δημιουργήσει ένα μονοπάτι για να προσεγγίσουν την είσοδο. Σήμερα οι κατολισθήσεις το έχουν παρασύρει και μόνο αδιάβατα ίχνη του υπάρχουν.

 

Η χρονολόγηση του μνημείου παρουσιάζει πρόβλημα αφού υπό τις συνθήκες δεν είναι δυνατή η λεπτομερής έρευνα, όταν μάλιστα τούτο βρίσκεται στην κατεχόμενη Καρπασία. Μόνο προκαταρκτικά μπορεί να θεωρηθεί ότι ανάγεται στα τέλη της Αρχαϊκής περιόδου ή στις αρχές της Κλασσικής, δηλαδή στο πρώτο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, αλλά πιθανόν να είναι και μεταγενέστερο.

 

Το μεγαλόπρεπο αυτό μνημείο πιθανόν να ήταν βασιλικός τάφος. Όμως πρόχειρη έρευνα στη γύρω περιοχή δεν έδωσε ενδείξεις ύπαρξης αρχαίου οικισμού παρά μόνο περί τα 4 χιλιόμετρα βορειοανατολικά, κοντά στην ακτή. Εκεί υπάρχει εκτενής αρχαιολογικός χώρος, στη διοικητική έκταση του χωριού Γαληνόπωρνη, με κίονες, κατάλοιπα οικοδομημάτων και λαξευτούς τάφους. Ο χώρος είναι κατάσπαρτος από θραύσματα αρχαίων αγγείων. Εκ πρώτης όψεως, ο οικισμός υπήρχε μέχρι και τα Πρωτοχριστιανικά χρόνια. Στο χωριό Γαληνόπωρνη υπάρχει και άλλος μεγάλος λαξευτός τάφος, με κεντρικό θάλαμο και άλλους 6 θαλάμους, που χρησιμοποιήθηκε ως μάντρα. Βρισκόταν κοντά σε βυζαντινό ναό της Αγίας Άννας, που σήμερα δεν υπάρχει πλέον. Αλλά ούτε αυτός ο τάφος ούτε άλλος κανείς μπορεί να συγκριθεί σε μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα και ωραιότητα με τον λαξευτό τάφο στα Κορόβια.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image