Κάπουρος

Image

Λέγεται και καπουρτίν (το), κουτσοπόιν (το) και φτειρόχορτον (το). Στην Ελλάδα είναι γνωστό με την ονομασία κύπερη (η). Κύπειρος. Αγγλική ονομασία: Nut grass.

 

Αυτοφυόμενο στην Κύπρο δυσεξόντωτο ζιζάνιο της Οικογένειας των Κυπειρωδών (Cyperaceae), που απαντάται στο νησί σε επτά διαφορετικά είδη, τα οποία είναι:

1. Cyperus rotundus

2. Cyperus longus

3. Cyperus cyprius

4. Cyperus dislachyus

5. Cyperus fuscus

6. Cyperus kalli

7. Cyperus glaber.

 

Παγκόσμια, το γένος των φυτών αυτών περιλαμβάνει 600 περίπου είδη από τα οποία μερικά είναι τροπικά. Τα περισσότερα είναι βλαβερά ζιζάνια και μόνο λίγα καλλιεργούνται ως διακοσμητικά. Στην Ελλάδα απαντώνται περί τα 10 είδη. Φύεται σε ρυάκια, υγρότοπους, λιμνάζοντα νερά, όχθες λιμνών, κ. ά. Μερικά είναι καλλωπιστικά, άλλα όμως αποτελούν δυσεξόντωτα ζιζάνια.

 

Το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά των φυτών διαφέρουν, ανάλογα με το είδος. Όλα όμως είναι αγγειόσπερμα, μονοκοτυλήδονα, που συνήθως αρέσκονται σε υγρά και ελαφρά εδάφη. Από τα 7 είδη που απαντώνται στην Κύπρο, γνωστότερο είναι το είδος Cyperus rotundus. To ρίζωμά του είναι αρωματικό και σε παλαιότερες εποχές εχρησιμοποιείτο για κατασκευή σκόνης με την οποία καταπολεμούσαν τις ψείρες.

 

Ιστορία

Ο κύπειρος αναφέρεται από τον Όμηρο, αλλά και από λυρικούς ποιητές της αρχαιότητος. Επίσης, αναφέρεται στις πινακίδες Γραμμικής Β΄ από το Ανάκτορο του Νέστορος. Τη μεγαλύτερη παραγωγή στην αρχαία Ελλάδα είχαν η πόλις των Αθηνών, η Κόρινθος, αλλά προ πάντων το Άργος.Η αρχαία ελληνική ονομασία του φυτού είναι η και ο κύπερος , κύπειρος ή κύπαιρος , κύπειρον, ερυσίσκηπτρον, πάρις ή μαλινάθαλλη. Λαϊκές ονομασίες: αγριοκύπερη, κύπερη (στη Θεσσαλία), μάννα (πληθ. οι μάννες), σαριά, κάπουρας (στην Κύπρο), τροπαλάκι ή τρουπαλάκι (στην Πελοπόννησο). Περιφραστικές ονομασίες: Για την αγριοκύπερη: γαρύφαλλο του Άργους, αμύγδαλο του Άργους. Για τον κύπειρο τον εδώδιμο: αμύγδαλο της γης, μάννα τ’ ουρανού. Για τον στρογγυλό: γαρύφαλλα αθηναϊκά.

Kατά τον Διοσκουρίδη «άλλοι το ονομάζουν ερυσίσκηπτρον, όπως τον ασπάλαθο. Έχει φύλλα όμοια με πράσο, αλλά πιο μακριά και λεπτότερα, κοτσάνι με μήκος έναν πήχυ ή και μεγαλύτερο, που σχηματίζει γωνία, όμοιο με του βούρλου, και στην κορυφή του υπάρχει ένα βλάστημα από μικρά φύλλα και σπόρους. Από κάτω έχει ρίζες - και είναι αυτές που χρησιμοποιούνται - σαν μακρουλές ελιές, κολλητές η μία με την άλλη, ή και στρογγυλές, μαύρες, ευωδιαστές, λίγο πικρές». Ο Θεόφραστος λέει πως η καλύτερη είναι αυτή των Κυκλάδων, την οποία ονομάζει πάρι ή μαλινάθαλλη. Και χαρακτηρίζει το φυτό στυπτικότερο και του σχίνου και του καλάμου. Σήμερα γνωρίζουμε ότι χρήσιμα μέρη του φυτού αυτού είναι το ρίζωμά του, το οποίο συλλέγεται άνοιξη ή φθινόπωρο. Το φθινόπωρο συλλέγεται η ρίζα του κ. του εδώδιμου.

 Άλλη γνωστή χρήση του φυτού είναι σε υγροβιότοπους (φυσικούς ή τεχνητούς), όπου μαζί με άλλα φυτά, όπως βούρλα και καλάμια, επεξεργάζονται με φυσικό τρόπο υγρά απόβλητα οικισμών.